ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Αρβανίτικος λαϊκός μύθος από την περιοχή Φαναρίου, δήμου Πάργας Πρέβεζας(Τον λαϊκό μύθο μού αφηγήθηκε η θεία μου Βασιλική Παπαζήση-Νικολάου από το Καστρί Φαναρίου, όπως τον έχει ακούσει από τη γιαγιά μου και πεθερά της, Βασιλική Πανούση-Νικολάου).

Η Βιτόρα

Η Βιτόρα για τους Αρβανίτες του Φαναρίου Πρέβεζας, αλλά και όλους τους Αρβανίτες, ήταν η τύχη και το πεπρωμένο, η ζωή κάθε ανθρώπου, καθεμιά από τις τρεις Μοίρες που επισκέπτονταν το μωρό το βράδυ της τρίτης ημέρας από τη γέννησή του και όριζαν το μερτικό του, πάνω από τη σαρμανίτσα.[1]

Πρόκειται για κατώτερη θεότητα των Πελασγών προγόνων μας, το οποίο ορισμένοι μελετητές ταυτίζουν με τη νύμφη Βριτόμαρτη (βλ. αρχαίο μύθο). Συνηγορεί σε αυτή την άποψη η ετυμολογία του ονόματος εκ του μπρίτι/φώναξε (βλ. βριήπυος Άρης/ μεγαλόφωνος Άρης, βριάω/είμαι δυνατός, βριαρός/ισχυρός) + μάρτι/έλαβε, πήρε, συνέλαβε, άρπαξε (βλ. μάρπτω/λαμβάνω, αρπάζω, παίρνω, πιάνω). [2] Βιτόρα, επομένως, είναι αυτή που φωνάζει, σε καλεί και σε παίρνει, αρπάζει, συλλαμβάνει, όπως ακριβώς την παρουσιάζουν να πράττει οι λαϊκές αφηγήσεις στην περιοχή μας, το λίκνο των Πελασγοϊώνων Αρβανιτών, αλλά και σε άλλες αρβανιτόφωνες περιοχές.

Προς επίρρωσιν αυτού, οι γέροντες στο Φανάρι έλεγαν πως η Βιτόρα, με τον ρόλο της Μοίρας, παρενέβαινε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, δοκιμάζοντάς τον. Επισκεπτόταν τις νυχτερινές ώρες την κατοικία του και τον καλούσε με το όνομά του. Όποιος γνώριζε και πίστευε στην ύπαρξή της, απέφευγε να απαντήσει. Η Βιτόρα τον καλούσε δύο φορές και στην τρίτη αποχωρούσε και τον άφηνε στην ησυχία του.

Αν, όμως, αγνοούσε ή δεν πίστευε στην ύπαρξή της και έκανε το λάθος να της απαντήσει, αυτό σήμαινε μεγάλη συμφορά για τον ίδιο και την οικογένειά του, ακόμη και θάνατο, αφού ή θα τον έπαιρνε μαζί της και θα τον θανάτωνε ή θα του έφερνε μεγάλες συμφορές.

Η Βιτόρα έχει δύο μορφές και χαρακτήρες, όπως και η Βριτόμαρτη. Άλλοτε φιλική και ομορφοντυμένη και άλλοτε- και πιο συχνά- μαυροφορεμένη, εχθρική και κακοντυμένη. Η πρώτη είναι η πραγματική της θεϊκή φύση ως προστάτιδας των νεαρών χρηστών κοριτσιών και των ψαράδων, η δεύτερη εξηγείται από την οργή της για τις ορέξεις του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και ορισμένων ψαράδων διαφόρων περιοχών και την εξαφάνισή της, για να γλιτώσει από αυτές. Ως φαίνεται, δεν συγχώρησε το γένος των φαύλων θνητών και επέστρεψε ως ηθικό χρέος στη συνείδηση και τη γόνιμη φαντασία των απλών ανθρώπων του λαού μας, για να γυρέψει εκδίκηση για τα παθήματά της…

Πάντως, αν εξετάσουμε τη νεότερη απόδοση του ονόματός της σε Βιτόρα, Βιτόρεζα (υποκορ.) και Βίτω (λαϊκό), το όνομα ταυτίζεται πιθανότατα με τη λέξη βιτ, βίτι/χρόνος, καιρός και παλιός της αρβανίτικης γλώσσας, αλλά επίσης πιθανή είναι η προέλευση από την αρχαία ελληνική βίη / ζωή, ρώμη, αλκή, δύναμη (βιώ, βίοτος) ενώ ταυτίζεται με τη λατινική vita,ae / ζωή.[3]

Οι γείτονες Αλβανοί, αλλά και οι Αρβανίτες σε ορισμένες περιοχές του ελλαδικού χώρου, ταύτιζαν τη Βιτόρα ή Βιτόργια με το καλό φίδι-δράκο του σπιτιού, τον οικουρό όφι των αρχαίων Ελλήνων που έφερνε την ευτυχία. Ήταν και γι’ αυτούς η τύχη, η μοίρα γενικότερα. «Τέτοια βιτόρα είχε»/τέτοια τύχη είχε, έλεγαν οι παλαιότεροι. Επίσης Βιτόρα αποκαλούσαν και κάθε γυναίκα καλή και επιδέξια στις δουλειές του σπιτιού. «Παντρεύτηκε με μια βιτόρα», έλεγαν και καλοτύχιζαν τον σύζυγό της και επίσης «βάιζ βιτόρε»/καλή και νοικοκυρά κοπέλα. Βιτόργια ονόμαζαν και την αγελάδα την παχιά και γαλατερή. «Πόλι βιτόργια»/γέννησε η βιτόργια.[4]

Στην περιοχή μας πίστευαν ότι συχνά επέλεγε ένα πρόσωπο είτε για να του χαρίσει ευτυχία και πλούτη είτε για να τον καταστρέψει, και τότε έπαιρνε τη μορφή φτωχιάς ή πλούσιας γυναίκας. Αν ήταν φτωχή στην όψη, χάριζε την ευτυχία στους φτωχούς και καλούς ανθρώπους, αν ήταν πλούσια, έφερνε τη συμφορά και δυστυχία. Η Βιτόρα είχε τους δικούς της ηθικούς κανόνες και ανάλογα και ενεργούσε. Μπορούσε, βέβαια, να λάβει και άλλες μορφές και να μεταμορφωθεί και σε ζώο, πάντα θηλυκό, για να πετύχει τα σχέδιά της…

Ο φαναριώτικος αρβανίτικος μύθος.

Μια φορά, λοιπόν, σε διπλανό χωριό από το δικό μας, η Βιτόρα παρουσιάστηκε σε ένα σπίτι και χτύπησε την πόρτα με τη μορφή φτωχής και κακομοίρας γυναίκας.

Ο νοικοκύρης της άνοιξε. Σαν είδε τη φτώχεια και την κακομοιριά της, την πέρασε για ζητιάνα και ετοιμάστηκε να τη διώξει. Όταν άκουσε ότι το μόνο που επιθυμεί είναι να του βόσκει τα πρόβατα χωρίς πληρωμή και μόνο λίγο φαγάκι του ζητούσε να της δίνει κάθε πρωί, αμέσως τη δέχτηκε.

Αυτός ο νοικοκύρης ήταν πολύ τυχερός, αλλά δεν το γνώριζε.

Η Βιτόρα την άλλη μέρα το πρωί,  έπιασε δουλειά. Έβγαλε τα πρόβατα στα χωράφια να βοσκήσουν και το βράδυ τα γύρισε πίσω πιο παχιά και πιο γερά απ’ όσο τα βρήκε. Το ίδιο έκανε και τις άλλες ημέρες. Ο νοικοκύρης άρμεγε τα πρόβατα και δεν πίστευε στα μάτια του. Οι καρδάρες του γέμιζαν γάλα μέχρι επάνω. Τόσο πολύ γάλα πρώτη φορά έβλεπε στο σπίτι του. Πριν έλθει η Βιτόρα, το γάλα ήταν λιγοστό και τα πρόβατα αδύνατα και αρρωστιάρικα. Και τώρα τα καμάρωνε έτσι παχιά και γερά που τα έβλεπε και τον ζήλευαν όλοι στο χωριό.

Η Βιτόρα κάθε βράδυ δεν κοιμόταν στο σπίτι αλλά σε μια γωνιά στο μαντρί, πάνω στα άχυρα μαζί με τα ζώα, για να τα φυλάει και τις νύχτες από τους λύκους και τους κλέφτες. Από τότε που την πήρε στη δούλεψή του, κανένα αρνί δεν του έλειψε, ενώ πριν κάθε τόσο του έκλεβαν τα κριάρια και τα αρνιά και καμιά φορά και οι λύκοι κατέβαιναν και του έσκιζαν πολλά πρόβατα.

Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν και ο νοικοκύρης ήταν πολύ ευχαριστημένος από τη γυναίκα που έβοσκε τα πρόβατά του και έφερνε στο σπίτι του μπουλμέτι[5] και πολλά πλούτη. Γάλα, τυρί, βούτυρο, μαλλιά, κρέας και πολλά λεφτά γέμιζαν τα σεντούκια του. Πάντρεψε το παιδί του και καλοπάντρεψε και την κόρη του. Της έδωσε γερή προίκα και πολλά λεφτά. Έγιναν γάμοι τρικούβερτοι, όλο το χωριό είχε καλέσει και συγγενείς, γνωστούς και φίλους από τα γειτονικά.

Αλλά ο νοικοκύρης αυτός έκανε ένα μεγάλο σφάλμα. Στους γάμους δεν κάλεσε και τη φτωχή γυναίκα που του χάρισε όλα αυτά τα πλούτη. Αυτή ακόμη την άφηνε να κοιμάται στο μαντρί και της έδινε μονάχα το φαγητό που ζητούσε κάθε πρωί να πάρει μαζί της στο χωράφι.

Η Βιτόρα έβλεπε το αφεντικό της να μην έχει την έγνοια της. Να έχουν φουσκώσει τα μυαλά του και να νομίζει ότι πάτησε στο αβγό κι ανέβηκε στον ουρανό.

Όσο περνούσε ο καιρός και αυξανόταν το βιος του, τόσο πιο αχόρταγος γινόταν.

Συνέχεια ήθελε κι άλλα, για να γεμίζει τα σεντούκια λίρες και τις πάλιες[6]υφαντά, λες και είχε κι άλλα παιδιά να παντρέψει και υποχρεώσεις. Δεν φρόντιζε να περάσει καλά με τη σύντροφό του, να βοηθάει τους φτωχούς και τη γυναίκα που του χάρισε όλα αυτά τα πλούτη, αλλά κάθε βράδυ μετρούσε τα λεφτά του και γεμάτος αγωνία και άγχος γύρευε μέρος να τα κρύψει, να μη του τα κλέψουν.

Η Βιτόρα θύμωσε πολύ και έβαλε μπροστά το σχέδιό της.

Κίνησε ένα πρωί και του χτυπά την πόρτα. Όταν άνοιξε και την είδε, ξαφνιάστηκε.

«Τι θες εσύ εδώ;» Τη ρώτησε θυμωμένος. «Δεν πήγες στα πρόβατα; Γι’ αυτό δεν σε πλερώνω;»

«Δεν με πληρώνεις, αφέντη, το ξέχασες; Λίγο φαγάκι σου ζητάω και αυτό παίρνω όλα αυτά τα χρόνια».

«Μονάχη σου το ζήτησες. Κι εγώ δεν στο στέρησα ποτές, έτσι δεν είναι; Άειντε τώρα, σύρε τα ζώα στη βοσκή, ο ήλιος ανέβηκε κι ακόμα μέσα τα’ ναι. Και σήμερα θα σου δώσω λιγότερο φαϊ, γιατί άργησες. Άει, στο καλό, γυναικούλα μου».

«Θα πάω, αφέντη μου, αλλά τρία χρόνια τώρα, παπούτσια δεν έχω στα ποδάρια μου και μου σκιστήκανε οι φτέρνες. Δεν μπορώ άλλο, έχει πολλά αγκάθια στον κάμπο και πολλές πέτρες στο βουνό που πάω τα πρόβατα και χρειάζομαι ένα ζευγάρι γερά παπούτσια».

«Μπα, μπα! Εσύ δεν ζήταγες ως τα τώρα. Θυμήθηκες άξαφνα ότι σε τσιμπάνε τα αγκάθια;»

«Είναι και τα φίδια, αφεντικό. Μια μέρα παραλίγο να με δαγκώσει μία οχιά, αλλά πρόλαβα και τη σκότωσα με το σκόπι. Άμα δεν μου πάρεις, θα σηκωθώ και θα φύγω και να βρεις άλλον για τα πρόβατά σου».

«Καλά, καλά», αναγκάστηκε αυτός να κάνει πίσω. «Θα σου πάρω παπούτσια. Φεύγα τώρα!»

Έτσι της αγόρασε το ζευγάρι που του ζήτησε. Δεν ήθελε να τη χάσει, πού θα έβρισκε τέτοιον τσομπάνο να μην τον πληρώνει και να του φέρνει τόσα πλούτη;

Αλλά δεν ήξερε πως αυτό ήταν το μεγάλο λάθος. Γιατί η Βιτόρα, όταν αρχίσει να ζητάει, τότε έχει αλλάξει και την τύχη σου. Ένα ζευγάρι παπούτσια που φόρεσε στα πόδια από το χέρι του, του έφερε πολλές συμφορές.

Η Βιτόρα άλλαξε συμπεριφορά. Έγινε εκείνη αφεντικό και δεν πήγαινε πια στα πρόβατα. Κάθε μέρα ζητούσε και κάτι από τον νοικοκύρη.

Τη μια καινούρια ρούχα, την άλλη στολίδια και χρυσαφικά. Κοιμόταν τώρα αυτή στο καλύτερο δωμάτιο και έδινε εντολές στον νοικοκύρη και στις δούλες που ζήτησε να της φέρει, για να την υπηρετούν. Κι εκείνος, επειδή φοβόταν μην του φύγει και του πάρει και όλα τα πλούτη που του χάρισε, της έδινε ό τι του ζητούσε και της έκανε όλα τα χατίρια.

Αλλά τα πλούτη του λιγόστευαν με τα ακριβά καπρίτσια της Βιτόρας και στο τέλος δεν έμεινε ούτε δεκάρα στον νοικοκύρη. Εκείνος, όμως, πίστευε ότι πάλι στο σπίτι του μένουν τα πλούτη μαζί με τη Βιτόρα, αλλά έκανε λάθος.

Γιατί η Βιτόρα τώρα μόνο έπαιρνε και τίποτε δεν του έδινε πίσω.

Και έτσι έγινε η Βιτόρα πλούσια κι εκείνος πάλι φτωχός…

[1] Σαρμανίτσα/κούνια ξύλινη, χαμηλή, στην οποία έδεναν τα μωρά και την κουνούσαν, για να αποκοιμηθούν.

[2] Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, J.B Hofmann, 1974

[3] Ι Πανταζίδου, Λεξικόν Ομηρικόν, Εκδόσεις Ιωάννης Σιδέρης, Αθήναι

[4] Αλβανοελληνικό Λεξικό Νίκου Χ. Γκίνη, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, επιμέλεια Γ Καψάλη, 1998

[5] Μπουλμέτ/αφθονία γαλακτοκομικών προϊόντων (βλ. Μπουλιουμέτι-Γαλατάς, χωριό της Πρέβεζας, αρβ. γλ.)

[6] Πάλια/το σύνολο των υφαντών της προίκας των κοριτσιών, τα διπλωμένα και τοποθετημένα με τάξη υφαντά πάνω στο μπαούλο-σεντούκι, ο γνωστός και σε άλλες περιοχές γιούκος (τουρκ. γλ). Είναι αρβανίτικη λέξη εκ του ρήματος παλ/διπλώνω. Είναι πολύ πιθανό το πολυσυζητημένο προσωνύμιο της θεάς Αθηνάς «Παλλάδα» να προέρχεται εκ της περιγραφικής πελασγικής γλώσσας και της λέξης πάλια + δα / έδωσε (δίδωμι) και να σημαίνει εκείνη που κατέχει την τέχνη της υφαντικής, τη διδάσκει και εξ αυτής προσφέρει την προίκα των υφαντών του γάμου, αφού και η ίδια υφαίνει, παράγει και διπλώνει με τάξη τα υφαντά. (Βλ. μύθο Αράχνης). Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε τέσσερα χρόνια στα μεγάλα Παναθήναια οι αρρηφόρες παρθένες προσέφεραν στη θεά έναν υφαντό πέπλο με τις πτυχές του και έντυναν με αυτόν το γιγάντιο χρυσελεφάντινο άγαλμά της μέσα στον Παρθενώνα.

 

Books and Style

Books and Style