ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΛΑΣΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Δέσποινα, που μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει εδώ απόψε, για να μιλήσω για τους «Ψιθύρους» και το «Ζω… το Όναρ», και πιο συγκεκριμένα για την ιδιαίτερη τέχνη τής κυρίας Μπλαστροπούλου. Αν και στην πραγματικότητα θα όφειλα να μιλήσω καλύτερα για την ιδιαίτερη προσωπικότητα της ίδιας τής καλλιτέχνιδος, καθώς στην περίπτωση τής Δέσποινας, για εμένα υπάρχει απόλυτη ώσμωση μεταξύ της δημιουργού και του έργου της.
Να σας πω όμως αρχικά πώς γνώρισα το έργο της κυρίας Μπλαστροπούλου, πριν ακόμη γνωρίσω την ίδια και γίνει για εμένα η Δέσποινα. Την είδα να μιλάει για τους «ψιθύρους» σε μια συνέντευξη σ’ ένα διαδικτυακό βίντεο. Για να είμαι ειλικρινής, έμοιαζε περισσότερο με μια παθιασμένη συζήτηση μεταξύ φίλων, παρά με μια κλασσική -και συχνά βαρετή- διαδικασία τετριμμένων ερωταπαντήσεων. Μια συζήτηση με πάθος, με θέμα το πάθος. Πάθος στις ομιλίες όπως και στα επιλεγμένα κείμενα που διαβάστηκαν, πάθος ακόμα και στην φλογερή κόκκινη αμφίεση –με ομόχρωμο καπέλο με γείσο, παρακαλώ!- της προσκεκλημένης συγγραφέως.
Από τις πρώτες στιγμές τής θέασης μου, μια επίμονη σκέψη μού σκουντούσε το μυαλό. Μία σκέψη που με τα ενοχλητικά νυχάκια της γρατζούνιζε την πίσω επιφάνεια τής προσοχής μου. Μια σκέψη, μια απορία, ένα «γιατί».
Γιατί η λέξη «Ψίθυροι» αποκρυσταλλώθηκε σαν τίτλος αυτού τού έργου;
Μου φάνηκε οξύμωρο, απ’ τη μια να σπας χωρίς φραγμούς τη σκουριασμένη δομή τής γλώσσας για να την αναπλάσεις στο σχήμα το δικό σου, κι απ’ την άλλη να επιχειρείς να αποσιωπήσεις τη δημιουργική σου τόλμη, σαν ένα ένοχο μυστικό. Πώς μια γυναίκα με τέτοια τεκτονική ενέργεια, αποφάσισε να λειάνει τον εγκέλαδο που είχε προκαλέσει, με τη χαϊδευτική απαλότητα του ¨Ψ¨;
Τότε έδωσα μεγαλύτερη προσοχή στις κινήσεις των χεριών, των ματιών, ακόμη και στο διακριτικό ανέμισμα των τόσο ερυθρών υφασμάτων, και σιγά, σιγά μου γεννήθηκε η αίσθηση πως είχα λύσει το μυστήριο μιας φαινομενικής αντινομίας.
Η επιλογή των ψιθύρων, σαν τίτλο του βιβλίου της, πιστεύω πως δεν ήταν τελικά ένα επιφανειακό, ολίγον υποκριτικό, μετάνιωμα τής ποιήτριας για την τόλμη του εγχειρήματος της, αλλά η ενδόμυχη συστολή μιας ευγενούς προσωπικότητας που καταφέρνει να προκαλέσει πάταγο, χωρίς να κάνει φασαρία!
Θέλησε να καλύψει με βελούδο τη φλόγα των λέξεων, όχι όμως για να σβήσει τη φωτιά, αλλά για να μην καεί η ανεκπαίδευτη κόρη των ματιών μας από την ανάγνωση τους.
Η Δέσποινα είναι μια ψυχή που δηλώνει ερωτευμένη με τη ζωή, έτσι όπως πάλλεται στον μουσικό ρυθμό των λέξεων. Και η λέξη ψίθυρός δεν είναι παρά η Ελληνική μας εκδοχή για μια από τις πιο όμορφες, τις πιο μουσικές λέξεις της γαλλικής γλώσσας: τη λέξη «murmure».
Ποιος όμως ο λόγος να στηρίζομαι ακόμα επισφαλώς στις δικές μου εικασίες για το πως αντιμετωπίζει η Δέσποινα το καλλιτεχνικό της είδωλο στον καθρέφτη, ενώ έχω απόψε την ευκαιρία να ρωτήσω την ίδια τη δημιουργό;
Δεύτερο μέρος ομιλίας
«Η ποίηση είναι το ημερολόγιο που κρατάει ένα θαλάσσιο πλάσμα που ζει στη στεριά και που θα ήθελε να μπορούσε να πετάξει.» Έγραψε ο Καρλ Σάντμπεργκ
Η Δέσποινα ζει το όναρ, καταφέρνει να πετάξει. Έχει τα φτερά της ακουμπισμένα πάνω στα ανοδικά ρεύματα της ποίησης.
Το θαύμα όμως δεν έγκειται μόνο στη δική της απελευθέρωση από τα δεσμά της Γής, αλλά στο γεγονός ότι μας παρασέρνει κι εμάς μαζί της σε μια ελεύθερη πτήση λογοτεχνική.
Πως τα καταφέρνει; Η ίδια η συγγραφέας μας μαρτυράει το μυστικό, προτρέποντας μας στην αφιέρωση του βιβλίου της να απολαύσουμε μαζί της τα όνειρα της! Μας συστήνει δηλαδή το έργο της σαν κάτι αυθόρμητο, πρωτόλειο, ολίγον μεταφυσικό. Μια ακατέργαστη, συνειρμική καταγραφή του υποσυνείδητου της.
Η Δέσποινα γδύθηκε από την τήβεννο της καθηγήτριας για να φορέσει τον μανδύα του αλχημιστή. Ακολουθώντας την έλξη του ονείρου, έχει ανυψωθεί πάνω απ’ τη στενή ασφάλεια των διαδρόμων τού πεζού λόγου, χωρίς ωστόσο να την παρασύρουν οι σαγηνευτές άνεμοι της ποιητικής ασάφειας. Κι έτσι, σαν επιδέξιος ακροβάτης των λέξεων, χορεύει απελευθερωμένη πάνω στην ακατέργαστη ράχη των τοίχων τού λαβύρινθου τής γραφής.
Το πολυδιάστατο, αποδομημένο λογοτεχνικό της έργο, μας παρουσιάζεται σαν ένα ημερολόγιο χωρίς χρονολογία, έναν χάρτης χωρίς γεωμετρία, ένα λογιστικό βιβλίο χωρίς αριθμούς, ένα λεξικό χωρίς ορισμούς.
Δεν σας κρύβω πως η προσέγγιση αυτή με γοήτευσε εξαρχής. Για εμένα τα έργα τέχνης οφείλουν πρώτα απ’ όλα να έχουν μια δική τους, πρωτόπλαστη και αυτόνομη ύπαρξη, που τα κάνει μοναδικά, ¨sui generis¨ θα έλεγα, όπως η ζωή τού κάθε ανθρώπου –όποια κι αν είναι αυτή- εν τέλει τον ξεχωρίζει από όλους τους άλλους. Και όπως η ζωή τού ανθρώπου, το «Ζω… το Όναρ», είναι κι αυτό ένα ταξίδι μύησης τού αύριο από το χθες, μια διαδρομή αποκάλυψης τού «είμαι» από το «ζω».
Μελετώντας όμως προσεκτικά το έργο τής Δέσποινας, πιστεύω πλέον πως η κυρία Mπλαστροπούλου προσπαθεί έντεχνα -κυριολεκτικά- να μας πλανέψει. Ο λόγος της δεν ακολουθεί απλά τους ευμετάβολους μαιάνδρους της ονειρικής έμπνευσης. Είναι το συνειδητό αποτέλεσμα μιας αποδόμησης τής πραγματικότητας… κι ενός ανασχηματισμού της. Μια τολμηρή προσπάθεια να δώσει μια άλλη, υψηλότερη διάσταση στην εμπειρία τής ζωής, να μετατρέψει δηλαδή το Ύδωρ σε Αήρ.
Δεν είναι όμως ένα επαναστατικό μανιφέστο ούτε μια νέα βίβλος. Δεν επιχειρεί να φυλακίσει το πνεύμα μας μέσα στη δική του αλήθεια. Ούτε καταφεύγει σ’ ένα επιτηδευμένο λυρικό κρεσέντο για να εκβιάσει έναν συναισθηματικό οργασμό από τον καταπιεσμένο αναγνώστη. Το «ζω… το Όναρ» θεωρώ, είναι ένα κυβιστικό λογοτεχνικό έργο που προσεγγίσει τον μοναδικό άνθρωπο Δέσποινα Μπλαστροπούλου ταυτόχρονα απ’ όλες τις οπτικές γωνίες.
«Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο», έγραψε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.