ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CHRISTOS XENITOPOULOS

Κώστας Κρομμύδας. Το όνειρό του από μικρός ήταν να γίνει ηθοποιός, όμως μια μοιραία συνάντηση καθόρισε τη ζωή του και άλλαξε την πορεία της, χωρίς ποτέ παλαιότερα ο ίδιος να το είχε φανταστεί. Μετά τη συνέντευξή μας, διαβάζοντας ξανά μία παράγραφο που είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου από το νέο του μυθιστόρημα «Μυρωδιά από σανίδι», σκέφτηκα πως η περιγραφή της θα ταίριαζε και στη δική του συνάντηση ζωής. Εκείνης με τη συγγραφή.

«Έστεκαν αγκαλιασμένοι καταμεσής του δρόμου, δυο άγνωστοι μεταξύ τους, που η μοίρα το έφερε να ανταμώσουν και να μοιραστούν μέσα σε λίγες στιγμές όλα εκείνα τα συναισθήματα που θα καθόριζαν τη σχέση τους στην πάροδο των χρόνων. Αλλά τότε δεν το ήξεραν, ούτε μπορούσαν να το φανταστούν…» – Κώστας Κρομμύδας.

ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: «Μυρωδιά από σανίδι»… Κώστα, πες μου αρχικά δυο λόγια για αυτόν τον μοιραίο έρωτα που ανθίζει στις σελίδες του μυθιστορήματός σου.

Κώστας Κρομμύδας και Γερακίνα Μπουρίκα

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΟΜΜΥΔΑΣ: Δεν θα σου πω δυο λόγια γιατί θέλω να παραμείνει μοιραίος (ξεκινά να μου λέει γελώντας). Θα σου πω όμως για τη βάση αυτού του έρωτα, που είναι οι μεγάλοι έρωτες του ελληνικού κινηματογράφου, του θεάτρου μάλλον κυρίως. Θα σου πω πως εκείνα τα «μεγάλα» ζευγάρια, μου ενέπνευσαν αυτή την ιστορία. Δεν ήταν ένα ζευγάρι μόνο, όμως κάποια πρόσωπα ίσως να ήταν στο μυαλό μου λίγο περισσότερο. Θυμήθηκα λοιπόν όλους αυτούς τους μεγάλους έρωτες που γεννήθηκαν και άνθισαν στο θέατρο κυρίως από τη δεκαετία του 1950 και μετά και που έμειναν χαραγμένοι στην ιστορία και παρέμειναν φυσικά για πολύ καιρό στο φως της δημοσιότητας. Σκέψου ότι ακόμα και σήμερα θαυμάζουμε πολλούς από αυτούς. Και μιλάμε για τη δύναμη και το μέγεθός τους. Εμένα, αυτό που μου είχε κεντρίσει πολύ το ενδιαφέρον ήταν το ερώτημα αν ποτέ πέφτει η αυλαία σε αυτούς τους μεγάλους έρωτες και αυτό το ερώτημα έγινε το μεγάλο μου κίνητρο για να γράψω μία ιστορία εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα. Φυσικά η αλήθεια είναι ότι από ένα σημείο και μετά η μυθοπλασία κατέχει πολύ μεγάλο κομμάτι σε αυτό το βιβλίο. Γι’ αυτό και δεν φωτογραφίζω κάποια συγκεκριμένα ζευγάρια.

Γ.Μ.: Ο Νικόλας Δούκας, ο πρωταγωνιστής σου, εξιστορεί στη δημοσιογράφο Μάρω τον έρωτα που έζησε με τη Λυδία Λιανέρη. Η Λυδία πιστεύεις θα περιέγραφε με τον ίδιο τρόπο αυτή την ιστορία; Πολλές φορές, οι δύο πλευρές σ’ ένα ζευγάρι απέχουν πάρα πολύ στον τρόπο που βιώνουν έναν έρωτα.

Κ.Κ.: Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Σκέφτομαι όμως πως εάν συνέβαινε ακριβώς το ίδιο, η Μάρω δηλαδή πήγαινε να πάρει συνέντευξη από τη Λυδία, νομίζω πως κι εκείνη θα της έλεγε ακριβώς τα ίδια πράγματα για αυτόν τον έρωτα. Από την πλευρά της βέβαια, θα εξιστορούσε τη δική της ιστορία, όμως πιστεύω τα συναισθήματα και γενικά αυτά που νιώθανε ο ένας για τον άλλον ήταν τόσο δυνατά και τόσο κοινά που δεν νομίζω πως θα της έλεγε διαφορετικά πράγματα. Δεν θα έκρυβε τίποτα. Άλλωστε δεν θα είχε λόγο να κρύψει τίποτα. Ειδικά όταν ένας άνθρωπος βρίσκεται προς τη «δύση» της ζωής του, δεν έχει λόγο να πει ψέματα. Συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να λυτρωθούν και λένε μόνο την αλήθεια στο τέλος. Γι’ αυτό υπάρχει και η εξομολόγηση. Γενικότερα στο τέλος όλοι μας θέλουμε να παραδεχτούμε ακόμη και τα λάθη που έχουμε κάνει. Ν’ αποκαλύψουμε όλα τα μυστικά μας. Γιατί δεν μας νοιάζει πια.

Γ.Μ.: Πιστεύεις ότι στον έρωτα κρύβεται ένα παιχνίδι εξουσίας; Για το ποιος θα κυριαρχήσει πάνω στον άλλον;

Κ.Κ.: Υπάρχουν πολλές μορφές στον έρωτα. Νομίζω ότι αυτό το παιχνίδι εξουσίας είναι ένα παιχνίδι που παίζεται πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί που περπατάνε και οι δύο, με κίνδυνο να πέσουν. Αν καταφέρουν οι δύο πλευρές να παραμείνουν πάνω σ’ αυτό το τεντωμένο σκοινί, ο έρωτας γίνεται μεγαλειώδης. Βέβαια είναι πολύ δύσκολο να γίνει αυτό. Στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν νομίζω ότι έχει συμβεί πολλές φορές αυτό, αλλά όταν συμβαίνει πραγματικά είναι μαγικό. Έναν τέτοιο έρωτα εξερευνώ και προσπαθώ να αποτυπώσω σε αυτό το βιβλίο. Αυτόν που ακροβατεί πάντα στα καλά και στα κακά. Που ζει τα πράγματα πάντα στα άκρα. Εντελώς στα άκρα…

Γ.Μ.: Σίγουρα έχουν περάσει αρκετές γυναίκες από τη δική σου ζωή και έχεις νιώσει μεγάλους έρωτες. Εγώ δεν θα σε ρωτήσω να μου πεις για το μεγαλύτερό σου έρωτα. Θέλω να μου μιλήσεις για τον πρώτο σου έρωτα.

Κ.Κ.: Το πρώτο μου καρδιοχτύπι ήταν στον παιδικό σταθμό. Η Κατερίνα (ξεκινά γελώντας). Η πρώτη αγάπη ήρθε επίσης νωρίς. Δηλαδή όταν ήμουν στο γυμνάσιο, τελειώνοντας για να πάω Λύκειο. Υπήρξε τότε μία κοπέλα και ήταν η πρώτη μου φορά που είπα το «σ’ αγαπώ» σε κοπέλα. Η Ντίνα… Την θυμάμαι. Δεν αγγιχτήκαμε ποτέ. Ούτε καν φιληθήκαμε ποτέ. Όλο αυτό ήταν εντελώς πλατωνικό. Αλλά έμεινε πολύ έντονα χαραγμένο μέσα μου. Σκέψου πως κράτησε πολύ καιρό και έμεινε και λίγο σαν ανεκπλήρωτο όλο αυτό. Αυτό το κορίτσι λοιπόν ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας ο οποίος διήρκησε πολύ καιρό και τον θυμάμαι ως σήμερα.

Γ.Μ.: Δεν είσαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Με την έννοια ότι κάνεις διαφορετικά βήματα και αυτό μου δείχνει ότι σου αρέσει να δοκιμάζεις και να ρισκάρεις με νέες προκλήσεις. Πες μου, λοιπόν, έχεις σκεφτεί τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις;

Κ.Κ.: Όταν μεγαλώσω, θα είμαι ένας ώριμος κύριος που θα κάθεται σε ένα σπίτι μπροστά στη θάλασσα και θα απολαμβάνει την ηρεμία της ζωής του ξέροντας ότι το παιδί του έχει πάρει αυτό που θέλει να πάρει και ζει τη δικιά του ζωή. Θα το συναντάω πού και πού και θα είμαι ήρεμος και τακτοποιημένος. Και τότε βέβαια θα συνεχίζω να γράφω. Εκατό τοις εκατό. Τα τελευταία οκτώ χρόνια άλλωστε είμαι συγγραφέας. Η υποκριτική έχει μπει στο περιθώριο – υπάρχει βέβαια η πρόσφατη συμμετοχή μου στο αγγλικό σίριαλ που ζωντάνεψε λίγο όλη αυτή την αγάπη – γιατί οι απόπειρες που έκανα και στο θέατρο αλλά και γενικότερα στην Ελλάδα ήταν κακές και πλέον τις αποφεύγω. Δεν σου κρύβω όμως ότι ανά πάσα στιγμή αν προκύψει κάτι πολύ πολύ ενδιαφέρον στο θέατρο ή στην τηλεόραση ή στο σινεμά στην Ελλάδα, θα το κάνω αν μου αρέσει πάρα πολύ.

Γ.Μ.: Τη συγγραφή την διάλεξες ή σε διάλεξε;

Κ.Κ.: Δεν ξέρω ακριβώς τι συνέβη. Είναι αλήθεια ότι γράφω από πολύ μικρός. Λίγοι το ξέρουν αυτό. Ουσιαστικά γράφω από το Γυμνάσιο. Είχα πάντα την έγνοια ότι θέλω να γράψω ιστορίες. Πάντα αποτύπωνα πράγματα. Κρατούσα ημερολόγιο, έγραφα διάφορα πράγματα που τους έδινα μια άλλη διάσταση. Αυτό ακριβώς που κάνω και στα βιβλία μου. Ξεκινούσα από ένα αληθινό γεγονός που μου συνέβη εμένα και του έδινα μία άλλη διάσταση. Έψαχνα τώρα στα παλιά χειρόγραφά μου και έλεγα «κοίταξε να δεις τι έγραφα μικρός». Όταν ήμουν δεκαεφτά, δεκαοκτώ, δεκαεννιά χρονών. Περίεργα πράγματα και κυρίως για τον έρωτα. Άξονας ήταν ο έρωτας. Δεν ξέρω τι άλλο να σου απαντήσω σε αυτή την ερώτηση παρά μόνο ότι μου αρέσει να γράφω. Με γοητεύει πολύ το να διαβάζω αυτά που γράφω και να βλέπω τα ταξίδια. Εμείς οι συγγραφείς, είναι αλήθεια ότι πολλές φορές διαβάζουμε πράγματα και λέμε «αυτό το έγραψα εγώ»; Ή βλέπω να μου στέλνουν πράγματα αναγνώστες μου που τα ανακάλυψαν πίσω από τις λέξεις των βιβλίων μου και απορώ πως τα ανακάλυψαν, γιατί μπορεί αυτά να μην τα είχα σκεφτεί καν εγώ όταν έγραφα. Αναρωτιέμαι τι διάσταση είναι αυτή που τους δίνουν. Δεν σου κρύβω πως είτε με διάλεξε η συγγραφή είτε την διάλεξα εγώ, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό. Έχω βρει μια ιδανική δουλειά, γιατί είναι μια δουλειά πλέον για μένα αφού το ογδόντα τοις εκατό του επαγγελματικού μου χρόνου τον αφιερώνω πια στην συγγραφή. Με όλα τα υπόλοιπα ασχολούμαι λιγότερο. Θεωρώ λοιπόν ότι είμαι πολύ τυχερός γιατί αγαπάω κάτι πολύ. Το γουστάρω πάρα πολύ. Μου αρέσουν φυσικά και τα ταξίδια που κάνω για τα βιβλία μου. Τώρα να σκεφτείς ότι έρχομαι από μία περιοδεία με 45-46 παρουσιάσεις και παρόλο που κουράστηκα πάρα πολύ, πέρασα υπέροχα. Είναι συγκλονιστική η αγάπη που πήρα μέσα από αυτό το ταξίδι και από όλα τα ταξίδια που κάνω. Γι’ αυτό θεωρώ πως είμαι πάρα πολύ τυχερός. Είναι σημαντικό τελικά να κάνεις ένα επάγγελμα που το αγαπάς, γιατί το ξεκαθαρίζω. Για εμένα πλέον η συγγραφή είναι επάγγελμα.

Γ.Μ.: Έχεις γράψει βιβλία με πρωταγωνίστριες γυναίκες. Και μάλιστα τα δύο τελευταία σε πρώτο πρόσωπο. Αυτό μου δείχνει ότι έχεις έρθει πιο κοντά στη γυναικεία φύση και πολλά πράγματα παρόλο που είσαι άντρας, τα βλέπεις πιο αντικειμενικά. Απάντησέ μου λοιπόν ειλικρινά: τελικά ο κόσμος είναι των αντρών;

Κ.Κ.: Όχι. Ο κόσμος δεν είναι των ανδρών. Έχουμε την ψευδαίσθηση εμείς οι άντρες, ότι ο κόσμος μας ανήκει (συμπληρώνει γελώντας). Η αλήθεια όμως είναι πως ο κόσμος ανήκει στη γυναίκα. Αυτό είναι ξεκάθαρο για μένα. Απλά νομίζω ότι γενικότερα το Σύμπαν και η ίδια η γυναίκα μας αφήνει να πιστεύουμε ότι εμείς έχουμε τον έλεγχο, αλλά η γυναίκα είναι εκείνη που ελέγχει τα πάντα.

Γ.Μ.: Κώστα, τα βιβλία σου έχουν βγει από τη μικρή αγορά της Ελλάδας και ταξιδεύουν μεταφρασμένα πλέον και σε άλλες χώρες. Πώς νιώθεις που ανοίγεις τα φτερά σου σε άλλους τόπους και χώρους;

Κ.Κ.: Σήμερα συγκεκριμένα έλαβα κριτική από μία blogger για το τελευταίο μου βιβλίο που μεταφράστηκε, την Ουρανόεσσα, και όλο αυτό είναι συγκλονιστικό και πρωτόγνωρο για μένα. Δεν θα το πίστευα ποτέ. Καλά… δεν πίστευα ποτέ και ότι θα γίνω συγγραφέας. Αν με ρωτούσες πριν από δέκα χρόνια, πριν ξεκινήσω να γράφω, «αν πιστεύεις ότι τα επόμενα δέκα χρόνια θα έχουν εκδοθεί εφτά βιβλία σου;», θα έλεγα «εντάξει μου κάνεις πλάκα». Το ίδιο και στη συνέχεια όταν ξεκίνησα να γράφω. Αν μου έλεγε κάποιος ότι «τα βιβλία σου θα μεταφραστούν στα αγγλικά και θα έχουν μια άλφα πορεία», γιατί ακόμη είναι πολύ νωρίς για να ξέρω την πορεία τους, είμαι στο ξεκίνημα όλης αυτής της ιστορίας που δείχνει μεν ότι πάει πάρα πολύ καλά αλλά θα δείξει, δεν θα τον πίστευα. Όμως τελικά είναι άλλο ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα και που με κάνει να αρχίζω να ανοίγω περισσότερο τα φτερά μου και να κάνω περισσότερα όνειρα για να διευρυνθεί όλο αυτό ακόμη περισσότερο, να πάει ακόμα πιο πέρα, να μεταφραστώ και σε άλλες γλώσσες, η πορεία μου στα αγγλικά να συνεχίσει και να πάει ακόμα καλύτερα και άλλα πολλά. Μου αρέσει που δεν έχει όριο αυτό. Το ταβάνι σε όλο αυτό είναι ο ουρανός. Νιώθω ότι παλεύω, δεν είναι καθόλου εύκολο αυτό το εγχείρημα με τα μεταφρασμένα μου βιβλία στα αγγλικά αυτή τη στιγμή. Παρόλο όμως που την αγαπάω την Ελλάδα και μου αρέσει αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, οι Έλληνες άλλωστε είναι οι πρώτοι μου αναγνώστες, χαίρομαι να καλωσορίζω και τους ξένους που έρχονται σιγά σιγά στην παρέα και με χαροποιεί ιδιαίτερα όταν από κάθε άκρη του κόσμου αγγλόφωνοι αναγνώστες μου στέλνουν κι εκείνοι μηνύματα καθώς διαβάζουν τα βιβλία μου. Σκέψου πως εγώ βλέπω από που κατεβαίνουν τα βιβλία μου στην Amazon και μου κάνει εντύπωση όταν βλέπω για παράδειγμα… Ιαπωνία! Είναι αυτό ακριβώς που λες. Είναι σαν να ανοίγεις τα φτερά σου σε άλλους τόπους και χώρους.

Γ.Μ.: Πιστεύεις πως η ιδιότητα του ηθοποιού βοήθησε τη συγγραφική σου πορεία;

Κ.Κ.: Εκατό τοις εκατό με βοήθησε. Νομίζω αν δεν ήμουν ηθοποιός δεν θα έγραφα με τον ίδιο τρόπο, δεν θα έγραφα το ίδιο καλά. Σκέψου πως όταν έρχονται νέα παιδιά που θέλουν να ξεκινήσουν να γράφουν και με ρωτάνε «τι πρέπει να κάνω για να γίνω κι εγώ συγγραφέας, για να αρχίσω να γράφω;», τους λέω ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουν είναι να κάνουν μερικά μαθήματα υποκριτικής. «Να βρεις έναν καλό δάσκαλο, όχι να πας σε δραματική σχολή, αλλά να κάνεις κάποια μαθήματα υποκριτικής μαζί του. Θα σε βοηθήσουν πάρα πολύ να προσεγγίζεις τους χαρακτήρες που γράφεις. Θα μάθεις να προσεγγίζεις τα συναισθήματα. Θα μάθεις πολλά πράγματα που δεν τα γνωρίζουν οι άνθρωποι που δεν είναι ηθοποιοί και θα σε βοηθήσουν».

Γ.Μ.: Για να αναγνωριστείς πιο εύκολα σαν συγγραφέας σε βοήθησε; Ήσουν ήδη δημόσιο πρόσωπο.

Κ.Κ.: Όσο με βοήθησε, άλλο τόσο μου έφερε και δυσκολίες. Γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που είναι προκατειλημμένοι, οι οποίοι λένε «από πού κι ως πού γράφει αυτός ο ηθοποιός;». Βέβαια από αυτούς τους δύσπιστους αν μπουν στη διαδικασία κάποιοι και διαβάσουν, μετά γίνονται οι πιο φανατικοί μου αναγνώστες. Υπάρχει όμως ακόμη και σήμερα η δυσπιστία και η προκατάληψη γιατί εγώ γράφω. Μα ξεχνούν ότι δεν υπάρχει σε τίποτε περιορισμός. Ο καθένας μπορεί να γράψει. Μπορεί και ένας συγγραφέας ξαφνικά να γίνει ηθοποιός. Εγώ στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα θα κοιτούσα. Όχι γιατί το έκανε. Κατά καιρούς σχολιάζουν αρνητικά κάποια παιδιά που παίζουν, μοντέλα ή άλλους ανθρώπους που δεν είναι ηθοποιοί, όμως εμένα δεν με νοιάζει. Αν είναι καλός στον ρόλο του ο άλλος, άμα με πείθει, δεν με ενδιαφέρει αν δεν σπούδασε υποκριτική. Το επάγγελμά μας άλλωστε είναι ανοιχτό. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει και το ταλέντο. Σαφώς πιστεύω ότι σε όλα όσα κάνουμε πρέπει να υπάρχει εκπαίδευση γιατί θα μας βοηθήσει, αλλά και η εκπαίδευση στην Ελλάδα ενός ηθοποιού είναι μεγάλη κουβέντα. Το πώς εκπαιδεύονται δηλαδή οι Έλληνες ηθοποιοί.

Γ.Μ.: Η συμμετοχή σου στην αγγλική σειρά «The Durells» θα συνεχιστεί; Πώς βρέθηκες εκεί και πώς είναι η συνεργασία με ανθρώπους από άλλες χώρες σε σχέση με τους συναδέλφους σου και τις παραγωγές στην Ελλάδα;

Κ.Κ.: Σε αυτή την αγγλική σειρά συμμετείχα αρχικά στην τρίτη σεζόν και τώρα θα συνεχίσω να κάνω γυρίσματα και για την τέταρτη. Η σειρά να σου πω πως είναι βασισμένη σε ένα βιβλίο του Gerald Durrell με τίτλο «Η οικογένειά μου και άλλα ζώα», που ανήκει σε μία τριλογία, και πάνω σε αυτή την ιστορία χτίστηκε ένα ολόκληρο σίριαλ. Εκεί εγώ πέρασα από casting για έναν συγκεκριμένο ρόλο και με καλέσανε να ξεκινήσω και να κάνω τον αστυνομικό διευθυντή της Κέρκυρας στη δεκαετία του 1930. Υπάρχουν βέβαια συμμετοχές και άλλων Ελλήνων ηθοποιών. Η συνεργασία μου με τους ξένους ηθοποιούς είναι εξαιρετική. Γενικότερα ξέρω ότι οι περισσότερες παραγωγές του εξωτερικού είναι υψηλού επαγγελματικού επιπέδου, όμως αυτοί οι ηθοποιοί που συνεργάζομαι και η συγκεκριμένη παραγωγή είναι σ’ ένα άλλο επίπεδο επαγγελματισμού. Δεν μιλάω για τις οικονομικές απολαβές και όλα αυτά. Μιλάω για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον ηθοποιό, τον άνθρωπο που δουλεύει και είναι επαγγελματίας. Είναι μακράν πολύ διαφορετικός. Σε πολύ λίγες παραγωγές στην Ελλάδα αντιμετώπισα τέτοιο επαγγελματισμό και τέτοιο σεβασμό για τη δουλειά μου.

Γ.Μ.: Πες μου την πιο συγκινητική αντίδραση κάποιας άγνωστης σ’ εσένα αναγνώστριας.

Κ.Κ.: Θα σου πω κάτι που έγινε τελευταία. Κατά καιρούς συμβαίνουν πολλά πράγματα, όμως αυτό είναι το πιο πρόσφατο. Ήρθε λοιπόν μια αναγνώστριά μου στην Μυτιλήνη και την ώρα που της υπέγραφα το τελευταίο βιβλίο μου είπε πως είχε διαβάσει ένα παλαιότερο βιβλίο μου, το «Μη με λησμόνει». Μου λέει λοιπόν, «είμαι πλέον φανατική σου αναγνώστρια και θέλω να ξέρεις ότι διαβάζοντας εκείνο το βιβλίο, με γλύτωσες από πολλούς μήνες με γιατρούς που θα έπρεπε να με παρακολουθήσουν». Εκείνη τη στιγμή εγώ προσπάθησα να καταλάβω τι είδους ήταν η θεραπεία που της πρόσφερα εγώ. Τελικά είχε να κάνει με τα μηνύματα που περνούσα μέσα από το βιβλίο. Την βοήθησαν να συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα γιατί ήταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση με την ηρωίδα μου, την πρωταγωνίστριά μου, και είδε εκεί μέσα κάτι από τον εαυτό της. Και δεν μιλούσε για το οικονομικό κομμάτι των γιατρών, αλλά για την ταλαιπωρία που γλύτωσε και για αυτή τη λύτρωση που ένιωσε η ίδια. Πρέπει να σου πω όμως ότι λαμβάνω συνεχώς εδώ και πολύ καιρό πολύ ωραία και εξαιρετικά μηνύματα τόσο μέσω των social media όσο και στις παρουσιάσεις και ξέρεις, αυτό μου δίνει μεγάλη δύναμη. Είναι σπουδαίο να σου δίνουν αυτή την ώθηση οι αναγνώστες. Είναι σαν να σε τραβάνε από το χέρι. «Με τόσα μηνύματα και τόσες κριτικές και με αυτά που μου γράφετε», τους λέω, «πώς είναι δυνατόν εγώ να σταματήσω να γράφω; Με… αναγκάζετε να μην σταματήσω ποτέ να γράφω».

Books and Style

Books and Style