ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΚΑΚΗ
Αγαπώ τις λέξεις πού λήγουν σε -τήριο! Τις αγαπώ, γιατί άλλος περνάει καλά μαζί τους κι άλλος όχι!
Τέτοιες λέξεις είναι το κομμωτήριο, το δικαστήριο, το μαιευτήριο, το οβελιστήριο, το λογιστήριο, το γυμναστήριο. Αυτό το τελευταίο ειδικά το έχω αναλύσει σε σημείο, που μπορώ να γράφω γι’ αυτό κάθε μέρα. Το γυμναστήριο είναι κι αυτό ένας ναός της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, όπως και κάποιοι άλλοι χώροι! Και μην επαναστατήσει τώρα κανένας γυμναστής ή κανένας ορθοπεδικός, γιατί έχω επιχειρήματα.
Το γυμναστήριο θέλω να το φανταστείτε σαν έναν πλανήτη και όχι σαν έναν απλό χώρο άθλησης. Είναι τυχαία νομίζετε τα ονόματα που έχουν τα περισσότερα από αυτά; Planet, Star, Cosmos… Στον πλανήτη αυτόν συνευρίσκονται και κατοικοεδρεύουν διάφορες φυλές, ράτσες ή λατσόνες που έλεγε κι ο μπάρμπας μου, ο ναυτικός.
Πρώτη φυλή και δεσπόζουσα στον χώρο είναι οι γυμναστές και οι γυμνάστριες, δεύτερη φυλή είναι οι μπρατσωμένοι – φουσκωτοί, τρίτη φυλή οι σφιχτοκώλες με την κοιλιά αλφάδι και τέταρτη φυλή οι παρείσακτοι! Εμένα μην με ρωτήσετε σε ποια φυλή ανήκω γιατί αν ήμουν σε μία από τις τρεις πρώτες, δεν θα το είχα ρίξει στη φιλοσοφία…
Τον πλανήτη του γυμναστηρίου, τον γνώρισα πρώτη φορά στα 19, όταν ανακάλυψα πως η βασιλόπιτα που είχα φάει την Πρωτοχρονιά, κόντευε Πάσχα και ακόμα δεν είχε φύγει από πάνω μου. Παρασύρθηκα από φίλη και κύλησα στην αμαρτία… διάβηκα την πόρτα του γυμναστήριου, ένα απόγευμα Δευτέρας, μηνός Φεβρουαρίου. Βρώμαγε ιδρωτίλα, ολίγη ποδαρίλα, με πονούσαν τα αυτιά μου από τη δυνατή μουσική, αλλά δεν κιότεψα, μπήκα αγέρωχα μέσα με το κεφάλι ψηλά. Βγήκα κουτσαίνοντας, με μελανιές και τράβηγμα στον τετρακέφαλο, που μέχρι εκείνη τη μέρα δεν ήξερα πως είχα τέτοιο πράγμα πάνω μου. Έκανα πως δεν έβλεπα τα βλέμματα απαξίωσης από τις δίμετρες σφιχτοκώλες, ούτε τα γελάκια, όταν μπέρδεψα τα κουμπιά στον διάδρομο κι αυτός άρχισε να ανηφορίζει επικίνδυνα. «Όχι, Κάθρην!», είπα μέσα μου. «Δεν θα λιποτακτήσεις! Θα μείνεις εδώ μέχρι να φύγει η βασιλόπιτα από πάνω σου!». Μέτρησα μέρες για το Πάσχα, μέτρησα μέρες και για μαγιό. Κι έμεινα πάνω στον ανηφορικό διάδρομο, μέχρι τη στιγμή που μια καλοσυνάτη κοπέλα, της ιδίας συνομοταξίας με μένα (των αγύμναστων) ήρθε και με κατέβασε από τον ουρανό που είχα φτάσει να τρέχω ασθμαίνοντας.
Από τότε το γυμναστήριο κι εγώ έχουμε μια σχέση τύπου… νύφης και πεθεράς! Είμαστε συγγενείς από ανάγκη. Δεν αγαπιόμαστε αλλά συνευρισκόμαστε, γιατί κάποιος μας ανάγκασε. Φυσικά τον ρόλο της νύφης τον φέρει η γράφουσα. Όμως αυτή ακριβώς η σχέση με έκανε να παρατηρώ τον κόσμο που μπαίνει μέσα σε αυτό και κυρίως πώς λειτουργεί μέσα σε αυτό. Όπως όταν είσαι στο σαλονάκι της πεθεράς που γιορτάζει και παρελαύνει το σόι σε απαρτία. Το συμπέρασμα; Χάος η ψυχή του ανθρώπου, φίλοι μου. Και όλα ξεκινούν από τη μουσική.
Θέλει κάποιος να μου εξηγήσει γιατί η μουσική σε όλα τα γυμναστήρια, είναι τόοοοσο δυνατά;
Ποιος είναι ο λόγος;
Θα σας τον πω αμέσως. Τα βογκητά είναι ο λόγος, φίλοι μου. Διότι δεν υπάρχει ψυχή εκεί μέσα που να μην βογκάει. Κι αυτός που κοιτιέται στον καθρέφτη και καμαρώνεται για τα μπρατσάκια του αλλά κι εγώ που τραβάω κουπί στο κωπηλατικό, το ίδιο βογκητό ρίχνουμε. Και το κορίτσι παραδίπλα με τη γράμμωση στα οπίσθια, κι αυτή βογκάει κι ας χαμογελάει. Τι να κάνει κι η Διεύθυνση; Πώς να ελέγξει τα ντεσιμπέλ του μόχθου; Ανεβάζει τη μουσική. Κι η μουσική; Γιατί όχι Ρέμος δηλαδή στο γυμναστήριο; Δεν το καταλαβαίνω! Γιατί όχι Θεοδωρίδου; Εντάξει δεν θέτε λαϊκό; Να σας πάω στο έντεχνο. Γιατί όχι Θηβαίος; Κότσιρας; Ένας Χαρούλης, μια Μποφίλιου βρε αδελφέ; Γιατί; Μήπως δεν κλαις στον Ρέμο και στην Μποφίλιου; Δεν βογκάς; Δεν σφίγγεσαι; Δεν σου κυλάει το δάκρυ; Να μου τραγουδάς εμένα γιατί δεν με αγαπάς τα Σάββατα και να δεις πόσα σετ κοιλιακών θα σου κάνω! Βάλε μου αγάπη μου τα «Μεθύσια» της Μποφίλιου και θα στο κάνω εγώ το ελλειπτικό ν’ αναστενάξει!
Και μην ακούσω πως δεν έχουν τον σωστό ρυθμό για γυμναστική τα ελληνικά τραγούδια! Δεν χορεύεις ζούμπα δηλαδή, με το «σήκω χόρεψε κουκλί μου να σε δω να σε χαρώ»;
Ξενομανία παντού βρε παιδάκι μου…
Να καταλάβω και τους φίλους που αγαπούν την άθληση σαν τρόπο ζωής. Και να υποκλιθώ με σεβασμό μπροστά τους, γιατί κι αυτοί σέβονται τον εαυτό τους.
Αυτό που δεν θα καταπιώ είναι την σέλφι στο γυμναστήριο φίλη μου. Γι’ αυτό πας γλυκούλη μου στον πλανήτη σου; Για να φωτογραφήσεις με αυταρέσκεια τον γραμμωμένο εαυτό σου και να μου τον προσφέρεις ανιδιοτελώς στα social; Και καμαρώνεις, με το καλλίγραμμο αναμφισβήτητα, Εγώ σου. Κοιτάς την κάμερα κατάματα με βλέμμα συνήθως λάγνο, λίγο αυθάδικο, γεμάτο αυτοπεποίθηση. Μου λες «Κοίτα με»! Σε κοιτώ.
Περιτριγυρίζεσαι από καθρέφτες που αντανακλούν το είδωλό σου. Λεπτό σώμα, ευθυτενές, τυλιγμένο από στενά πολύχρωμα κολάν και αμάνικα ιδρωμένα φανελάκια. Κι αν είσαι άντρας σε διαφοροποιεί το κολάν. Καμιά φορά και όχι.
Πόσο πολύ αγαπάς τους καθρέφτες! Πόσο όμορφα νιώθεις να είσαι μπροστά τους! Αυτό το καλό έχει ο καθρέφτης. Ό,τι του δείξεις, βλέπεις. Κι αν του δείξεις το μέσα σου; Τότε θα κάτσεις και πάλι με καμάρι απέναντί του να βγάλεις σέλφι; Αντέχεις να το δεις και να μου το δείξεις; Όταν γυρίσεις σπίτι σου, χωρίς καθρέφτες, όταν βγάζεις το ιδρωμένο κολάν, σε αγαπάς; Όταν δεν είμαι εκεί για να σε βλέπω, είσαι το ίδιο όμορφη;
Ξέρεις, φίλη και φίλε μου, πως κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς καθρέφτες; Γνωρίζεις πως άντεχαν να ζουν τη ζωή τους χωρίς να κοιτάζουν το είδωλό τους; Υπάρχουν ακόμα κάποιοι λίγοι τέτοιοι ρομαντικοί, που δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη, όχι γιατί είναι άσχημοι, χοντροί ή κακοφτιαγμένοι. Όχι! Δεν κοιτάζονται και δεν επιδεικνύονται γιατί από το ρητό των αρχαίων υμών προγόνων, που λέει «Νους υγιής εν σώματι υγιεί», κράτησαν και τα δύο σκέλη.
Το κακό με τα γυμναστήρια τελικά, είναι οι πολλοί καθρέφτες και η μουσική. Τα τελευταία χρόνια δεν πηγαίνω πια στο γυμναστήριο. Όσα έχω να δω για μένα, τα βλέπω στους υπέροχους καθρέφτες που κρύβονται πίσω από τα πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μου. Κι από γυμναστική διάλεξα πιο εναλλακτικά μονοπάτια.
Στη μουσική όμως είμαι κάθετη και δεν το διαπραγματεύομαι.
«Μα πώς μπορείς να μην με αγαπάς τα Σάββατα;»
Υ.Γ. Αφιερωμένο σε όσους και φέτος δεν προλάβαμε να φτιάξουμε κορμί.