ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: PETER TAMAS
Η πρώτη κουβέντα της κυρίας Κωνσταντινίδου, όταν μπήκαμε στο καμαρίνι της για την συνέντευξη, ήταν «συγνώμη που θα ετοιμάζομαι ενώ μιλάμε, αλλά δυστυχώς ο χρόνος μου είναι πολύ περιορισμένος». Δεν ήξερε όμως ότι αυτό ακριβώς για μένα ήταν η εκπλήρωση μιας κρυφής επιθυμίας που είχα από μικρή: να τρυπώσω κρυφά σε ένα καμαρίνι και να παρακολουθώ τη μεταμόρφωση ενός ηθοποιού, σ’ ένα άλλο πρόσωπο…
«Δεν πειράζει. Θα φτιάξω μόνη μου τα μαλλιά μου», είπε ευγενικά στην κομμώτρια για να μην διακόψει την συζήτησή μας.
Και η συνέντευξη ξεκίνησε…
Με τις φωτογραφίες του Στέλιου και της μητέρας του, της Γεσθημανής, απέναντί της στον καθρέφτη, γιατί είναι η συντροφιά της, όπως μου εξήγησε αργότερα, άρχισε να μου μιλά για εκείνους αρχικά κι έπειτα να μου αποκαλύπτει την ίδια την Ελισάβετ.
ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: Σας βρίσκουμε στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος. Πείτε μου δυο λόγια για το έργο στο οποίο συμμετέχετε.
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ: Το έργο «ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ – Η ζωή του όλη», γραμμένο από την Μιμή Ντενίση και την Κωνσταντίνα Γιαχαλή, είναι ένα αφιέρωμα στη ζωή αυτού του σπουδαίου τραγουδιστή, που παρόλη την επιτυχία του, παρέμεινε αυθεντικός και έγινε «το παιδί του λαού». Ο Στέλιος ήταν εκείνος που μέσα από τα τραγούδια του έγινε η φωνή των μεταναστών μας τις δύσκολες τότε εποχές και με τις επισκέψεις του σε όλο τον κόσμο, στάθηκε πλάι τους όπου κι αν βρίσκονταν. Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη παράσταση είναι πολύ σύγχρονη γιατί οι Έλληνες βιώνουμε -για άλλη μια φορά- αυτό το πικρό κομμάτι της μετανάστευσης, αφού και πάλι τα δικά μας τα παιδιά φεύγουν στα ξένα.
(Γίνεται μια αναγκαστική παύση, γιατί μια μικρή τούφα από μαλλιά που προσπαθεί να στερεώσει τόση ώρα στο πλάι, αντιστέκεται στο τσιμπιδάκι που κρατά στα χέρια της και την ταλαιπωρεί)
Εκτός από τον τραγουδιστή όμως, (συνεχίζει ενώ κοιτάζει πλέον ικανοποιημένη το αποτέλεσμα στον καθρέφτη), γνωρίζουμε και τον άνθρωπο Καζαντζίδη. Μέσα από αυτό το έργο που είναι γραμμένο με πάρα πολύ σεβασμό στο χαρακτήρα του, έχουμε τη δυνατότητα να γνωρίσουμε την ιδιαίτερη προσωπικότητά του, να δούμε λεπτομέρειες από τη ζωή του και να καταφέρουμε, ίσως, να δώσουμε μια λογική εξήγηση στις επιλογές του. Ίσως τότε οι άλλοι να ερμήνευαν την συμπεριφορά του λέγοντας ότι ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος, περίεργος και απόλυτος, όμως όλη αυτή η συμπεριφορά πλέον γίνεται κατανοητή, καθώς βλέπουμε τις δυσκολίες που πέρασε στη ζωή του από την πιο τρυφερή παιδική του ηλικία. Και μέσα σε όλα αυτά, ας μην ξεχνάμε επίσης πως ήταν Πόντιος και οι Πόντιοι ήταν κάπως έτσι. Απόλυτοι.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτός ο άνθρωπος, μόλις τριαντατεσσάρων χρονών και πάνω στο απόγειο της καριέρας του, είχε σταματήσει τη δουλειά του. Ποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει; (συμπληρώνει με έναν τόνο θαυμασμού στη φωνή της)
Ο καθένας μας όμως τελικά έχει τον δρόμο του. Και ο δρόμος του Στέλιου Καζαντζίδη ήταν σίγουρα ένας ωραίος δρόμος.
Γ.Μ.: Κυρία Κωνσταντινίδου, ποιος είναι ο δικός σας ρόλος σε αυτή την παράσταση;
Ε.Κ.: Εγώ καλούμαι να κάνω τη μάνα, την Γεσθημανή. Η Γεσθημανή είναι εδώ (μου λέει, δείχνοντάς μου μια φωτογραφία επάνω στον καθρέφτη της), κι αυτός εδώ δίπλα στον Στέλιο (μου δείχνει επίσης, μια δεύτερη φωτογραφία στο καθρέφτη), είναι ο Νίκος Τζανιδάκης. Ο άνθρωπος αυτός που ήταν αδερφικός φίλος του Στέλιου, μας έδωσε πολλά στοιχεία για τη ζωή του και το έργο βασίστηκε περισσότερο στις δικές του μαρτυρίες. Ο Νίκος από τα δεκαεφτά του που γνωρίστηκε μαζί του παρέμεινε δίπλα του μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η Γεσθημανή που υποδύομαι εγώ, η μάνα του Στέλιου, ήταν μία πολύ δύσκολη μάνα. Ήταν μια μάνα που ήθελε να κυριαρχεί το γιο της. Να τον ελέγχει. Να τον καθοδηγεί. Και σκληρή, απ’ ότι μου είχαν πει, γιατί κι εγώ έπαιρνα τις πληροφορίες μου, όταν προσπαθούσα να μάθω όσα περισσότερα μπορούσα γι’ αυτήν και να κατανοήσω τον χαρακτήρα της. Γενικά όμως, καλά τα καταφέρνω μου έχουν πει (συμπληρώνει γελώντας). Ούτως ή άλλως είμαι κι εγώ Ποντιακής καταγωγής και λίγο τις «ράτσες» αυτές τις ξέρω. Παρόλο που εμείς κυρίως κορίτσια είμαστε στην οικογένεια, έχω δει από συγγενείς ότι οι μανάδες σε εκείνα τα μέρη είναι λίγο κυριαρχικές.
Η Γεσθημανή, όμως, παρόλη τη σκληρότητά της, είχε και μια άλλη πλευρά. Η ίδια ήταν το πρόσωπο που στάθηκε βράχος δίπλα στο γιο της, αναλαμβάνοντας από μικρή κοπέλα και τον ρόλο του πατέρα στη ζωή του, και μέχρι το τέλος της ήταν πάντα έτοιμη να μπει μπροστά από κάθε τι που θα τον έβλαπτε για να τον προστατεύσει.
Γ.Μ.: Στην τηλεόραση θα σας δούμε φέτος;
Ε.Κ.: Αυτή τη στιγμή κάνω κάποια γυρίσματα για τη σειρά «Κάτι χωρισμένα παλικάρια» που παίζεται ήδη στον ΑΝΤ1, για τη συμμετοχή μου σαν guest για δέκα επεισόδια. Τα συγκεκριμένα επεισόδια θα ξεκινήσουν να προβάλλονται τέλος Φεβρουαρίου.
Γ.Μ.: Η ελληνική τηλεόραση έζησε στιγμές δόξας και καταξιώθηκαν μέσα από αυτή πολλοί Έλληνες ηθοποιοί. Πλέον τα ελληνικά κανάλια στήνουν ριάλιτι και μας κατακλύζουν από τουρκικές παραγωγές. Πόσο επηρεάζει αυτό το νέο σκηνικό το επάγγελμά σας;
Ε.Κ.: Η αλήθεια είναι ότι με αυτή την κατάσταση πολλοί άνθρωποι, και όχι μόνο οι ηθοποιοί, έχουν μείνει εκτός εργασίας και είναι οδυνηρό. Για τους υπόλοιπους ίσως είναι χειρότερη η κατάσταση γιατί οι ηθοποιοί, που κύρια δουλειά τους είναι το θέατρο, με κάποιο τρόπο θα απορροφηθούν από αυτό. Βέβαια δεν θα απορροφηθούν όλοι, όμως ποτέ ούτως ή άλλως δεν δούλευαν όλοι οι ηθοποιοί. Εκτός του θεάτρου όμως, που η διάρκειά του είναι μερικούς μήνες, πάντα όλοι μας είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε και μια δεύτερη δουλειά. Μπορούσαμε να κάνουμε ραδιόφωνο, ή τηλεόραση, ή να κάνουμε σπικάζ, διαφημίσεις. Πλέον όλα αυτά έχουν σταματήσει. Με λίγα λόγια, δεν είναι μόνο ο χώρος της τηλεόρασης που έχει αλλάξει, αλλά ολόκληρο το τοπίο και εκτός όλων αυτών μειώθηκαν και οι απολαβές μας (συμπληρώνει αγανακτισμένη). Δυστυχώς το σωματείο μας δεν είναι ισχυρό. Φταίμε κι εμείς οι ηθοποιοί βέβαια γι’ αυτό. Δεν το στηρίζουμε, δεν μας στηρίζει, μα αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να καταργηθεί μία κατοχυρωμένη σύμβασή μας που όριζε κατώτατο μισθό χίλια ευρώ και να γίνει πεντακόσια ευρώ μεικτά.
Σκεφτείτε ότι ένας ηθοποιός δεν εργάζεται όλο το χρόνο, εργάζεται δίμηνα ή τρίμηνα γιατί τα θέατρα δεν δουλεύουν όλο το χρόνο. Κάνοντας βέβαια και δύο μήνες πρόβες απλήρωτος. Αν εξαιρέσουμε, λοιπόν, εμάς τους λίγο παλαιότερους στο χώρο που μπορεί να έχουμε έναν τρόπο να επιβιώσουμε, για τους νέους που ξεκινούν και πάνε τώρα να χτίσουν κάτι, είναι σίγουρα καταστροφικό.
Γ.Μ.: Πόσο αλώβητος και ανεπηρέαστος μπορεί να μείνει ένας ηθοποιός, όταν κάθε τόσο ντύνεται έναν άλλο ρόλο και χαρακτήρα; Μήπως κομμάτια από κάθε ρόλο τα κουβαλάει έπειτα μέσα του;
Ε.Κ.: Δεν νομίζω ότι είναι κομμάτια που παίρνεις από τον κάθε ρόλο που υποδύεσαι και μένουν, είναι κομμάτια που βγαίνουν μέσα από σένα, κυρίως. Δηλαδή εκθέτεις κάθε φορά διάφορα δικά σου κομμάτια. Είναι οι μηχανισμοί έτσι φτιαγμένοι, που μπορείς και το κάνεις χωρίς όμως να σημαίνει ότι καταθέτεις τα κομμάτια που εκθέτεις. Όταν εγώ παίζω ένα ρόλο τον κουβαλάω όλη την ημέρα, όσο καιρό κι αν τον παίζω. Συνέχεια τον βλέπω μπροστά μου. Από τη στιγμή που θα τελειώσει και μετά, θα κλειστεί πάλι μέσα μου, πίσω από εκεί που βγήκε.
Γ.Μ.: Είχατε πει σε παλιότερη συνέντευξή σας, ότι κάνατε ψυχοθεραπεία χρόνια ολόκληρα για να μπορέσετε να δείτε την εικόνα σας. Ποια είναι η εικόνα τελικά που αντικρίσατε; Σας ικανοποίησε ή σας απογοήτευσε;
Ε.Κ.: Όταν κάνεις ψυχοθεραπεία, δεν βλέπεις μια εικόνα που λες «αυτό είναι και τελείωσε». Είναι κομμάτια που ανακαλύπτεις, κομμάτια που δεν ήξερες, κομμάτια που είχες ανάγκη να γνωρίσεις, γι’ αυτό δεν σταματάει το ψάξιμο ακόμη και να τελειώσεις την ψυχοθεραπεία. Ακόμη κι αν πεις «τελειώνει», έχεις μπει σ’ έναν μηχανισμό που δεν ικανοποιείσαι πια, θέλεις συνέχεια να μαθαίνεις και να εξελίσσεσαι, οπότε μπορώ να πω ότι η ψυχοθεραπεία είναι ένα κομμάτι για να μάθεις πράγματα για σένα, αλλά δεν σταματάς ποτέ εκεί. Συνέχεια θες να εξερευνάς. Και αυτή η εξερεύνηση δεν τελειώνει ποτέ. Και η δική μου συνεπώς νιώθω ότι δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Γ.Μ.: Οι έρωτες όμως τελειώνουν κάποια στιγμή. Όταν ένας έρωτας τελειώνει, τι μένει;
Ε.Κ.: Αν είναι μεγάλος έρωτας, μένει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του πίσω, το οποίο έτσι κι αλλιώς κουβαλάς. Είναι μέσα στα πράγματα που φέρουμε στα μπαγκάζια μας, όπως και οι φιλίες. Και οι φιλίες τελειώνουν. Φιλίες μεγάλες ειδικά που περνάνε πάντα κρίση, όταν είναι πολύ ιδιαίτερες και πολύ γεμάτες. Εμένα μου έχει συμβεί. Φιλία που δεν θα πίστευα ποτέ ότι θα τέλειωνε, τελείωσε. Μα πάντα μέσα μου θα υπάρχει αναφορά σ’ αυτήν, παρόλο που έχει μείνει πλέον έξω από τη ζωή μου.
Γ.Μ.: Λένε όμως, «φιλία που χάνεται ποτέ δεν υπήρξε». Κάπου το είχα διαβάσει αυτό.
Ε.Κ.: Καθόλου δεν το πιστεύω αυτό. Πολλές φορές έχουμε διαφορετικές ανάγκες και τις ανάγκες μας τις καλύπτουμε μέσα από τη φιλική σχέση. Οι φίλοι έχουν κάποιους συγκεκριμένους ρόλους, κάποια συγκεκριμένα κομμάτια. Αν ζητήσεις παραπάνω, γιατί η ανάγκη σου είναι για παραπάνω, μπορεί η φιλία να χαθεί από λάθος. Γιατί ο καθένας μέσα σε μια φιλική σχέση, έχει επενδύσει με διαφορετικό τρόπο. Ίσως επειδή έχουν γίνει προβολές πολύ μεγάλες κι γι’ αυτό να γίνει κάποιο λάθος. Γι’ αυτό για μένα δεν ισχύει αυτό που είπατε. Μια φιλία που τελειώνει δεν χάνει την προηγούμενη σπουδαία υπόστασή της.
Γ.Μ.: Έρωτας ή φίλοι; Ποια σχέση θεωρείτε πως είναι δυνατότερη; Σε ποια θα επενδύσετε περισσότερο;
Ε.Κ.: Και στις δύο. Ούτε χωρίς έρωτα μπορώ να υπάρξω, ούτε χωρίς φίλους.
Γ.Μ.: Δεν θα εγκαταλείπατε ποτέ κάποιον για χάρη του άλλου, δηλαδή.
(Γελάει)
Ε.Κ.: Τώρα πια όχι. Ο καθένας έχει το δικό του χώρο. Και να κάτσει στο δικό του χώρο ο καθένας. Όταν είμαστε νέοι, πάρα πολύ τα μπερδεύουμε. Όταν γνωρίζουμε έναν έρωτα μπορεί να ακυρώσουμε μια φιλία, να την αφήσουμε λίγο στην άκρη, γιατί είμαστε νέοι και δεν υπολογίζουμε το τι θα χάσουμε. Όταν μεγαλώσουμε πια και ξέρουμε τι γίνεται, θα τους ενώσουμε, θα τους ταιριάξουμε, θα ζητήσουμε το χώρο μας από όλους, με μια υγεία και μια σοβαρότητα.
Γ.Μ.: Ποια είναι η σχέση σας με τη θρησκεία;
Ε.Κ.: Η σχέση μου με τη θρησκεία δεν είναι πολύ ισχυρή με την έννοια του πηγαίνω στην εκκλησία, αλλά η πίστη μου είναι πολύ βαθιά. Και όταν λέω η πίστη μου, δεν αναφέρομαι μόνο για το Θεό της Ορθοδοξίας, αλλά σε οτιδήποτε. Σε όλα είμαι ανοιχτή. Θέλω να πω ότι ο Θεός έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα μας, δεν υπάρχει μέσα σε ένα ναό, σε συγκεκριμένο τόπο. Ο Θεός είμαστε εμείς. Έχω πολύ μεγάλη πίστη σε αυτό, όμως δεν θέλω να το αποδείξω σε κανέναν πηγαίνοντας απλά σε μία εκκλησία.
Γ.Μ.: Η «Πρώτη φορά Αριστερά», θεωρείται ότι πέτυχε ή όχι;
Ε.Κ.: Δεν ήταν σε καλή φάση (σ.: ο Αλέξης Τσίπρας). Είχε πολύ δυσκολία. Είχε πολλά πράγματα να αντιμετωπίσει. Αυτός ο άνθρωπος -που έτσι κι αλλιώς τον θαυμάζω γιατί είναι ένας έξυπνος άνθρωπος- έκανε ένα λάθος. Έπεσε στην παγίδα που πέφτουν οι έξυπνοι άνθρωποι και φάνηκε λίγο υπερφίαλος, πιστεύοντας ότι θα πετύχει περισσότερα πράγματα. Όμως εννοείται, σε σχέση με άλλους πέτυχε πολλά περισσότερα, κι εγώ θεωρώ ότι θα καταφέρει να κάνει και όσα δεν μπόρεσε έως τώρα.
Γ.Μ.: Τι σας λείπει από τα παιδικά σας χρόνια; Δώστε μου μια εικόνα από πολύ πίσω.
(Το βλέμμα της αλλάζει, γίνεται νοσταλγικό)
Ε.Κ.: Τα μπάνια που μας κάνανε μετά τη θάλασσα στη σκάφη. Στη σκάφη που ήταν στην αυλή και ζεσταινόταν το νερό από τον ήλιο. Μου έχει λείψει όλη η ανεμελιά εκείνης της εποχής. Ήταν ένα σύνολο πραγμάτων. Δεν ήταν μόνο τα μπάνια. Όμως αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό όταν μου ζητήσατε μια εικόνα.
Γ.Μ.: Μαρία Χάνου: κόρη, συνάδελφος. Θέλω να μου πείτε πώς νιώθετε όταν ακούτε τ’ όνομά της.
Ε.Κ.: Περήφανη με κάνει η κόρη μου και την θαυμάζω πάρα πολύ.
(Χαμογελά και κάνει παύση)
Μόνο ότι είμαι θαυμάστριά της μπορώ να πω. Είμαι πολύ περήφανη, κι εγώ και ο μπαμπάς της φυσικά, για το παιδί που έχουμε κάνει. Νιώθω πολύ τυχερή μάνα.
Γ.Μ.: Δώστε μου μια εικόνα δική σας, δέκα χρόνια μετά.
Ε.Κ.: Αχ! Τι ωραία ερώτηση. Με φαντάζομαι στην Αίγινα, στο μπαλκόνι μου να βλέπω τη θάλασσα, να κάθομαι εκεί με φίλους, και να τους μαγειρεύω. Να μένω εκεί πολύ μεγαλύτερο διάστημα από όσο εδώ, αν και η σκέψη μου είναι ότι δεν θα έχω αποκοπεί από εδώ εντελώς, όμως εδώ πλέον θα είναι η επίσκεψη και εκεί η μονιμότητα.«Ωραίο όνειρο κυρία Κωνσταντινίδου», σχολίασα πατώντας παύση στο μαγνητόφωνο και πριν την ευχαριστήσω για την υπέροχη συνέντευξη. «Τα όνειρά μου, εμένα βγαίνουν», μου απάντησε με σιγουριά.
Η ώρα είχε πάει σχεδόν έξι και μισή. Σε τρία λεπτά η παράσταση ξεκινούσε. Χαιρετώντας την για να βιαστούμε να βρούμε τις θέσεις μας ανάμεσα στο κοινό, είχα την αίσθηση ότι το τελευταίο χαμόγελο που είδα στο πρόσωπό της, δεν ήταν από την Ελισάβετ. Ναι. Το είχα κλέψει από την Γεσθημανή.