ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗ-ΜΠΑΣΤΑ
Μετράω τις αντοχές μου με ένα καντήλι λιγόψυχο,
αχνό, που φέγγει ειρωνικά τριγύρω…
Σκιές ξεψυχισμένες στους τοίχους προσπαθούν
να βρουν τους δρόμους τους, στο φως
ενός παράθυρου μοναχικού και μιας άδειας αγκάλης
από όνειρα και ανοιχτές καρδιές.
Φτωχοί και πεινασμένοι, χαρούμενοι και θλιμμένοι
ονειροκουβαλητές της καλοσύνης,
φορείς του μίσους και μιας κακίας, κρίνονται
και το ζύγι μένει λειψό από την απανθρωπιά.
Πώς δοξάζουμε τη ζωή που μας δόθηκε,
πώς κανιβαλίζουμε τα αγαθά πνεύματα
με περίσσιες κουβέντες για την ανταλλαγή
και το βόλεμα μιας ύπαρξης άδειας;
Ας πάρουμε θέσεις ψηλά στ’ αγνάντι
του καλού, ας σκορπίσουμε αγάπες
τού πριν και του μετά…
Ροδόχροες όψεις μιας θλίψης
και δάκρυα ας μην ποτίζουν τη γη…
Οι σπονδές για έναν κόσμο με άγιους κύκλους
ανθρώπων που μιλούν για ουράνια δικαιοσύνη,
που συνωμοτούν για αλήθειες πανάρχαιες,
τάζουν και συμφιλιώνουν τ’ αστέρια, το άπειρο,
τη σμίξη πίνοντας κρασί αγάπης,
έχοντας το σπέρμα ενός ανθού,
που φυτρώνει αναγαλλιάζοντας.
Χτυπώντας πόρτες που σφραγίζουν μίαν αγάπη,
αγκαλιάζω φωτιές και δυο κόσμους,
τον δικό μου και των άλλων απέναντι.
Εξυμνώ αυτούς που χάθηκαν
σε στροβιλισμούς μιας ανεπάρκειας.
Δεν ορίζουμε το ριζικό μας.
Ορίζουμε τα αισθήματά μας,
ορίζουμε την αγάπη μας, το κρασί,
τους έρωτές μας, τα χάδια μας!
Ορίζουμε το πιστεύω μας.
ορίζουμε το δύσκολο, το καλό
που ούτε οι άγρυπνες νύχτες το διώχνουν.
Στα περιβόλια της χαράς, μας δίνεται
η γεύση η ολόγλυκη, στην θάλασσα
που μας αγκαλιάζει, γευόμαστε τα φύκια,
το αλμυρό νερό, τα βάθη της ζωής μας,
και δεχόμαστε το φιλί που το βρέχουν
τα πρώτα δάκρυα μιας αυγής που γεννιέται.
Αντέχω να περιμένω το αύριο και τα δώρα της ζωής!
Γένοιτο…