ΤΗΣ ΦΑΙΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: PETER TAMAS
Ο μικρούλης κάλυψε τα αυτάκια του με τα μικροσκοπικά του χέρια. Δεν ήθελε να τους ακούει να μαλώνουν, δεν το άντεχε. Έσφιξε τα ματάκια του και πίεσε τον εαυτό του να κοιμηθεί.
Μάταιη όμως η προσπάθεια του. Στο σαλόνι, η μαμά και ο μπαμπάς του «συζητούσαν», όπως κάθε βράδυ. Εκείνος, όμως, ήξερε. Δεν συζητούν έτσι οι άνθρωποι, βρίζοντας ο ένας τον άλλον. Άρχισε να μουρμουρίζει το αγαπημένο του τραγούδι. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο άκουγε μόνο την φωνή του. Έπειτα προσπάθησε να σκεφτεί πως περπατάει μέσα σε ένα δάσος. Με τη δύναμη της φαντασίας του, ταξίδεψε σε εκείνο το δάσος όπως σχεδόν κάθε βράδυ.
Ήταν η κρυψώνα του αυτή, και είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως ποτέ δεν θα αποκαλύψει το μυστικό του σε κανέναν. Αν κάποιος μάθαινε για την κρυψώνα του, δεν θα ήταν πια τόσο μαγική. Ο μυστικός κήπος που είχε ανακαλύψει πίσω από ένα γέρικο δέντρο κρυμμένος μέσα στο φύλλωμα των φυτών, θα μαραινόταν και τα πουλάκια δεν θα του κελαηδούσαν πια το αγαπημένο του τραγούδι… Όχι, όχι… κανείς δεν έπρεπε να μάθει για αυτό το δάσος κι ίσως και εκείνος έπρεπε να το ξεχάσει για λίγο καιρό. Να μην πηγαίνει τόσο συχνά.
Ο Ιάσωνας μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε με προορισμό το σπίτι του. Είχε τελειώσει νωρίτερα σήμερα από το γραφείο και αισθανόταν τρομερά εκνευρισμένος για αυτόν τον λόγο. Ουσιαστικά δεν ήθελε να γυρίσει. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και μπήκε μέσα στο σπίτι. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε κάθε απόγευμα, δεν του έδινε κανείς σημασία. Η Θάλεια, απασχολημένη, χάζευε -ως συνήθως- στο κινητό της τηλέφωνο και τα αγόρια έπαιζαν το αγαπημένο τους ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Δεν την άντεχε αυτήν την κατάσταση, είχε την αίσθηση πως αν κάποια μέρα δεν πήγαινε στο σπίτι καθόλου, η οικογένειά του δεν θα το πρόσεχε καν. Κάτι έπρεπε να κάνει! Όμως δεν ήξερε αν ήθελε να προσπαθήσει άλλο πια. Ένιωθε πως είχε εξαντλήσει την υπομονή του. Πήγε μπροστά στην γυναίκα του και έμεινε να την κοιτάζει.
– Πεινάς; τον ρώτησε δίχως να σηκώσει τα μάτια της από την οθόνη του τηλεφώνου.
– Ναι, Θάλεια, πεινάω. Έχεις την καλοσύνη να διακόψεις ό,τι κάνεις και να μου ετοιμάσεις κάτι;
– Γλυκέ μου, μα τι ευγενικός που είσαι. Φυσικά λατρεμένε μου, απάντησε η Θάλεια στον ίδιο ειρωνικό τόνο που της μίλησε και εκείνος.
Λίγες ώρες μετά, ο Ιάσωνας στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Ήταν αδύνατον να κοιμηθεί και δεν μπορούσε να σταματήσει τις σκέψεις του. «Μα πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω πια», σκεφτόταν και ο θυμός του μπλεκόταν, με την αγανάκτησή του και θέριευε. Τον έκανε να πεισμώνει, μερικές φορές ήθελε απλά να παραιτηθεί και να αφήσει τα πράγματα στη μοίρα τους.
Ξύπνησε από ένα τρομερό εφιάλτη που όμως δεν μπορούσε να ανακαλέσει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από όσα είχε ονειρευτεί -το μόνο που θυμόταν ήταν η φράση «πού είναι;». Καθισμένος στο κρεβάτι, έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του. Η καρδιά του χτυπούσε ακατάστατα. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Γύρισε και κοίταξε την Θάλεια. Κοιμόταν ήσυχη δίπλα του. Ήταν μόλις δεκαεπτά χρονών όταν την γνώρισε και εκείνος είκοσι. Ήταν και οι δύο πολύ νέοι για να κάνουν οικογένεια. Μα δεν άκουσαν κανέναν. Είχαν την τρέλα της νιότης τους. Με την ορμή του έρωτά τους, όταν εκείνη μετά από έξι μήνες σχέσης έμεινε έγκυος, το να παντρευτούν τους έμοιαζε σαν μια καταπληκτική περιπέτεια και όχι σαν απόφαση ζωής. Ήταν παιδιά. Δύο ερωτευμένα παιδιά. Την αγαπούσε την Θάλεια, αλλά κάπου στην πορεία σταμάτησαν να μεγαλώνουν μαζί. Σταμάτησαν να ωριμάζουν παράλληλα. Δεν είχε σημασία ποιος έφταιγε….
Οι μέρες περνούσαν και κάθε πρωί ο Ιάσωνας ξυπνούσε με το ίδιο συναίσθημα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τον εφιάλτη του. Οι καυγάδες όμως συνεχίζονταν και αυτοί και είχαν τόσο ξεφύγει τα πράγματα, που πλέον τους ήταν αδύνατον να κρατήσουν τα προσχήματα και μπροστά στα παιδιά.
Εκείνο το πρωί ο Ιάσωνας ξύπνησε ξανά με την ίδια φράση στο μυαλό του: «Μα, πού είναι;». Όμως εκείνο το πρωί θυμόταν το όνειρο. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι και με τα μάτια του καρφωμένα στο ταβάνι το είδε ξανά, καρέ-καρέ απ’ την αρχή. Ήταν μέσα σ’ ένα δάσος και περπατούσε. Τα πόδια του ήταν γυμνά και είχαν πληγωθεί από τα πεσμένα κλαδιά των δέντρων. Άκουγε την ανάσα του να βγαίνει με δυσκολία από την κούραση και κατά διαστήματα έλεγε πότε δυνατά και πότε σιγανά «Πού είναι; Μα, που είναι…».
Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί, μήπως και καταφέρει να δει τη συνέχεια, μα στάθηκε αδύνατο. Σηκώθηκε απρόθυμα από το κρεβάτι του, είχε μπροστά του ένα σωρό πράγματα να κάνει και η ώρα που περνούσε είχε αρχίσει να στρέφεται εναντίον του. Έπειτα από μια κουραστική ημέρα στο γραφείο, επέστρεψε στο σπίτι του. Δυστυχώς η κατάσταση εκείνο το βράδυ ήταν χειρότερη από κάθε άλλη φορά. Εκείνος και η Θάλεια είχαν έναν τρομερό καυγά μπροστά στα παιδιά. Η αφορμή ήταν τελείως ασήμαντη και ήταν πια ολοφάνερο πως η επικοινωνία μεταξύ του ζευγαριού είχε πλέον χαθεί. Όδευαν προς το τέλος της σχέσης τους.
Το ίδιο βράδυ ο Ιάσωνας είχε το ίδιο όνειρο ξανά. Περπατούσε με αγωνία μέσα σε ένα δάσος. Τα πόδια του ήταν ματωμένα και τα ρούχα του είχαν κολλήσει επάνω στο σώμα του από την υγρασία της νύχτας. Μέσα στο δάσος δεν ακουγόταν τίποτα άλλο από την ανάσα του που έβγαινε με δυσκολία. Σε κάποιο σημείο βρήκε ένα ξέφωτο. Το φως του φεγγαριού έκανε τα πάντα γύρω να μοιάζουν ασημένια. Κοίταξε τριγύρω του. Κάτι τον έκανε να πιστεύει πως είχε φτάσει στον προορισμό του. Είχε βρει αυτό που έψαχνε. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων, ώσπου αισθάνθηκε πως έπιανε κάτι μεταλλικό. Εκεί ήταν. Το είχε βρει επιτέλους.
Η σιδερένια πόρτα ήταν εντελώς καλυμμένη από το πυκνό φύλλωμα ενός αναρριχητικού φυτού. Την έσπρωξε και εκείνη άνοιξε με δυσκολία. Ο Ιάσωνας έμεινε να κοιτάζει έκθαμβος. Ένας μυστικός κήπος. Υπήρχε μια ονειρεμένη λιμνούλα και τριγύρω θάμνοι με λουλούδια. Δέντρα με κάθε λογής φρούτα και ένα πέτρινο παγκάκι. Ξαφνικά, πίσω από ένα θάμνο άκουσε κάτι να κινείται. Δίχως να φοβηθεί στιγμή πήγε κοντά στο θάμνο, παραμέρισε τα φύλλα και τα λεπτά κλαδιά και χαμογέλασε. Ένας πιτσιρικάς τον κοιτούσε τρομαγμένος.
– Γεια σου μικρέ, είπε ο Ιάσωνας, προτείνοντάς του το χέρι του για να τον βοηθήσει να βγει από εκεί που είχε τρυπώσει.
– Γεια… μεγάλε, με βλέπεις;
– Φυσικά σε βλέπω, έλα να καθίσουμε στο παγκάκι να γνωριστούμε.
– Να γνωριστούμε; Είπε ο μικρός με απορία.
– Ναι, εγώ είμαι, ο Ιάσωνας. Εσύ ποιος είσαι;
Ο μικρός αντί για απάντηση άφησε δυο δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια του. Κοιτούσε το χώμα και όσο κι αν ο Ιάσωνας τον παρακάλεσε, δεν δέχτηκε να πει το όνομά του.
– Θα μου πεις τουλάχιστον γιατί κλαίς;
– Φοβάμαι…
– Τι φοβάσαι;
– Φοβάμαι για το μέλλον μου. Θα μείνω μόνος μου, στο τέλος.
– Δεν νομίζεις πως είσαι κάπως μικρός για να ανησυχείς για κάτι τέτοιο;
Ο μικρός πάλι δεν απάντησε. Μόνο ξαφνικά άρχισε να μουρμουρίζει τον σκοπό ενός τραγουδιού. Ο Ιάσωνας τον κοιτούσε αποσβολωμένος. Αυτό που μουρμούριζε ήταν το αγαπημένο του τραγούδι όταν ήταν μικρός. Σηκώθηκε όρθιος και έκανε δύο τρία βήματα προς τα πίσω. Σκόνταψε σε μια πέτρα και σύντομα βρέθηκε ξαπλωμένος στο μαλακό χώμα. Τότε μόνο, κοιτώντας το μικρό αγόρι, παρατήρησε τις ομοιότητες.
Ο πιτσιρικάς σταμάτησε να τραγουδάει και σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν απροσδιόριστο. Ισορροπούσε ανάμεσα στον θυμό, τη λύπη και τον οίκτο.
– Γιατί; Ρώτησε το αγόρι.
– Γιατί; Τι εννοείς γιατί;
– Γιατί κάνεις τα ίδια λάθη που έκαναν οι γονείς μας;
– Γιατί…. Δεν ξέρω. Παντρευτήκαμε πολύ νέοι, μάλλον δεν ήμασταν έτοιμοι.
– Αυτά είναι δικαιολογίες και το ξέρεις. Είσαι απαράδεκτος, έχεις δύο παιδιά. Εκείνα ίσως δεν έχουν ανακαλύψει καμία κρυψώνα όπως εμείς. Γιατί με ξέχασες;
– Έπρεπε να μεγαλώσω! Αναγκάστηκα!
– Το μεγαλύτερό σου λάθος είναι πως με ξέχασες. Από εκεί ξεκινούν όλα, είπε ο μικρός και ο τόνος της φωνής του δήλωνε απογοήτευση.
Άπλωσε το χέρι του και τον βοήθησε να σηκωθεί από το έδαφος. Τώρα ήταν η σειρά του Ιάσωνα να κοιτάζει χαμηλά.
– Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν έχω ιδέα πώς να αναστρέψω όλο αυτό το κακό που έχει συμβεί. Ίσως να είναι αργά.
– Ναι, ίσως είναι αργά για τον γάμο σου, όμως οφείλεις να προσπαθήσεις. Για τα παιδιά, όμως, δεν είναι αργά. Φύγε τώρα, έχεις πολλά να κάνεις. Θα τα ξαναπούμε σύντομα…
Είχε ξημερώσει Κυριακή. Ο Ιάσωνας σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε βιαστικά. Μπήκε στο αυτοκίνητό του και πήγε στον κοντινότερο φούρνο. Αγόρασε διάφορες λιχουδιές για πρωινό και πήγε ξανά στο σπίτι. Μπαίνοντας μέσα, είδε την Θάλεια να ετοιμάζει καφέ.
– Καλημέρα, της είπε τρυφερά, θα φτιάξεις και για εμένα;
– Μπα; Πώς και έτσι θα μας τιμήσεις με την παρουσία σου; Απάντησε η Θάλεια ειρωνικά.
– Θάλεια… σε παρακαλώ! Δεν θέλω να καυγαδίσουμε πάλι. Κοίτα, πήγα στον φούρνο και αγόρασα πρωινό.
Η Θάλεια τον κοίταξε παραξενεμένη. Ετοίμασαν το πρωινό τους και κάθισαν μαζί στο τραπέζι. Έπιναν τον καφέ τους αμίλητοι, όταν μετά από μερικά λεπτά η Θάλεια, με πολύ σοβαρό ύφος, ξεκίνησε τη συζήτηση.
– Ιάσωνα, εδώ και καιρό θέλω να σου πω κάτι. Έχω πάρει κάποιες αποφάσεις και η αλήθεια είναι πως δεν νομίζω να υπάρχει κάτι που να μπορείς να κάνεις εσύ ή εγώ για να αλλάξουν. Δεν πάει άλλο. Δεν είμαι ευτυχισμένη, το ίδιο κι εσύ. Όσο μένουμε κάτω από την ίδια στέγη, το μόνο που κάνουμε είναι να φθείρουμε τη σχέση μας κι άλλο. Θέλω να χωρίσουμε. Έχω ήδη μιλήσει με δικηγόρο και έχω καταθέσει αγωγή διαζυγίου. Λυπάμαι.
Ο Ιάσωνας την κοίταζε με κατανόηση. Δεν έφερε καμία αντίρρηση. Ήταν μάταιο, τώρα τουλάχιστον. Πίστευε πως ήταν πια καιρός να δείξει κατανόηση στη γυναίκα του. Στη μητέρα των παιδιών του, και αν κάτι είχε αποφασίσει μετά τα τελευταία γεγονότα, ήταν να κάνει μια νέα αρχή. Είχε αποφασίσει να την αφήσει να ηρεμίσει και να την διεκδικήσει ξανά από την αρχή. Μόνο έτσι θα της αποδείκνυε πως είχε πραγματικά αλλάξει.
Ένα χρόνο μετά, η Θάλεια έλαβε ένα μπουκέτο ροζ τριαντάφυλλα. Επάνω στην ανθοδέσμη υπήρχε καρφιτσωμένη μια μικρή κάρτα:Το ίδιο απόγευμα, το ζευγάρι συναντήθηκε σε ένα μικρό καφέ. Ο Ιάσωνας την κοιτούσε με λατρεία και εκείνη προσπαθούσε να μην ενδώσει εύκολα.
– Ξέρεις, αυτό που δεν έχω καταλάβει είναι τι σε έκανε να αλλάξεις τόσο πολύ.
– Θυμήθηκα το παιδί που ήμουν κάποτε και απλά αναρωτήθηκα αν θα ήταν χαρούμενο για το πώς έγινε όταν μεγάλωσε. Νομίζω πως δεν ήταν.