ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΔΙΑΝΟΗΤΡΙΑ
Η ποίηση του Βασίλη Παππά αποπνέει Ελλάδα, με έναν τρόπο θα έλεγε κανείς άκρως αισθησιακό, σαγηνευτικό.
Αγγίζει τα στοιχεία της φύσης, τα λουλούδια, τα πουλιά, τη θάλασσα, τα βράχια με ποιητικές αναγωγές και τα αναγάγει σε στοιχεία ανανέωσης της ζωής, της κουλτούρας του πολιτισμού.
Η οργή της φύσης μέσα του τον βοηθά να δομήσει και να αποδομήσει την αλήθεια, να αποκαλύψει την πραγματικότητα.
«Τριανταφυλλιά. Σωριάστηκε το φουντωμένο στήθος της
στη σκιά των βράχων.
Κάτω από τη μύτη των ανέμων.
Σαν πουλιά που χάθηκαν στον ηλιοκαμένο ουρανό,
γαντζωμένα από τις φωλιές τους.
Κι εσύ εκεί. Να θωρείς ακόμα.»
Αναζητά την πατρίδα, μέσα από την διαμαρτυρία. Καταθέτει την ιδεολογική του στάση με ποιητικούς συνειρμούς. Φιλοσοφεί με δρασκελιές της τέχνης και εικόνες ποιητικές. Δημιουργεί ένα καλλιτεχνικό σκηνικό, που δίνει σάρκα και οστά στην εθνική ψυχή μέσα στον ιστορικό χρόνο.
«Το βλέμμα μου στεκούμενο σε σένα.
Δεν υποτασσόταν στη λογική.
Έτρεχε ο ορίζοντας στο παράθυρό σου.
Μοίραζε το ηλιοβασίλεμα.
Μια σιωπηλή αγκαλιά και γεννιέσαι ξανά.
Όλα τα φαινόμενα της γης,
μέσα στα στήθια σου.»
Οι έμμεσες αναφορές του στο αρχαιοελληνικό παρελθόν δίνουν χρησμούς με ρίζες υπαρξιακές. Ενδυναμώνουν τον αντίθετο λόγο και την συνύπαρξη αρμονίας και σύγκρουσης.
«Στις μέρες μου, ακόμα και η μυρωδιά των γκρεμισμάτων
μοιάζει με σκιαγραφημένη αρχαία πατρίδα.»
Σε μια πρσπάθεια να μας αφυπνίσει, δημιουργεί συναισθήματα, εικόνες και αγίους ζωντανούς, επινοεί ενστάσεις στις άχρηστες αλήθειες, βάζει την προσωπική του σφραγίδα στα ηθικά προβλήματα.
Ρομαντικός και αθώος των επιτηδευμένων, θωρακισμένος στις αντιθέσεις του, προσπαθεί να απαλλαγεί από τα δεσμά του, να ξεφύγει από τη σκιά της εποχής του.
Ώριμος, μέσα στην δύναμη και την αδυναμία του, μές στην καταστροφή και την εντός εισαγωγικών ευημερία, δίνει το χέρι όχι για να συναναστραφεί τον αναγνώστη του αλλά για να τον πάρει μαζί του στο φεγγάρι.
«Μια από τις σκέψεις μου με πάει βόλτα.
Σαν περιπλάνηση. Να γεμίζει το φεγγάρι χρώματα..»
Διάχυτη η ανάγκη της ελευθερίας συντηρεί τη ψυχή του. Αδέσμευτη αναρχία στη χώρα των Θεών και νεκρών που λατρεύει.
«Τις νύχτες αργά μιλάω στο αυτί του φεγγαριού.
Εκεί που δραπετεύει η αληταρία.»
Και με έρωτες αμφίσημους προσπαθεί να αντέξει το βαρύ, να ανθίσει στα παράξενα σταυροδρόμια της ζωής.
«Ξέρω, θα φύγεις και πάλι το πρωί. Θα βγω να σε ζητήσω στο πρώτο μας φιλί. Θα φοράω πουκάμισο. Μ’ ένα κουμπί ανοιχτό. Να μπαίνει ο ήλιος. Να βλέπω φως.»
Ο ποιητής με εσωτερική και εξωτερική αμεσότητα μας επικοινωνεί την ποικιλομορφία του κόσμου. Σε ένα οδοιπορικό με πολλές αποχρώσεις του φεγγαριού ξεδιπλώνει τους υπαρξιακούς του προβληματισμούς, προσπαθεί να συλλάβει τις αλήθειες που τον υπερβαίνουν και επιχειρεί την έξοδο του ανθρώπου από τα αδιέξοδα του.
Με αλυσιδωτούς στοχασμούς προσπαθεί να φωτίσει τα πάγκοινα αλλά ελάχιστα συνειδητά.
Πόσο καθαρό λόγο αλήθεια χωράει η συνείδησή μας;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ/ΔΙΑΝΟΗΤΡΙΑ
Email: bletas.p1@gmail.com
Facebook/Twitter: PANAGIOTA BLETAS