ΑΠΟ ΤΗΝ EURYDICE TRICHON
Τρέφω μια ιδιαίτερη τρυφερότητα για την πλατεία Ομονοίας. Ίσως γιατί γύρω της κύλησε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας. Στα πέριξ της ο παππούς μου, Μηνάς Μιλσανής, κοσμηματογράφος, από τη Νάουσα της Μακεδονίας, έχτισε το νεοκλασικό που στέγασε τις ελπίδες του και τις πρώτες του επιτυχίες, κι ο θείος μου Δημήτρης Κυριακός, από το Κόρθι της Άντρου, είχε το περίφημο κουρείο του. Ίσως επίσης αυτή η αγάπη μου ήταν για το καθαρά Αθηναϊκό ύφος της, λίγο ανατολίτικο, λίγο ευρωπαϊκό, αλλά και κυρίως λαϊκό, σε σημείο που κανένας εξωραϊσμός δεν κατόρθωσε να το αλλάξει, κάνοντάς την στα μάτια μου τόσο ιδιαίτερη.
Σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις του κόσμου υπάρχει ένα κέντρο, μια καρδιά που με το αίμα του ποτίζει μεγάλες αρτηρίες οι οποίες ξεχύνονται προς διάφορες κατευθύνσεις και πλέκουν ιστό ζωντανεύοντας και προσαρτίζοντας όλο και πιο απομακρυσμένες περιοχές. Αυτό είναι η Ομόνοια. Παρόλες τις αλλαγές και την τεράστια εξάπλωση μιας Αθήνας με δεκάδες πλέον κέντρα, η πλατεία Ομονοίας δεν έπαψε να παίζει τον πρωταρχικό ρόλο της. Τι κι αν το ιστορικό κέντρο βρίσκεται σε κρίση, η πλατεία εξακολουθεί να παραμένει ένα νευραλγικό σημείο της πρωτεύουσας με συνεχώς ανανεωμένο πληθυσμό, δυναμική, και με ανάγκη φροντίδας.
Εντυπωσιάζει η αρχαιότητά της. Βρίσκεται κιόλας σ’ ένα από τα πρώτα πολεοδομικά σχέδια που δημιουργήθηκαν κατά παραγγελία του βασιλιά Όθωνα το 1834. Την σχεδίασαν δύο περίφημοι αρχιτέκτονες : ο Κλεάνθης και ο Σάουμπερτ. Το πρώτο της όνομα ήταν Πλατεία Ανακτόρων γιατί προβλεπόταν να χτιστεί κοντά της το βασιλικό Ανάκτορο πράγμα που τελικά δεν έγινε λόγω… κακού κλίματος. Το 1862 αλλάζει όνομα. Αντί Ανακτόρων βαπτίζεται Ομόνοια για να συμβολίζει την συμφιλίωση δύο αντίπαλων πολιτικών κομμάτων!
Το 1880 στη γωνία της οδού Αθηνάς, σ’ ένα προγενέστερο κτήριο κατοίκησε ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης. Όταν αυτό γκρεμίστηκε μεταξύ 1890-94 , με σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ ανοικοδομήθηκε το Μπάγκειο Μέγαρο, αριστούργημα νεοκλασικής τέχνης και το απέναντι του Δίδυμο, ο Μέγας Αλέξανδρος. Και τα δύο έγιναν πολυτελή ξενοδοχεία, τριώροφα στην αρχή με αγάλματα στη σκεπή, τα οποία αφαιρέθηκαν για να δημιουργηθεί ένας τέταρτος όροφος. Τα ξενοδοχεία αυτά πρωτότυπα και υπερμοντέρνα για την εποχή τους, εξαθλιώθηκαν σιγά-σιγά ακολουθώντας την αντίστοιχη παρακμή της Ομόνοιας. Ωστόσο το Μπάγκειο, έστω και ξεπεσμένο, λειτούργησε μέχρι το 1969 ως ξενοδοχείο 3ης κατηγορίας. Πρόσφατα χάρη σε χορηγίες τα υπέροχα αυτά κτίσματα τείνουν να βρουν μια καινούργια ζωή.
Το 1920 στο ισόγειο του ξενοδοχείο Κάρλτον που είχε εν τω μεταξύ ιδρυθεί από τον Περικλή Γκόσιο και τον Γιάννη Δούκα στην απέναντι πλευρά της πλατείας, άρχισε να λειτουργεί το καφενείο Νέον Βυζάντιον. Η ονομασία μετατράπηκε σε απλώς ΝΕΟΝ για να μη θυμίζει στους Αθηναίους την οδυνηρή Μικρασιατική Καταστροφή.
Το Νέον απέκτησε γρήγορα εκλεκτή πελατεία και έγινε «χώρος ζυμώσεων και αναζητήσεων». Ο περίτεχνος γύψινος διάκοσμός του που επέζησε μέχρι σήμερα είναι μοναδικός. Οι πολυτελείς καθρέφτες του, οι πίνακές και οι ζωγραφισμένοι τοίχοι προκαλούσαν θαυμασμό, αλλά οι θιασώτες του εκτιμούσαν επίσης τον καφέ και τα γλυκίσματά του.
Κατά την μακρόχρονη ύπαρξή του έζησε πολλές ζωές χάρη στην συνεχή και φανατική πελατεία του η οποία ανήκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Κάθε ώρα της ημέρας ήταν διαφορετική. Υπήρχε πάντα μια ζωή πρωινή και μια νυχτερινή για το ΝΕΟΝ. Γυναίκες που έκαναν τα ψώνια τους, ταξιδιώτες νεοφερμένοι από την επαρχεία, σκακιστές, το πολιορκούσαν από νωρίς. Χαρακτηρίστηκε μάλιστα και « λίκνο του νεοελληνικού ζατρικίου» (σκακιού). Ο ιστορικός Στεφάνου έγραψε πως το μυθικό καφενείο, διέθετε 100 μαρμάρινα τραπέζια. Στην υπηρεσία των πελατών υπήρχαν σερβιτόροι, πορτιέρηδες και ταμπήδες –αυτοί που ψήνουν τους καφέδες- σε δύο βάρδιες. Αργότερα μετά από σχετική παρακμή, στις αρχές του 60 το «ανακάλυψε» ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Γοητευμένος από το νεοκλασικό του στυλ, τού αφιέρωσε ελαιογραφίες και λιθογραφίες που συνέβαλλαν στο ενδιαφέρον που σταδιακά άρχισε πάλι να προκαλεί.
Το 1930, όταν η πλατεία Ομονοίας αναμορφώθηκε για να δημιουργηθεί ο σταθμός του Ηλεκτρικού έλαβαν χώρα διαγωνισμοί για τον καλλωπισμό της. Το 34 με 36 εγκαταστάθηκαν τέσσερις αεραγωγοί και περιμετρικά τοποθετήθηκαν δώδεκα αγάλματα, 8 η 9 Μούσες και Τρεις Χάριτες. Εγκαταστάθηκαν επίσης ανθοπωλεία που επέζησαν αρκετά γιατί κι εγώ ακόμη τα θυμάμαι…
Λίγο πριν από τον πόλεμο χτίστηκε το Μέγαρο Ανδρικίδη, στην αρχή της οδού Αγίου Κωνσταντίνου. Στο γωνιαίο ισόγειο υπήρξε για δεκαετίες το πασίγνωστο Φαρμακείο Μπακάκου, σημείο όπου όλοι οι Αθηναίοι έδιναν τα ραντεβού τους. Η εγκατάσταση του Ηλεκτρικού τραίνου έδωσε μεγάλη ώθηση στη ζωή της πλατείας, που έγινε κόμβος συγκοινωνίας και ίσως ο ουσιαστικότερος πυρήνας της πόλης. Για κάμποσο καιρό η Ομόνοια κράτησε το λαϊκό και το γραφικό στυλ της. Στις παλιές φωτογραφίες κουλουρτζήδες , λούστροι, λαχειοπώλες, σαλεπιτζήδες φαίνονται να την οργώνουν και το περίφημο κίτρινο τραμ να τη διασχίζει κυκλικά.
Από το 50 άρχισε μια περίοδος ζωντάνιας και εκσυγχρονισμού. Επί της πλατείας ευημερούσαν εστιατόρια χορτοφαγίας και γαλακτοπωλεία που έμεναν ανοιχτά όλη τη νύχτα και άλλα που φημίζονταν για την σπουδαία κουζίνα τους. Ο πατέρας μου, όταν δεν πήγαινε στο Ελληνικόν η το Πάνθεον αστικά γαστρονομικά εστιατόρια στα περίχωρα της Ομόνοιας που εκτιμούσαν εξαιρετικά οι Αθηναίοι, σύχναζε στο εστιατόριο ΕΛΛΑΣ δίπλα στο ΝΕΟΝ γνωστό για τους σβίγκους και το «Βίνερ ρος μπράτεν» του.
Το 1957 με 59 κατασκευάστηκε στο κέντρο της Ομόνοιας το πρώτο σιντριβάνι το οποίο έγινε και το σήμα κατατεθέν της φυσιογνωμίας της. Καταργήθηκε όμως λόγω κακοτεχνίας η οποία με τον καιρό δημιουργούσε επικίνδυνες διαρροές. Η εικόνα της Ομόνοιας με σιντριβάνι-κατά τα πρότυπα ευρωπαϊκής πλατείας- έμεινε χαραγμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο κι όπως γνωρίζουμε ήταν μοιραίο να αναβιώσει.
Τους χρόνους του εξήντα μεγάλες πολυκατοικίες την περικύκλωσαν και, αφαιρώντας της τη γοητεία των νεοκλασικών, της έδωσαν το μοντέρνο ύφος που έχει σήμερα .
Το 80, επί δημάρχου Μιλτιάδη Έβερτ, στην άδεια πλέον και ακαλαίσθητη πλατεία, εικόνα της κοινωνικής κρίσης, δημιουργήθηκε πάλι η ανάγκη κάποιου καλλωπισμού. Το 1988 ο Δήμος οργάνωσε μια υπαίθρια έκθεση γλυπτικής. Μ’ αυτή την ευκαιρία τοποθετήθηκε στο κέντρο της, το γλυπτό του Γιάννη Βαρώτσου : Ο Δρομέας, φουτουριστικής έμπνευσης- θυμίζει το γνωστό μπρούτζινο άγαλμα του Ιταλού Umberto Boccioni Άνθρωπος σε κίνηση-. Φτιαγμένος από γυαλί και σίδερο ο Δρομέας αμέσως εντυπωσίασε κι ενώ επρόκειτο για μια πειραματική τοποθέτηση που θα κρατούσε μόνο ένα μήνα, κράτησε πολλούς και τελικά μονιμοποιήθηκε.
Το άγαλμα αυτό που σόκαρε όλους όσοι δεν ήταν ευαισθητοποιημένοι στην σύγχρονη τέχνη και τα ανοίκεια υλικά της, δίχασε τις γνώμες. Μισήθηκε από πολύ κόσμο, ενώ άλλοι το λάτρεψαν. Είπαν γι’ αυτό πως «σημάδεψε το αστικό τοπίο». Έμεινε εκεί καταχρηστικά έξι ολόκληρα χρόνια χωρίς καμιά συντήρηση, εκτεθειμένο στη σκόνη και τη κάθε είδους ρύπανση. Καθώς είχε τοποθετηθεί για περιορισμένο διάστημα δεν υπήρξε ο απαιτούμενος αρχιτεκτονικός σχεδιασμός για την επιβίωσή του. Δημιουργήθηκαν προβλήματα στατικότατος και τελικά αποφασίστηκε το ξερίζωμά του.
Το 1994 μετά από αναπαλαίωση και ειδικές μελέτες, αλλά και με μια γενικότερη αποδοχή, ηρωικός πλέον, ο Δρομέας μεταφέρθηκε στο τρίγωνο ανάμεσα στο Χίλτον και την Εθνική Πινακοθήκη σε μια θέση που ίσως του πηγαίνει καλύτερα, ιδίως σήμερα που η Πινακοθήκη επαυξημένη έχει πιο μοντέρνο ύφος. Η μετακίνηση ωστόσο ενός αγάλματος που συμβόλιζε το μοντέρνο και την πρόοδο και που είχε εν τω μεταξύ αγαπηθεί αποδείχτηκε μοιραία για την πλατεία. Η Ομόνοια απογυμνωμένη από το πολυσυζητημένο γλυπτό που της έδινε κάποιο στυλ, έμεινε άδεια στο έλεος μιας γενικής αδιαφορίας. Θα έλεγε κανείς πως οι αποτυχημένες απόπειρες είχαν αποκαρδιώσει τους εκάστοτε Δημάρχους. Έτσι ο ανοιχτός χώρος έγινε σημείο συνάντησης μεταναστών ως και υπόκοσμου, ειδικά τις νύχτες θεωρήθηκε τόπος προς αποφυγήν.
Μια ανάπλαση της πλατείας ήταν απαραίτητη για να της δοθεί το παλιό της κύρος. Η πρώτη επέμβαση ήταν η τοποθέτηση του υδροκίνητου έργου του Γεωργίου Ζογγολόπουλου το Πεντάκυκλο.
Ο Ζογγολόπουλος, γεννημένος το 1901 στα περίχωρά της πλατείας είχε πάντα έντονο ενδιαφέρον για την τύχη της. Η τοποθέτηση του Πεντάκυκλου συνέπεσε με τα 100 του χρόνια. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που ασχολήθηκε με τον καλλωπισμό της Ομόνοιας. Το 30, 29 ετών είχε επιμεληθεί των αγαλμάτων των Μουσών και Χαρίτων.
«Η μοίρα του γλυπτού ταυτίζεται με την μοίρα του δημόσιου χώρου» έλεγε ο εξαίρετος γλύπτης του οποίου πολλά έργα κοσμούν δημόσιες πλατείες και πάρκα σ’ όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Το 30 μάλιστα είχε προτείνει αντί των Μουσών να στηθεί στην πλατεία ένα έργο του, ο Ποσειδώνας πράγμα που δεν πραγματοποιήθηκε. Το 60 ο γλύπτης επανέρχεται και ξανά-προτείνει τον Ποσειδώνα για να τοποθετηθεί δίπλα στους υδάτινους πίδακες του τότε σιντριβανιού. Το έργο, ύψους 3,90 μέτρων από ανοξείδωτο χάλυβα βραβεύτηκε αλλά ποτέ δεν τοποθετήθηκε. Σήμερα έχει εγκατασταθεί σε πλατεία της Ουάσιγκτον ένα χιλιόμετρο από τον λευκό Οίκο.
Το Πεντάκυκλο, ημιτελές είχε κιόλας εκτεθεί το 2001 στην Μπιενάλε της Βενετίας όπου ο Ζογγολόπουλος είχε το προνόμιο κάθε δύο χρόνια να εκθέτει. Το 2008 αναπαλαιώθηκε και τοποθετήθηκε στο ανατολικό μέρος της πλατείας χωρίς όμως την υδροκίνητή του διάσταση γιατί δεν υπήρχε δεξαμενή με νερό, απαραίτητη για την λειτουργία του.
Στην τελική ανάπλαση της Πλατείας το γλυπτό εντάχτηκε στις γενικές εργασίες. Χάρη σε ιδιαίτερη χορηγία του ιδρύματος Ωνάση, είναι σήμερα στημένο, ακριβώς όπως το οραματίστηκε ο καλλιτέχνης εκτός από την επιπρόσθετη μαρμάρινη βάση που έγινε για να προστατεύει το κοινό, υλικό ξένο της αισθητικής του καλλιτέχνη. Πρόκειται για μια σταυροειδή κατασκευή ύψους 15 μέτρων από ανοξείδωτο χάλυβα με πέντε κύκλους που κινούνται με τη βοήθεια του νερού. Το νερό που τους βάζει σε κίνηση συμβολίζει τον αέναο ρυθμό της πόλης της Αθήνας. «Το νερό είναι το αίμα των γλυπτών μου» έλεγε ο γλύπτης.
Το διάφανο αυτό γλυπτό σ’ ένα χώρο λιγότερο «γεμάτο», πολύχρωμο και θορυβώδες όπως είναι σήμερα η Ομόνοια ίσως να πετύχαινε ένα καλύτερο εφέ. Το διαμπερές και το άυλο, ιδιότητες πρωταρχικές της αισθητικής του γλύπτη, δεν αναδεικνύουν αρκετά τη σιλουέτα του η οποία ανάλογα με το φως στις διάφορες στιγμές της ημέρας γίνεται σχεδόν αόρατη. Κάθε φορά που μάταια προσπαθώ να την αγκαλιάσω με το βλέμμα μου, δίνω δίκαιο στον Λεκορμπιζιέ, πρωτοπόρο αρχιτέκτονα, ποιητή του μοντέρνου, ο οποίος έλεγε πως κοντά στις σκληρή γεωμετρία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής ήταν απαραίτητη κάποια ανθρωπόμορφη στιβαρή γλυπτική παρουσία, ικανή να την «εξανθρωπίσει».
Το σημαντικότερο είναι πως η Πλατεία ξαναβρήκε το άλλοτέ ποτε χαρακτηριστικό της: Το σιντριβάνι, πιο ωραίο παρά ποτέ. Η μπάντα από γκαζόν που το κυκλώνει προσφέρει μια αίσθηση δροσιάς ενώ συγχρόνως το προστατεύει από κάθε εισβολή. Το κυρίως σώμα του αποτελείται από ένα κεντρικό πίδακα περιστοιχισμένο από μικρότερους ενώ γύρω το στεφανώνει μια υδάτινη δαντέλα.
Με διάμετρο 30 μέτρα είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε όγκο νερού σιντριβάνια της Ευρώπης ! Ο κεντρικός πίδακας εκτοξεύεται ως και 20 μέτρα ενώ συνολικά διαθέτει 188 δέσμες νερού και 177 υποβρύχιους προβολείς που δημιουργούν μια πανδαισία φωτός και χρωμάτων.
Το σιντριβάνι δεν άλλαξε βέβαια το ύφος της Ομόνοιας αλλά οπωσδήποτε την αναβάθμισε. Έλληνες και ξένοι την καμαρώνουν, κι ας ελπίσουμε πως η καινούργια της εκδοχή θα έχει περισσότερη τύχη απ’ όσες γνώρισε μέχρι τώρα!
ΕΤΜ