ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΞΑΝΘΟ
Βόλτα. Μήνα Σεπτέμβρη. Μαζί. Αγκαλιά. Κάτω από υπέρλαμπρα αστέρια, μέσα σε λεωφόρους φωτεινές.
Σε γνωστούς μα και ξένους. Ανάμεσα σε πλανόδιους μουσικούς και λάτρεις της νύχτας. Σου αφιερώνω ένα τραγούδι κι εσύ χαμογελάς. Δείχνεις να το απολαμβάνεις και στα τελευταία λόγια του, μου σκας το πιο ζεστό φιλί. Ανταποδίδω την κίνηση αυτή με ένα φιλί ακόμη και μια δυνατή αγκαλιά, από εκείνες που κόβουν την ανάσα.
Όπως κάνω πάντα όταν σε συναντώ. Είναι άλλωστε κι ένας λόγος να αισθάνομαι ότι μου ανήκεις. Καθόμαστε για αρκετά λεπτά έτσι, δίχως να μιλάμε. Αντί για εμάς δώσαμε… λόγο στις καρδιές μας απόψε, που χτυπούν η μία για την άλλη. Είχα καιρό να νιώσω τόσο ζωντανός. Χαμογελώ και εγώ σαν ένα μικρό παιδί που του προσφέρουν το αγαπημένο του παιχνίδι. Όλα γύρω μου φαντάζουν μοναδικά, ξεχωριστά. Σα να τα βλέπω για πρώτη φορά.
Η βόλτα μας συνεχίζεται στα σοκάκια της Πλάκας. Στη συνοικία της Αθήνας που αγάπησα εξαιτίας σου. Που μου θυμίζει πάντα το πρώτο μας ραντεβού, την πρώτη γεύση από τα χείλη σου, τον πρώτο χτύπο της καρδιάς σου όταν σε κρατούσα αγκαλιά. Ανεβαίνουμε ως τα Αναφιώτικα. Σ’ ένα από τα πιο ψηλά σημεία της πόλης. Στο αγαπημένο μας μέρος. Αρχίζουμε πάλι να ψάχνουμε τα σημεία της πόλης από ψηλά.
Τώρα που είναι νύχτα και όλα είναι φωτεινά, διακρίνονται καλύτερα. Χανόμαστε στη θέα και τη μαγεία της πόλης. Σου κρατώ το χέρι και γίνομαι ο προσωπικός σου ξεναγός. Για ακόμη ένα βράδυ. Ύστερα, κατηφορίζουμε ξανά προς το ιστορικό κέντρο.
Ο ήχος της μουσικής χάνεται ξαφνικά. Όπως κι εσύ, μέσα στη νύχτα. Η πόλη πάλι γίνεται ξένη κι απρόσωπη. Ερημώνει. Σα να έφυγαν όλοι ξαφνικά. Σαν να κρύφτηκαν τα αστέρια και να θάμπωσε το φεγγάρι. Όμως, δεν με νοιάζει. Ήρθες έστω γι’ αυτό το λίγο. Έστω γι’ αυτή τη βόλτα που θυμηθήκαμε ξανά. Στην είχα υποσχεθεί. Θυμάσαι; Μη μου φοβάσαι όμως. Θα σε περιμένω. Πάλι στο ίδιο μέρος, τη σωστή στιγμή. Το ξέρω ότι θα ’ρθεις.