ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Φίλες και φίλοι,

Περνάμε στην πολύκροτη τραγωδία Μήδεια. Ο Ευριπίδης επιλέγει εδώ μια παιδοκτονία η οποία δεν οφείλεται ούτε σε θεϊκή παρέμβαση ούτε σε παράνοια. Η τραγική ηρωίδα έχει πλήρη συναίσθηση και συνείδηση της πράξης της, αντιμετωπίζει με εμπάθεια, αλλά και διανοητική διαύγεια την δόλια στάση του Ιάσονα, ο οποίος σκοπεύει να την αποπέμψει και να προβεί σε νέο γάμο με την Κορίνθια Γλαύκη, θυγατέρα του βασιλιά της πόλης.

Η προδοσία είναι φανερή και αναπότρεπτη, η Μήδεια απογυμνώνεται ηθικά και κοινωνικά. Κλαίει, θρηνεί, επικαλείται τους παλιούς όρκους πίστης που της έδωσε ο Ιάσων, νιώθει αδικημένη, δυστυχής. Επαναστατεί στην ιδέα ότι όσα επένδυσε και στήριξε στην αγάπη του πήγαν χαμένα.

Η γριά τροφός στον πρόλογο του έργου σκέφτεται πως η Μήδεια διαθέτει μια ισχυρή και βίαιη προσωπικότητα, επομένως δεν πρόκειται να ανεχθεί να την κακομεταχειρισθούν. Δεν γίνεται καμμ,ί0α νύξη για παραφροσύνη.

Το άγριο βλέμμα της και η υπερβολική δυσθυμία της προδίδουν οργή και αγανάκτηση, μια αδάμαστη ψυχή, χωρίς να της αφαιρούν την δυνατότητα να στοχάζεται, να κρίνει και να αξιολογεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, τις δυνάμεις της, αλλά και τα εγκλήματα που διέπραξε κατά το παρελθόν στο όνομα του έρωτά της για τον Ιάσονα.

Όταν παρουσιάζεται μπροστά στις Κορίνθιες εκθέτει μια σειρά από σκέψεις, οι οποίες δεν είναι απλά λογικές, αλλά κάθε μια από αυτές μπορεί να θεωρηθεί ως γνωμικό, σοφή ρήση, έχουν να κάνουν με την απατηλότητα των φαινομένων, την κοινωνική συμπεριφορά, τον θεσμό του γάμου, την υποτιμημένη θέση της γυναίκας μέσα στην οικογένεια, την έλλειψη ελευθερίας της συζύγου και την ταυτόχρονη εξάρτησή της από τον σύζυγο, την μειονεκτική θέση του αλλοδαπού και την ψυχολογία της προδομένης γυναίκας.

«Όταν αδικηθεί η γυναίκα, ως προς τα συζυγικά της δικαιώματα, καμμιά άλλη ψυχή δεν είναι πιο αιμοχαρής από τη δική της», λέει η Μήδεια και οι Κορίνθιες γυναίκες συμμερίζονται τα αισθήματά της.

Η Μήδεια, ως ικανή να αναλύσει ακόμη και την ψυχική της κατάσταση, αποφασίζει να τιμωρήσει τον επίορκο και καταστρώνει μεδοδικά και ψύχραιμα το ολέθριο σχέδιό της. Αποφασίζει να αποστερήσει τον Ιάσονα από ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει: τους απογόνους του. Δυστυχώς, είναι συγχρόνως τα δικά της παιδιά.

Γνωρίζει πολύ καλά ότι η απόλυτη εκδίκηση συμπίπτει με την δική της έσχατη οδύνη, κι αυτός είναι ο λόγος της τραγικότητας αυτής της ηρωίδας, που τολμά να ομολογήσει ότι το πάθος της για εκδίκηση κατισχύει της ικανότητάς της να λάβει μια φρόνιμη απόφαση.

Ωστόσο, η υπερβολή και η απάνθρωπη ή αυτοκαταστροφική αποκοτιά δεν αποτελεί πάντα μια ψυχοπαθολογική έκφραση. Ακόμη και ο Κρέων, ο βασιλιάς της Κορίνθου και πατέρας της μέλλουσας νύφης, ο οποίος έχει κάθε λόγο να φοβάται τις αντιδράσεις μιας αδικημένης γυναίκας, δεν της καταλογίζει παραλογισμό, αλλά ανησυχεί επειδή η Μήδεια είναι εξαιρετικά έξυπνη και γνώστρια κακών τεχνασμάτων («σοφή πέφυκας και κακών πολλών ίδρις»), ενώ ήδη στερείται την παρουσία του συζύγου από τη ζωή της.

Η Μήδεια σφάζει τα παιδιά της πιο πολύ θρηνώντας, παρά θριαμβολογώντας σε βάρος του άπιστου Ιάσονα. Με αυτή την πράξη της αυτοδικίας προκαλεί το έσχατο κακό τόσο στον εχθρό της, όσο και στον εαυτό της.

Μετά την αποτρόπαιη και μιαρή πράξη απομένει άτεκνη και παντελώς έρημη, μ’ έναν ανομολόγητο θρίαμβο κρυμμένον στα σωθικά της, χωρίς να μπορεί να τον περιφέρει, να τον παρουσιάσει στον κόσμο.

Τούτη η ηρωίδα αποσύρεται από τη ζωή των θνητών, όχι με τον τρόπο του Ηρακλή και της Αγαύης, αλλά με μια τελείως διαφορετική πορεία, όμοια με ανάληψη στον ουρανό.

Πρόκειται για μια υπερβατική διάσταση παιδοκτονίας. Η Μήδεια δεν είναι μια παρανοϊκή ερωτευμένη, δεν είναι μια κοινή εγκληματίας που στερείται του αισθήματος της μητρότητας. Ανήκει σ’ ένα γένος που έλκει την καταγωγή του από τον θεό Ήλιο, κι αυτό γίνεται γνωστό στον θεατή από την αρχή του δράματος. Αυτό το θεϊκό σπέρμα που κουβαλά την κάνει να τολμά να παίρνει τέτοιες αποφάσεις, ασύλληπτες σ’ έναν απλό θνητό.

Δεν είναι άσκοπο το γεγονός ότι επικαλείται τη βοήθεια αρνητικών θεϊκών δυνάμεων για να επιτελέσει το ανίερο σχέδιό της. Προσεύχεται στον Ήλιο πρόγονό της, αλλά και στην Εκάτη για την αποκατάσταση του δικαίου.

Όταν, όμως, εμπλέκονται οι Θεοί στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, τα γεγονότα παίρνουν τερατώδεις διαστάσεις και η απόδοση του δικαίου γίνεται ένα με το έγκλημα.

Ο Ευριπίδης στην Μήδεια προβάλλει την παιδοκτονία όχι αποκλειστικά σε ανθρώπινο επίπεδο όπου κυριαρχεί μια βούληση ανθρωποκτόνος, αλλά συγχρόνως και σε ένα υπερβατικό βάθος, έστω κι αν δεν είναι εύκολα διακριτό, που εμφανίζεται στο τέλος της τραγωδίας: η Μήδεια παραλαμβάνεται από το θεϊκό, λαμπερό χρυσό άρμα του θεού προγόνου της.

Η τελική εικόνα της παιδοκτόνου, λουσμένη στο χρυσό φως, ερμηνεύεται ως θαύμα. Η Μήδεια δεν ανήκει στους θνητούς και δεν είναι δυνατόν να τιμωρηθεί σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους.

Books and Style

Books and Style