ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
Η Ευδοκία Σταυρίδου ξεκίνησε την ενήλικη ζωή της, με όνειρο να σπουδάσει σκηνοθεσία και θέατρο. Όμως μετά τις σχετικές σπουδές της, «η πορεία που ακολούθησα ήταν αυτή της μανούλας» αναφέρει η ίδια, κι έτσι επέλεξε να εργαστεί, για κάποια χρόνια, στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως εμψυχώτρια θεατρικών ομάδων.
Ο ανήσυχος εσωτερικός κόσμος της, σε συνδυασμό με τα πολύπλευρα ταλέντα της, την ώθησε προς τη συγγραφή από τα εφηβικά της χρόνια, με αποτέλεσμα να διαθέτει πλούσιο συγγραφικό έργο, από ποιήματα, διηγήματα έως και θεατρικά έργα, ενώ πρόσφατα εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο που αφορά στο μυθιστόρημα «Κάποτε στη Μυτιλήνη», με το οποίο μας οδηγεί στα μονοπάτια ενός απαγορευμένου έρωτα.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Ευδοκία, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες σου σε ώθησαν να σπουδάσεις σκηνοθεσία κινηματογράφου και θέατρο. Ποια πορεία ακολούθησες μετά τις σπουδές σου;
ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ: Για να είμαι ειλικρινής, η πορεία που ακολούθησα ήταν αυτή της μανούλας με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως τα χρόνια που εργάστηκα ως εμψυχώτρια θεατρικών ομάδων σε σχολεία.
Μ.Γ.: Ποια θεωρείς ότι ήταν η καλύτερη εμπειρία σου στον χώρο του κινηματογράφου ή του θεάτρου;
Ε.Σ.: Αγαπώ την αμεσότητα του θεάτρου, τη στιγμιαία σχέση του θεατή με τον ηθοποιό, τη διαδραστική μεταφορά συναισθημάτων, και αφού αυτό είναι το κομμάτι πάνω στο οποίο έχω και τη μεγαλύτερη εμπειρία, θα πω πως η επαφή μου με τα παιδιά ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, ένα πολύ μεγάλο σχολείο για το οποίο είμαι ευγνώμων.
Μ.Γ.: Με τη συγγραφή πότε αποφάσισες ν’ ασχοληθείς;
Ε.Σ.: Με τη συγγραφή ασχολούμαι από τα εφηβικά μου χρόνια. Ήταν η διέξοδός μου, η ανάσα μου, η κραυγή μου!
Μ.Γ.: Έχεις γράψει θεατρικά έργα, ποιήματα, διηγήματα και πρόσφατα το πρώτο σου μυθιστόρημα. Τι είναι αυτό που σε παρακινεί να ασχοληθείς με διαφορετικό είδος κάθε φορά;
Ε.Σ.: Είναι κάτι που δεν έχω σκεφτεί ποτέ, γιατί δεν είναι συνειδητό. Απλώς έχω την ιδέα και ξέρω κάθε φορά για ποιο είδος προορίζεται, και η αλήθεια είναι πως καθόλου δεν θέλω να εκλογικεύσω αυτή τα διαδικασία γιατί θεωρώ πως θα χάσει κάτι από τη μαγεία της.
Μ.Γ.: Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης για σένα;
Ε.Σ.: Τα πάντα. Η ζωή η ίδια. Το ότι ξυπνάω κάθε μέρα και αντικρίζω τον ήλιο, είναι για μένα μαγικό! Και βέβαια οι άνθρωποι τους οποίους αγαπώ πολύ. Τους παρατηρώ, τους αφουγκράζομαι και ψάχνω πίσω από το προφανές, για να κατανοήσω τις συμπεριφορές τους.
Μ.Γ.: Το πρώτο μυθιστόρημά σου έχει τίτλο «Κάποτε στη Μυτιλήνη». Στο εξώφυλλο αναφέρεται πως πρόκειται για αληθινή ιστορία. Πώς έφτασε στα αυτιά σου;
Ε.Σ.: Όπως ακριβώς το λέω στην πρώτη σελίδα του βιβλίου μου, που είναι και η αφιέρωση, γιατί στη ζωή μου έχω μάθει πάντα να επιστρέφω ό,τι μου δίνεται, έτσι λοιπόν στο θάλαμο ενός νοσοκομείο πριν από πολλά χρόνια, το 2004, η Ευστρατία μου αφηγήθηκε αυτή την ιστορία, της οποίας υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας μιας και εργαζόταν στο αρχοντικό της Αγγέλας.
Μ.Γ.: Η μυθοπλασία, τι θέση έχει στην ιστορία που αφηγείσαι;
Ε.Σ.: Θα έλεγα πως είναι 50-50 γιατί δεν υπήρχαν τότε κάμερες παρακολούθησης, άρα πολλές στιγμές που το ζευγάρι βρισκόταν σε διάφορες περιοχές δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τι έλεγαν ή τι έκαναν. Όμως τα γεγονότα από την αρχή ως το τέλος είναι τα πραγματικά. Είναι τόσο απίστευτα που δεν θα τολμούσα να τα αγγίξω.
Μ.Γ.: Το βιβλίο σου αφορά μια ερωτική ιστορία στην δεκαετία του 1950. Πώς παρουσιάζεται ο έρωτας σύμφωνα με το γεγονότα που αφηγείσαι;
Ε.Σ.: Απαγορευμένος. Υποταγμένος σε κοινωνικά πρότυπα και στερεότυπα. Αυτός είναι και ο λόγος που αποκτά τέτοια δύναμη. Το απαγορευμένο πάντα ελκύει τους ανθρώπους και του παρασέρνει να σπάνε κάθε όριο. Μα όταν το ποτάμι ξεχειλίσει, δεν υπάρχει τίποτα για να ανακόψει την ορμή του.
Μ.Γ.: Ο Νικήτας είναι ο άρχοντας της Μυτιλήνης, η Νίνα είναι μια πάμφτωχη κοπέλα. Ηλικιακά ώριμος ο άντρας, νεαρή στην ηλικία η κοπέλα. Κρίνοντας από την εξέλιξη της ιστορίας, ποιος απ’ τους δυο είναι ο δυνατός και ποιος ο αδύναμος;
Ε.Σ.: Η Νίνα αποδεικνύεται πιο δυνατή, γεγονός καθόλου περίεργο. Ποιος αμφισβητεί πως οι γυναίκες είναι πιο δυνατές συναισθηματικά και όχι μόνο από τους άντρες; Ο Νικήτας το παλεύει μέχρι εκεί που αντέχει μέσα από τα δεσμά του γιατί σε αντίθεση με τη Νίνα δεν είναι ελεύθερος. Οι αλυσίδες που σέρνει είναι πολύ βαριές, ειδικά εκείνη την εποχή.
Μ.Γ.: Και οι δύο είναι θύματα του έρωτα, αλλά μήπως και μεταξύ τους αντάλλασαν ρόλους θύτη και θύματος;
Ε.Σ.: Σε έναν βαθμό, όταν η Νίνα πήρε την απόφασή της αλλά αυτό δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο συναισθηματικά, γιατί όταν βιώσεις κάτι τόσο βαθύ δεν μπορείς ποτέ να το αποχωριστείς. Είναι πάντα μπροστά σου και σε ένα μεγάλο βαθμό σε καθοδηγεί ακόμα και αν αυτό γίνεται υποσυνείδητα.
Μ.Γ.: «Θα έρθει η κάθαρση μετά την ύβρη που διέπραξαν;» ρωτάς στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Γιατί θεωρείται ύβρις ο έρωτας;
Ε.Σ.: Όχι ο έρωτας. Ο απαγορευμένος έρωτας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε μέσα σε μια κοινωνία υπάρχουν γραπτοί και άγραφοι νόμοι και η μοιχεία δεν είναι σύμφωνη με αυτούς.
Μ.Γ.: «Θα μεταμορφωθούν οι Ερινύες σε Ευμενίδες;» ρωτάς στο οπισθόφυλλο και πάλι. Πιστεύεις πως στην περίπτωση του Νικήτα και της Νίνας μπορούσαν να μεταμορφωθούν;
Ε.Σ.: Μάλλον όχι, αφού έχουν διαπράξει ύβρη, αλλά η προσωπική μου άποψη είναι πως όταν κάνεις κάτι χωρίς να θέλεις να βλάψεις κανέναν και κίνητρό σου είναι η αγάπη στην ουσία της, τότε συγχωρείσαι και το δείχνω μέσα από τη μεταφυσική διάσταση που δίνω στη σκηνή της ταφής της Νίνας. Αυτές οι ψυχές ενώθηκαν στο πάντα γιατί δεν θα μπορούσε να συμβεί τίποτα λιγότερο.
Μ.Γ.: Θεωρώ πως η ιστορία του Νικήτα και της Νίνας είναι συγκλονιστική. Το τέλος όμως με την Αλκμήνη και τον Άγγελο με προβλημάτισε κι αναρωτιέμαι αν θα διαβάσουμε κάποια συνέχεια της ιστορίας σε επόμενο βιβλίο. Είναι κάτι που το σκέφτεσαι;
Ε.Σ.: Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτό που μου λες! Όταν κλείνω ένα βιβλίο ποτέ δεν γυρίζω πίσω. Πώς να τολμήσω να αγγίξω αυτή την ιστορία δίνοντας την όποια συνέχεια; Θεωρώ πως θα την αποδυναμώσω. Σε κάθε περίπτωση, δεν πιστεύω πως υπάρχει περίπτωση οι απόγονοι να έζησαν κάτι παρόμοιο. Άρα θα το αφήσουμε εκεί και θα πάμε στο επόμενο βιβλίο. Κάποιους ή κάποιον από τους ήρωες μπορεί όμως να τους συναντήσουμε και στο επόμενο βιβλίο.
Μ.Γ.: Αφού σε ευχαριστήσω και σου ευχηθώ καλοτάξιδο το βιβλίο σου, θα σου ζητήσω να κλείσεις αυτή τη συνέντευξη με μια αγαπημένη σου φράση μέσα από το βιβλίο.
Ε.Σ.: Εγώ σε ευχαριστώ πολύ, Μαίρη Γκαζιάνη. Δεν είναι μια φράση, μόνο είναι περισσότερες που καταλήγουν στην άποψή μου για τη ζωή. Αν δεν ήρθες να ζήσεις δεν ήρθες καθόλου.
«Δεν θα αγαπήσω ποτέ κανέναν όσο αυτόν. Δεν θα πονέσω ποτέ για κανέναν όσο γι’ αυτόν. Ο νους του ανθρώπου είναι πολύ δύσκολο να χωρέσει όσα ζήσαμε, όσα νιώσαμε. Τόσος πόνος, τόση αγάπη, τόση απελπισία, τόση τρυφερότητα, τέτοιο πάθος, τόσος θυμός… Είμαι σίγουρη πως ελάχιστοι άνθρωποι έχουν ζήσει κάτι τόσο δυνατό, κι από αυτή την άποψη είμαι πάρα πολύ ευτυχισμένη που με ευλόγησε ο Θεός να το βιώσω».
*Το βιβλίο «Κάποτε στη Μυτιλήνη» της Ευδοκίας Σταυρίδου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Η Ευδοκία Σταυρίδου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Σκηνοθεσία Κινηματογράφου και Θέατρο. Η μεγάλη της αγάπη για το διάβασμα από τα νεαρά της χρόνια αποτέλεσε ερέθισμα ώστε να στραφεί στα μονοπάτια της γραφής. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημιουργία θεατρικών ομάδων στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το «Κάποτε στη Μυτιλήνη» είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Είναι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.