ΤΗΣ ΦΑΙΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Της άρεσαν τα δειλινά, πάντα. Είναι η ώρα που θαρρείς η μέρα κάνει τον απολογισμό της για να δώσει την σκυτάλη της, στην νύχτα. Τα φώτα ανάβουν στα σπίτια και τους δρόμους. Τα καλοκαιρινά δειλινά είναι γεμάτα αρώματα και φωνές. Ταξιδεύουν με τον Νοτιά. Μαζί τους ταξιδεύουν και όνειρα, ελπίδες και παράπονα. Στιγμές λησμονημένες και θύμησες γλυκές, ή και όχι. Λίγο πριν ανάψει τα αστέρια του ο ουρανός, τα χρώματα εναλλάσσονται στον ουράνιο καμβά τόσο γρήγορα και κάθε δειλινό, οι αποχρώσεις είναι διαφορετικές. Μια παλέτα με τα ίδια χρώματα, αλλά διαφορετικές αποχρώσεις κάθε φορά. Μαγικά, μελαγχολικά ηλιοβασιλέματα, με μυρωδιά γιασεμιού και χαρούμενες παιδικές φωνές.
Έτσι και εκείνο το βράδυ, τα φώτα άναψαν και ο Θεός βάλθηκε να ζωγραφίζει. Οι φωνές των παιδιών, δώρο του ζεστού αέρα, έφεραν μαζί τους αναμνήσεις από τα δικά της παιδικά χρόνια. Τότε που μαζί με την τρελοπαρέα, αποκαμωμένα όλα μαζί τα παιδιά από το παιχνίδι, χάζευαν τα αστέρια ως αργά.
Οι μνήμες των παιδικών της χρόνων την γέμισαν νοσταλγία. Είχε πια σουρουπώσει για τα καλά. Έγειρε λίγο πίσω στην πολυθρόνα της και έκλεισε τα μάτια της. Η σκέψη της είχε ήδη ανοίξει φτερά και θα ήταν μάταιο να την σταματήσει. Γνώριζε που θα την πήγαινε. Γνώριζε πως εκείνο το ταξίδι που από καιρό απέφευγε, θα την πονούσε. Στα αυτιά της ήχησε το φτερούγισμα της, ήταν μάταιο.
Κάποια λεπτά αργότερα, σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της, όπως έκανε τότε που ήταν μια σταλιά. Άναψε ένα τσιγάρο και πήρε μπροστά της ένα παλιό τετράδιο και ένα μολύβι. Πάντα τα είχε κοντά της, της άρεσε να καταγράφει τις σκέψεις της. Σήμερα όμως είχε να γράψει κάτι άλλο. Κάτι που έπρεπε επιτέλους να γραφτεί.
«Αγαπημένε μου πατέρα, είναι σχεδόν δυο μήνες που έχω να σε δω».
Οι λέξεις όλες που ήθελαν να γραφτούν σκόνταψαν σε εκείνη την πρώτη φράση της. Έμεινε να κοιτάζει το χαρτί. Ένα ζεστό αεράκι της χάιδεψε τα μαλλιά. Νοτιάς φυσάει ξανά, Νοτιάς, σκέφτηκε και γύρισε σελίδα. Έκανε μια νέα αρχή.
«Αν σου έγραφα ένα γράμμα, αγαπημένε μου πατέρα, ίσως να σου έλεγα πόσο σε αγάπησα. Ίσως πάλι να σε ρωτούσα, αν με αγάπησες και εσύ τόσο. Δεν έχω ιδέα τι θα απαντούσες. Υπήρχαν τόσο πολλές στιγμές, που το έβλεπα στον τρόπο που είχαν τα μάτια σου να με κοιτάνε. Με αγαπούσες. Μα δεν το είπες. Ποτέ δεν το άκουσα.
Αν σου έγραφα ένα γράμμα, ίσως να σου μιλούσα για τότε που περίμενα το πρώτο μου παιδί. Ω, είχα τόσες έγνοιες τότε. Αναρωτιόμουν αν θα γινόμουν τόσο καλή μητέρα όσο και η δική μου. Ορκιζόμουν πως δεν θα επέτρεπα ποτέ στον πατέρα της να χάσει λεπτό από τη ζωή της. Τα κατάφερα ξέρεις. Όχι, δεν θέλω να σε πληγώσω, αλλά να, ήξερα τι δεν πρέπει να γίνει. Τότε ήταν θυμάμαι, που διάβαζα οτιδήποτε είχε να κάνει με γονείς και παιδιά. Κάποτε έπεσε στην αντίληψη μου ένα γνωμικό για γονείς. Στάσου να το θυμηθώ. “Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά άλλη ανάγκη στην παιδική ηλικία τόσο δυνατή όσο η πατρική προστασία”. Ο Φρόυντ το είχε πει.
Είχα περάσει τόσα χρόνια θυμωμένη μαζί σου μπαμπά μου, όταν κάποτε διάβασα ένα άρθρο. Με λίγα λόγια προέτρεπε τους αναγνώστες να μην κατηγορούν τους γονείς τους για τα λάθη που έκαναν. Έλεγε πως ανάλογα με το τι είχαν ζήσει και το πώς είχαν ανατραφεί οι ίδιοι ως παιδιά, έκαναν το καλύτερο που μπόρεσαν. Τότε μπαμπά μου ήταν που σε συγχώρεσα! Τότε, που διάβασα ένα τόσο δα μικρό απόσπασμα από τον Νίκο Καζαντζάκη. Έλεγε, “Δεν πειράζει πατέρα τέλεψες το χρέος σου: γέννησες γιο ανώτερο σου, στάσου εδώ σημαδούρα εγώ θα πάω πιο πέρα»”. Και ναι έτσι ήταν. Εσύ έκανες αυτό που μπορούσες. Τώρα ήταν η σειρά μου.
Αν σου έγραφα ένα γράμμα, θα σου έλεγα πως έχω καταλάβει κάτι πολύ σημαντικό για εσένα. Ίσως δεν ήσουν έτοιμος να μεγαλώσεις. Θυμάμαι κάπου το διάβασα και αυτό. Νομίζω το είχε πει μια Βρετανίδα αρθρογράφος, η Mignon McLaughlin. Είχε πει κατά λέξη “Οι περισσότεροι από μας γινόμαστε γονείς πολύ πριν πάψουμε να είμαστε παιδιά”.
Αν σου έγραφα ένα γράμμα, θα έπρεπε να σου το δώσω. Είναι πια αργά για αυτό αλλά και να μην ήταν, εμείς δεν είχαμε ποτέ αυτού του είδους την επικοινωνία έτσι δεν είναι; Θα ήθελα να ξέρεις πόσο πόνεσα την μέρα που έφυγες και πόσο ακόμα παλεύω να το αποδεχτώ. Μια άλλη αξιόλογη Βρετανίδα αρθρογράφος σχεδόν εκατό χρόνια πριν, είχε πει πως “Ένας λόγος που σου κοστίζει τόσο όταν πεθαίνουν οι γονείς σου είναι ότι το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόσουν σε όλη σου τη ζωή —προσπαθώντας να το σοκάρεις ή να το ευχαριστήσεις— σηκώθηκε και έφυγε ξαφνικά από την αίθουσα”.
Τέλος αν σου έγραφα ένα γράμμα, σίγουρα θα έπρεπε να σε ευχαριστήσω γιατί μου έμαθες να τα βγάζω πέρα χωρίς εσένα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούν να μάθουν οι γονείς στα παιδιά τους.
Αν σου έγραφα ένα γράμμα, δεν θα χωρούσαν όλα τα παραπάνω, θα υπήρχε μόνο η φράση “Σε αγαπώ μπαμπά, για πάντα!”.
Αγαπημένε μου πατέρα, είναι σχεδόν δυο μήνες που έχω να σε δω και οι λέξεις μου σκοντάφτουν όλες σε αυτή την φράση».
Έκλεισε το τετράδιο της και το ακούμπησε απαλά δίπλα της. Με τα μάτια κλειστά έγειρε στο πίσω μέρος της πολυθρόνας της και αφουγκράστηκε τα δώρα του ζεστού καλοκαιρινού αέρα. Τον αγαπούσε τον Νοτιά και ας πονούσαν τα δώρα του. Ζωή ήταν. Η δική της.
Ανάμεσα στα γέλια των παιδιών ξεχώρισε και το δικό της παιδικό γέλιο. Ήταν με άλλα παιδιά και χαχάνιζαν όλοι μαζί παρέα σχολιάζοντας το παιχνίδι της μέρας. Άκουσε την γειτόνισσα που γκρίνιαζε όλο ένα για τις φωνές τους που την ενοχλούσαν, άκουσε τα αδέρφια της που τιτίβιζαν ζωηρά δίπλα στα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Την γλυκιά, ζεστή φωνή της μάνας της που την φώναζε να γυρίσει σπίτι γιατί είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Άκουσε και τα κλειδιά του πατέρα στην πόρτα…
Έπειτα άκουσε και δυο γλυκές φωνές να τις φωνάζουν «Μαμά, πεινάμε» και θυμήθηκε πως ήταν ώρα πια να ενηλικιωθεί.