ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΤΡΙΣΟΝ
-Που είναι η χρυσή άμμος; Λέω ξαφνιασμένη στη στροφή της Ποταμιάς.
Μια περίεργη ανησυχία με καταλαμβάνει. Γιατί αυτό που βλέπω με έχει αφήσει άναυδη: Το απλωμένο χρυσάφι που καλύπτει τα τρία χιλιόμετρα της παραλίας, καμάρι του νησιού, είναι καθ’ ολοκληρίαν σκεπασμένο με ομπρέλες και ξαπλώστρες που φτάνουν μέχρι το νερό. Το θέαμα είναι αποκαρδιωτικό.
-Κοίτα, έχει άδειες θέσεις, πάμε να τις πιάσουμε! Προτείνει συμφιλιωτική η Νατάσα και τρέχουμε μήπως κάποιος μας προφθάσει, μήπως και δεν εισχωρήσουμε εγκαίρως για να βολευτούμε μέσα στο πυκνό ιστό των ξαπλωμένων σωμάτων.
Δύο θέσεις μας περιμένουν κάτω απ’ την ομπρέλα κι αυτός που τις νοικιάζει σοβαρός, οπλισμένος με το μπλοκάκι του, είναι κιόλας δίπλα μας. Αναρωτιέμαι πώς μας πήρε είδηση έτσι ακαριαία. Σωστό ραντάρ. Με μάτι γερακίσιο και πόδι αεικίνητο γαζώνει ολημερίς την περιοχή επαγρυπνώντας μη τυχόν και του ξεφύγει κάποιος λάθρο-ξαπλωμένος.
Ποιος είναι ο εργοδότης του; Ο Δήμος; Ιδιώτες; η αστυνομία; Δουλεύει μήπως για την πάρτη του; Ποιος αποφασίζει, ποιος διευθετεί, ποιός εισπράττει το χρήμα; Κι ύστερα με ποια κακόγουστη, εγκληματική λογική τοποθέτησε εδώ τόσες ξαπλώστρες κι ομπρέλες σε τακτές σειρές να θυμίζουν παραταγμένες εχθρικές μεραρχίες καταστρέφοντας την ομορφιά της ασύγκριτης πλαζ;
Οι κάτοχοι των σετ ομπρέλα-τραπεζάκι- ξαπλώστρα είναι τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον που ακούς συνεχώς κουβέντες και κλάματα μωρών, οσφραίνεσαι μυρουδιές λαδιών και αποσμητικών, σχεδόν αγγίζεις σάρκες και τρίχες… και φυσικά δεν είσαι καθόλου, μα καθόλου μόνος σου σε διάλογο με τη φύση! Όσο για την άμμο ούτε ξέρεις πλέον αν είναι χρυσή, έτσι μάλιστα που, κρύα κάτω απ’ τις ομπρέλες, δεν σου χαϊδεύει τις πατούσες τόσο γλυκά όσο άλλοτε…
Κάποτε – χθες ακόμη- ο χώρος ήταν ανοιχτός κι επικρατούσε παντού μια χαρούμενη ακαταστασία… Το γαλάζιο νερό λαμποκοπούσε τραβώντας επάνω του το φως. Το κύμα με ψιθυριστό παφλασμό έσκαζε στην άμμο, κι εκείνη ξανθή και ψιλή σαν σιμιγδαλένιος χαλβάς , στεγνώνοντας γινόταν βελουδένια, σπυρωτή και καυτή. Βύθιζες μέσα της το πόδι σου μέχρι τον αστράγαλο ξυπνώντας και ερεθίζοντας τα νεύρα που διέχεαν στο σώμα μια εξαίσια αποχαύνωση. Αν κατά τύχη μετά το μπάνιο καθόσουν στην ακτή, έπαιρνες στα χέρια σου αυτό το θείο υλικό που σε προκαλούσε για παιγνίδι. Το έτριβες με κυκλικές κινήσεις, το έβρεχες, του έδινες φόρμες, το χάραζες με γράμματα και λέξεις, και σαν παιδί ήθελες να φτιάξεις σταλακτίτες, πηγάδια και πύργους. Ξαπλωμένος μπρούμυτα ένοιωθες τη ζέστα της σ’ όλο το μήκος του κορμιού σου σαν ερωτικό χάδι.
Πριν από μερικά χρόνια η Έμμα είχε οργανώσει εδώ ένα συμπόσιο γλυπτικής: καμιά εικοσαριά γλύπτες που σε διάρκεια ενός μηνός πελεκούσαν στην άκρη της απέραντης πλαζ τεράστια κομμάτια λευκού μαρμάρου. Τα βράδια μετά τη δουλειά το ρίχνανε στο γλέντι στις ταβέρνες της Ποταμιάς. Ο προϋπολογισμός του συμποσίου ξεπεράστηκε κατά πολύ εξ αιτίας σοβαρής οινοποσίας!
-Οι γλύπτες είναι χειρώνακτες, δουλεύουν με το σώμα, χρειάζονταν τονωτικά, έλεγε η Έμμα με απέραντη κατανόηση προσπαθώντας απεγνωσμένα να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους.
Τα έργα που έγιναν εκείνη τη χρονιά έμειναν επί τόπου κι η φύση τα υποδέχτηκε με καλοσύνη, σχεδόν τα αφομοίωσε. Τώρα πια έχουν γίνει ένα με το τοπίο.
Με ανήσυχο βλέμμα προσπαθώ να τα διακρίνω. Οι ομπρέλες όμως μ’ εμποδίζουν η μήπως τα ξερίζωσαν για να κάνουν περισσότερο χώρο στους οργανωμένους εισβολείς; Το αγνοώ.
Ο νους μου πάει στο βιβλίο της Ελλήνο-αγγλίδας Άννας Μίντον που διαπραγματεύεται την παράνομη εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου, θέμα που γνώρισε επιτυχία στην Αγγλία. Μιλάει για τα κλοπιμαία εδάφη που πληρώνει ο ιδιώτης και λυμαίνεται το κράτος και οι επιτήδειοι. Πότε θα μεταφραστεί στα ελληνικά;
Υπάρχει άραγε περίπτωση η παραλία της Χρυσής Άμμου να βρει κάποια μέρα την αλλοτινή της όψη; Ίσως ποτέ. Αποτελεί, αλίμονο, κι άλλον ένα χαμένο παράδεισο…
ΕΤΜ
Από την ανέκδοτη συλλογή «ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟ ΤΟΠΙΟ»