ΑΠΟ ΤON JOHN DOE
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (ΑΠΟ ΚΙΝΗΤΟ): ΠΑΝΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
Μια εξαιρετική βραδιά τέχνης έλαβε χώρα στους Παππαδάτες Πρεβέζης (Δήμος Ζηρού), ένα χωριό που γνωρίζει να τιμά τον πολιτισμό και τους πρεσβευτές της.
Επρόκειτο, κατά γενική ομολογία, για μία παρουσίαση που εμπεριείχε όλα τα συστατικά επιτυχίας. Παρόντες, μεταξύ πολλών άλλων, ήταν – πέρα από τη συγγραφέα Μαίρη Γκαζιάνη, η οποία κέρδισε το κοινό με τη μαγεία της τέχνης της και της λαμπερής προσωπικότητάς της – ο αιδεσιμότατος Ιωσήφ Κοκκίνης, η Πρόεδρος του Μορφωτικού και Εκπολιτιστικού Συλλόγου Παππαδατών Φωτεινή Αυγέρη (η οποία δεν κουράζεται να διοργανώνει στο χωριό της πάμπολλες και πάντα επιτυχημένες πολιτιστικές εκδηλώσεις), η αντιδήμαρχος του Δήμου Ζηρού Ελένη Γεωργάνου, η φιλόλογος και συγγραφέας, τ. διευθύντρια του Γυμνασίου Θεσπρωτικού του Δήμου Ζηρού Αλίκη Νάσση, ο Πρόεδρος του περιβαλλοντικού συλλόγου Θεσπρωτικού Νίκος Νικολάου και ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης του Books and Style Πάνος Παπαδάκης.
Όσοι παρευρέθηκαν (και ήταν πολλοί) έφυγαν ενθουσιασμένοι από την αίθουσα με τα παραδοσιακά υφαντά και τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους, ενθύμια μιας εποχής που πέρασε, αλλά που δεν έπαψε να κρατά μια ζεστή θέση στο νου και στην καρδιά των κατοίκων του ιστορικού χωριού, εκεί όπου κάποτε έζησε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Κατά τη διάρκεια της βραδιάς, τον λόγο έλαβε (μεταξύ άλλων) η Αλίκη Νάσση, η οποία ανέφερε σχετικά με το πιο πρόσφατο βιβλίο «Άλικα βήματα» (Εμπειρία Εκδοτική) της Μαίρης Γκαζιάνη τα εξής:
«Γνώρισα τη Μαίρη από την ποίησή της και από τη συμμετοχή της σε τηλεοπτική εκπομπή, ενώ το πρώτο βιβλίο της που διάβασα ήταν το μυθιστόρημα «Τα πλήκτρα της σιωπής». Εντυπωσιάστηκα και από την φυσική της παρουσία, η οποία αποδεικνύει περίτρανα ότι το σωματικό κάλλος δύναται κάλλιστα να συμβαδίζει με την εσωτερική ομορφιά, το διεισδυτικό της βλέμμα, την ευαισθησία και την καλαισθησία της ευγενικής της ψυχής.
Και το λέω αυτό, διότι όποιος έχει την τύχη να διαβάσει τα ποιήματα και τα βιβλία της, ενεός απομένει από τον τρόπο που η Μαίρη Γκαζιάνη πλέκει τις λέξεις και τα νοήματα, δένει το μεταφυσικό με την πραγματικότητα, ανακατεύει σαν μια νεράιδα των παραμυθιών με το χρυσό της ραβδί όλα τα συναισθήματα που χορεύουν κι εκείνα μαγεμένα, από τη μέθη της ψυχής της σε κάθε γύρισμα των στίχων και των γραμμών.
Και όταν βρεθείς εκεί μέσα, δεν θες πια να ξεφύγεις, επιστρέφοντας πάντα πίσω και ξανά και πάλι, για να κατανοήσεις καλύτερα, να αναλύσεις τις έννοιες, να ξετυλίξεις το χρυσό της μίτο που ευγενικά αλλά και επίμονα σε προσκαλεί. Περπατάς ανάμεσα στις λέξεις, τις χαϊδεύεις όπως τα μικρά παιδικά κεφαλάκια, τις μαλώνεις αλλά και τις παρακαλάς να σου δώσουν την απάντηση σε όσους προβληματισμούς αλλά και απορίες σου γέννησε στην καρδιά και στο μυαλό, χωρίς να κουράζεσαι, χωρίς να βαρυγκωμάς.
Αυτή είναι, για μένα, η μαγεία του λόγου, η αξία του λογοτέχνη, η ικανότητά του να σε παρασύρει, να σε προβληματίζει, να σου ανατρέπει όσα έχεις προβλέψει ότι θα συμβούν, να σε προσκαλεί και να σε προκαλεί συνάμα, να σε καθιστά ιεροφάντη στο ναό της τέχνης του. Και αυτό το βίωσα πιο έντονα διαβάζοντας το τελευταίο της βιβλίο, το οποίο θέλω να το μελετήσω πια ξανά και ξανά, όχι για να κατανοήσω την πλοκή και να συνταιριάσω τα κομμάτια του παζλ, όσο για να λουστώ με το νερό της δικής της αθάνατης πηγής, του δικού της ίμερου για την τέχνη και να γευτώ όλους εκείνους τους καρπούς που το πλούσιο ταλέντο της απλόχερα σου προσφέρει σε κάθε λέξη, σε κάθε της πρόταση.
Και το μείζον όλων, ενώ αναφέρεται στον έρωτα και το πάθος, σ’ εκείνο το άλικο γράμμα και τα βήματα προς την τιμωρία κάθε γυναίκας που τόλμησε να το ζήσει, καταφέρνει χωρίς το ελάχιστο ίχνος χυδαιότητας, να περιγράψει την καταλυτική επίδραση του έρωτα στη ζωή μας και τον καθορισμό της μοίρας μας. Της κοινής μοίρας των γυναικών που επενδύουμε σε εκείνον όλη μας την ύπαρξη και τις περισσότερες φορές απομένουμε μόνες να περιμένουμε την ποινή μας που «σαν έτοιμες από καιρό και σαν γενναίες» οι ίδιες επιβάλλουμε στον εαυτό μας.
Μόνες και αβοήθητες μπροστά στις κοινωνικές προκαταλήψεις που καλά κρατούν ως σήμερα, στην εξουσία και την ανευθυνότητα ενός αρσενικού, στις ράγες ενός τρένου ή στην αίθουσα αναμονής ενός αεροδρομίου. Ακροβατούμε πάνω στο χαλαρό πια σκοινί του ακροβάτη, αναζητώντας τη λύτρωση ή τη φυγή.
Είναι τόσα πολλά και έντονα τα συναισθήματα που κυριαρχούν σε όλο της το έργο, ποιητικό και πεζό, που νιώθεις αδήριτη την ανάγκη να την κοιτάξεις στα μάτια και να προσπαθήσεις να εκμαιεύσεις μέσα από αυτά τις πολυσύνθετες πτυχές της μεγάλης ψυχής της. Και αν μπορούσα με δυο λόγια να χαρακτηρίσω το έργο της, θα έλεγα πως τόσο το ποιητικό όσο και το πεζό, στάζει συναίσθημα, αναβλύζει λυρισμό, μοσχοβολά αγάπη και έρωτα.
Έρωτα για τη ζωή για τον άνθρωπο, έρωτα για την ελευθερία, έρωτα για τη γυναίκα, τη δυναμική και αδύναμη γυναίκα, κάθε γυναίκα που αγαπά και ταπεινώνεται, που επαναστατεί ή υπομένει. Τα «Άλικα βήματα» το οποίο και από τον ίδιο του τον τίτλο με τράβηξε κοντά του σαν μελωδία των σειρήνων του παππού Ομήρου, πλημμυρίζει από έντονα συναισθήματα που βοούν και ουρλιάζουν μέσα στη σιωπή τους. Η απελπισία, ο πόνος της προδοσίας, η απογοήτευση σε ένα διαρκή πυρρίχιο με την αξιοπρέπεια, την περηφάνια, την καρτερικότητα και τη συγχώρεση.
Και ως επιστέγασμα, υψηλά ηθικά διδάγματα και μαθήματα ζωής, χωρίς να το επιδιώκει η ίδια η συγγραφέας, χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός. Ο άνδρας φαινομενικά θύτης – που είναι κι εκείνος θύμα του κακού εαυτού του και της φύσης του – και η γυναίκα, το αιώνιο θύμα μιας προδιαγεγραμμένης πορείας που απελπισμένα αλλά και δυναμικά πολεμάμε χρόνια τώρα να μεταβάλουμε. Η έμπνευση, όπως μας λέει η συγγραφέας, μία ερώτηση στο Facebook «τι σκέφτεστε;»… Και απάντηση σ’ αυτή την πρόσκληση – πρόκληση, το παρόν βιβλίο. Ο τίτλος «Άλικα βήματα», και η ερμηνεία του δεν έρχεται ποτέ ξεκάθαρα μέσα από το βιβλίο και την ηρωίδα του, την Έλενα. Και αυτό είναι που θαυμάζω στη συγγραφέα.
Το ότι καταφέρνει να περιβάλλει με ένα μυστήριο τους ήρωές της, να μας αναγκάζει, ακουμπώντας μας με το μαγικό ραβδί της δικής της προσωπικής αναζήτησης, να κατακτήσουμε μόνοι μας το όνειρο, να ταξιδέψουμε στα δικά μας θέλω μέσα από τους δικούς της ήρωες, τις σκέψεις και ιδέες της. Άλικος ίσον πορφυρός, βαθυκόκκινος, μας πληροφορεί το λεξικό Μπαμπινιώτη. Ή για την ακρίβεια, θα προσέθετα, το χρώμα που παίρνει ο ουρανός στο βασίλεμα του ήλιου, όταν βυθίζεται στον απέραντο ωκεανό και το φως παραδίδεται στο σκοτάδι. Άλικο το γαλαζοκόκκινο χρώμα της βασιλικής πορφύρας και των περίφημων φοινικικών κοχυλιών, το χρώμα στο αίμα που ρέει στις φλέβες των αρχαίων θεών, το χρώμα του πάθους και των άγριων κόκκινων τριαντάφυλλων στις αυλές των σπιτιών μας.
Διαβάζοντάς το έχεις την αίσθηση πως σου έρχεται η ευωδιά από αυτά τα άλικα τριαντάφυλλα, πως βλέπεις ζωντανά το άλικο ηλιοβασίλεμα, πως επιστρέφεις πίσω στον πρώτο σου παιδικό έρωτα. Άλικο χρώμα είχε και το «Α», που οι πουριτανική αμερικανική κοινωνία έβαζε στο στήθος όσων γυναικών παρέβαιναν την εντολή «ου μοιχεύσεις», τον περασμένο αιώνα. Άλικο το χρώμα από τη ζωή στο θάνατο και από το θάνατο στη ζωή. Έτσι θέλω να πιστεύω και η Μαίρη μας δίνει το νόημα και το συμβολισμό του έργου της.
Θάνατος και ζωή συνυπάρχουν σε μια συμπαντική αρμονία σ’ αυτά τα άλικα γυναικεία βήματά μας στον κόσμο, στα άλικα όνειρά μας, στον άλικο ερχομό μας σ’ αυτή τη ζωή, βασίλισσες και πριγκίπισσες πορφυρογέννητες, χωριατοπούλες με τα άλικα άγρια τριαντάφυλλα στην αγκαλιά μας, αθάνατες αλλά και ταπεινές θνητές που υποκύπτουμε τελικά στην κοινή μας μοίρα που άλλοι, χωρίς να μας ρωτήσουν, ετοίμασαν για μας. Έρμαιά της αξιολύπητα αλλά και απέναντί της γενναίες πολεμίστριες, του απόλυτου δικού μας έρωτα θύματα αλλά και υπερασπίστριες με το άλικο γράμμα «Α» χαραγμένο ανεξίτηλα στο στήθος μας.
Χαράς και λύπης κοινωνοί, Οιδίποδες που εθελοτυφλούμε, επιχειρώντας να νικήσουμε τον εαυτό μας και τις αδυναμίες μας και να κατακτήσουμε την αγάπη που είναι το υπέρτατο αγαθό της δημιουργίας του ανθρώπου και της συνέχειάς του. Αυτή η ιερή αγάπη που είναι αφοσίωση και μόνο οι δυνατοί την αντέχουν. Ο μίτος ξετυλίγεται με την πρωταγωνίστρια του έργου Έλενα να βρίσκεται σε ένα αεροδρόμιο. Ένα αεροδρόμιο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ένας τόπος συμβολικός που συνδέει το μεταφυσικό με την πραγματικότητα, ο χώρος στον οποίο αναμένει μία πτήση φυγής από εκείνον που την καταρράκωσε και την ταπείνωσε ως γυναίκα, αλλά οι καιρικές συνθήκες δεν της επιτρέπουν την απογείωση και το ταξίδι.
Και εκεί, στην πολύωρη αναμονή, αποφασίζει να γράψει σ’ εκείνον. Να γράψει σε όλες εμάς. Ξετυλίγει όλες της τις σκέψεις, τις μνήμες και τα συναισθήματά της, διακόπτοντας κάθε τόσο τις σημειώσεις της, που μας παρασύρουν σε φιλοσοφικά καρυωτάκεια και καβάφεια διλήμματα, για να παρεμβάλει Ηροδότειες παρεκβάσεις στον καμβά της ιστορίας της, προσωπικές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων. Ανθρώπων που αναμένουν κι εκείνοι ο καθένας το δικό του ταξίδι, τον δικό του προορισμό στη ζωή και στο όνειρο. Γυναικών που ποδοπατήθηκαν και άντεξαν ή λύγισαν μπροστά στην ανελέητη ορμή του αρσενικού θύτη.
Αλλά ανάμεσά τους και μια ξεχωριστή ιστορία. Η ιστορία ενός μικρού κοριτσιού με την ασθένεια της Πορφύρας. Αυτής της ασθένειας, στην οποία η Μαίρη με την ευαισθησία και τη στοργή για τα παιδιά που τη διακρίνει, αναφέρεται, στέλνοντας και ανθρωπιστικά μηνύματα μέσα από το έργο της. Η πρωταγωνίστριά της παραμένει σε εκείνο το αεροδρόμιο εγκλωβισμένη, απελπισμένη, μόνη με πρόσωπα άγνωστα που την πλησιάζουν και έχουν όλοι ένα όνομα, το ίδιο εκείνο συμβολικό του όνομα: Αλέξης. Η Έλενα γράφει σ’ εκείνον που αγάπησε, σε εκείνον που έτσι θα ήθελε να την αγαπήσει, απόλυτα και αγνά.
Μαζί της γράφουμε όλες εμείς στον ίδιο τον προσωποποιημένο στο όνομα και το πρόσωπο κάποιου Αλέξη έρωτα που στη ζωή μας πιστέψαμε και περιμέναμε να έλθει για να πληρωθούμε ως γυναίκες, για να μας κάνει να νιώσουμε, όπως η Μαρία η Πολυδούρη αισθάνθηκε για τον μοναδικό και ανεκπλήρωτο έρωτα της δικής της σύντομης ζωής. «Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες, γι’ αυτό γεννήθηκα», έγραψε η Μαρία για τον Κώστα της. Δεν υπάρχει έρωτας, δεν υπάρχει αγάπη αν δεν θαυμάζεις εκείνον ή εκείνη που αγαπάς, και στα «Άλικα βήματα», αυτή η γεμάτη θαυμασμό και λατρεία ματιά παραχωρεί τη θέση της σε ένα βαθυκόκκινο κραγιόν, ένα ακριβό άρωμα από το Παρίσι, ένα βενετσιάνικο κολιέ από πολύτιμα κοράλλια, στα πιο βαθιά νερά που ο δικός της Αλέξης τής χαρίζει.
Όλα όσα ονειρευτήκαμε να μας προσφέρει ένας άνδρας και απογοητευμένες διαπιστώνουμε πως ελάχιστα λάβαμε ως ανταμοιβή για τη δική μας ολοκληρωμένη και ανιδιοτελή προσφορά. Και ύστερα… ξαφνικά όλα ανατρέπονται, ένα νοσοκομείο, η πληροφορία ότι επέζησε χάρη στην δωρεά οργάνου ενός άγνωστου και στο τέλος η τραγική εμπειρία της ως θύμα ενός άνδρα με μεγάλο σώμα και μικρή ψυχή.
Μυστηριώδης, μεταφυσική ενατένιση της ζωής, χωρίς την υπερβολή και τον παραλογισμό, αλλά με κυρίαρχο το συναίσθημα της γυναικείας περηφάνιας και τιμής, η ηρωίδα της μάς παραδίδει μαθήματα, χωρίς η ίδια η συγγραφέας να φαίνεται να αγαπά αυτόν τον ρόλο της δασκάλας. Έτσι απλά, όπως εκείνη το νιώθει, όπως εκείνη θα το έλεγε σε μια φίλη της, για να την παρηγορήσει. Είναι αυτό που λέω πάντα: Ένα βιβλίο έχει επιτυχία όταν καταφέρνει να σκιαγραφήσει τον έρωτα τόσο ζωντανά αλλά και τόσο διακριτικά, που νιώθεις την ιερότητά του και τη δύναμή του, ενσταλάζοντας στην ψυχή και το μυαλό σου την δίψα μονάχα για την αγάπη και την ολοκλήρωσή της πάνω και μέσα από δύο και μόνο πρόσωπα.
Και αυτό η Μαίρη το έχει μετατρέψει σε βίωμα, σε λειτούργημα λογοτεχνικό σε νόημα υπαρξιακό. Η ηρωίδα της είναι αυτή η δυναμική και ταυτόχρονα ευαίσθητη γυναίκα που κρύβουμε όλες μέσα μας, κάθε γεμάτη αγάπη γυναικεία ψυχή, έτοιμη να παραδοθεί ολοκληρωτικά σε εκείνον που την αξίζει. Και όταν αυτός σχεδόν πάντα δεν ανταποκρίνεται σε αυτή της την αφοσίωση, ξέρει να φεύγει, αφού πρώτα έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια, με αξιοπρέπεια, επιλέγοντας ακόμη και το δικό της «θάνατο» σαν τιμωρία για την ευπιστία, την αφέλεια και την ταπείνωσή της.
Αυτόν το θάνατο που γεννά τη ζωή και γεννιέται με τη ζωή σε μία αδιάσπαστη αλυσίδα μέσα στο χώρο και το χρόνο. Άλλωστε, δεν θα υπήρχε ανάσταση αν δεν προϋπήρχε ο θάνατος, όπως μας λέει και η συγγραφέας. Είναι η γυναίκα που γνωρίζει να σηκώνει πάνω της την ευθύνη του αρσενικού, αλκυόνα γαλαζοφτέρουγη του Αχέροντά μας και του μύθου, που κουβαλά το γερασμένο αρσενικό στις αδύναμες πλάτες της ως το θάνατό του. Είναι η γυναίκα που τις περισσότερες φορές παραμένει και υπομένει…
Τα «Άλικα βήματα» είναι ύμνος της γυναίκας όλων των εποχών σε έναν αέναο κύκλο που ο Δημιουργός ύφανε στον αργαλειό της ζωής με της δικής Του Σοφίας τα θεϊκά μιτάρια. Είμαστε όλες εμείς. Και στο τέλος εκείνο το ξέσπασμα. Αυτή η βουβή κραυγή όλων των γυναικών της γης, το παράπονο, η απελπισία, η οργή. Προς τον Άνδρα.
– Σε μεγάλα σώματα κατοικούν μικρές ψυχές.
-Είσαι μικρός, γιατί ποτέ δεν μεγάλωσες.
-Εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να σε μοιραστώ, όχι γιατί είσαι εσύ, αλλά γιατί είμαι εγώ.
Και ως επωδός ο ύμνος του ιδανικού έρωτα. Ένα πρελούδιο ατέρμονης αγάπης στο διηνεκές και στο άπειρο.
«Ήρθες για να με ταξιδέψεις στην πλευρά του έρωτα, όπου τα φεγγάρια δεν δύουν ακόμη κι όταν χαράζει η αυγή, όπου ο ήλιος δε χάνεται, ακόμη και όταν συννεφιάζει, όπου οι μουσικές δεν παύουν, ακόμη και όταν δεν παίζουν τα όργανα, όπου τα ποιήματα σε ταξιδεύουν σε μπουκάλια αγάπης, ακόμη κι όταν τα χτυπάνε τα κύματα…
Κυρία Μαίρη Γκαζιάνη, σε ευχαριστούμε για την αγάπη σου, τη συμπόνια αλλά και την εμπιστοσύνη σου στη γυναίκα. Σε όλες εμάς. Σε θαυμάζουμε γιατί υμνείς τον έρωτα στην ιδανική του μορφή με τον δικό σου ιδιαίτερο τρόπο. Σε ευγνωμονούμε γιατί μας γνωρίζεις καλά και το βλέμμα σου εισχωρεί στα μύχια της ψυχής μας και με την μαγική πένα σου γίνεσαι ο δικός μας άγγελος σε έναν κόσμο που θα έλεγε κανείς ότι πλάστηκε εχθρικός για μας.
Εδώ, στις Παπαδάτες, θα σε ονομάσουμε πρέσβειρα της γυναικείας ψυχής, άξια εκπρόσωπο των γυναικών της Ηπείρου μας, θα είσαι για μας ένας συνδετικός κρίκος με το αρσενικό που όλες αγαπάμε, γιατί εμείς το γεννήσαμε και εμείς και το συχωράμε. Κι εσύ, όπως και όλες εμείς θες να τον συνετίσεις, να τον κάνεις να καταλάβει το λάθος, να τον μάθεις να σέβεται. Δεν ξέρω αν τα κατάφερες, αν θα τα καταφέρεις, αν θα τα καταφέρουμε όλες κάποια στιγμή, κάποιον αιώνα.
Αλλά εκείνο που ξέρουμε είναι ότι τουλάχιστον το προσπαθήσαμε και θα συνεχίσουμε να το προσπαθούμε με την απέραντη αγάπη της γυναικείας μας μητρικής ψυχής. Σε ευχαριστώ που έγινα κοινωνός των έργων σου, αλλά κυρίως γιατί μου επέτρεψες να γίνω κοινωνός και αποδέκτης του ίδιου του εαυτού σου και του πλούτου της μεγάλης ψυχής σου.
Αγαπητή Μαίρη Γκαζιάνη, υποκλίνομαι στην πένα σου, στην ψυχή σου και το ταλέντο σου και χαίρομαι που βρίσκεσαι σήμερα εδώ, χάρη στην πρόεδρό μας, για να σε ακούσουμε και να σε γνωρίσουμε και διά ζώσης».
—
* Ευχαριστούμε θερμά την Πρόεδρο του Μορφωτικού και Εκπολιτιστικού Συλλόγου Παππαδατών Φωτεινή Αυγέρη, για την άρτια διοργάνωση της παρουσίασης.
* Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές, κείμενα και σχολιασμοί της Αλίκης Νάσση. Την ευχαριστούμε θερμά.
* Ευχαριστούμε πολύ τον υπέροχο ξενώνα «Το Καγκελάρι», για την άψογη φιλοξενία.
* Ευχαριστούμε επίσης την εκπληκτική ταβέρνα «Ο Χαρίλαος».