ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΛΟΥΣΑΝ
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΝΤΥΝΟΝΤΑΝ
ΤΗΝ ΑΧΝΑ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ.
ΜΑ Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΣΙΩΠΑ
ΔΕΝ ΤΗ ΓΑΛΗΝΕΥΕ.
ΑΝΕΜΕΝΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
ΝΑ ΦΟΥΝΤΩΣΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ ΜΑΖΙ ΤΗΣ.
ΣΕ ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΜΕΛΩΔΙΑ
ΠΟΥ ΕΡΕΕ ΖΩΤΙΚΗ
ΣΑΝ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
ΠΟΥ ΣΤΙΣ ΦΛΕΒΕΣ ΤΗΣ
ΑΝΗΜΕΡΟ ΚΥΛΑ.
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΡΕΜΟΤΑΝ
ΑΠΟ ΕΝΑ ΣΧΟΙΝΙ
ΜΕ ΦΘΑΡΜΕΝΗ ΑΚΡΗ
ΣΑΝ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΚΟΠΗΚΕ
ΚΙ ΑΙΜΟΡΡΑΓΕΙ
ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΟΥΝΕ
Τ’ΑΣΤΕΡΙΑ Τ’ΟΥΡΑΝΟΥ
ΟΤΑΝ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΣΗΚΩΝΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ
ΝΑ ΤΑ ΔΕΙ.
ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΟΥΝΕ
ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
ΠΟΥ ΠΝΙΓΗΚΑΝ
ΣΕ ΛΕΗΛΑΤΗΜΕΝΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ.
ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΙ ΣΕ ΣΕΝΤΟΝΙΑ-ΣΑΒΑΝΑ
ΜΙΑ ΕΠ-ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ.
ΜΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕ ΓΡΑΦΕΤΑΙ
ΜΕ ΑΝΑΜΟΝΕΣ.
ΔΕ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΣΕ ΚΙΤΑΠΙΑ
ΜΟΝΟ ΣΕ ΨΥΧΕΣ.
ΦΟΡΕΣΕ ΤΗ ΣΤΟΛΗ ΣΟΥ
ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΑ
ΝΑ ΠΑΙΞΕΙΣ ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΙ ΑΣΤΥΝΟΜΟΥΣ
ΣΑ ΝΑ’ΣΟΥΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΚΟΜΑ.
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΙΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ.
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΣΟΥ ΤΙΣ ΧΑΡΙΖΑΝ
ΓΙΑ ΝΑ ΧΤΙΣΕΙΣ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ, 02/01/2019