ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΦΑΙΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ήξερα τι άφηνα πίσω μου. Άφηνα χρόνια, ελπίδες και όνειρα. Δεν ξέρω τώρα πια, τώρα που πέρασαν τόσα χρόνια από εκείνο το πρωινό, τι με πονούσε πιο πολύ, μα ξέρω ένα μόνο. Δεν είχαν μείνει και πολλά για να παλέψω να σώσω. Τα περισσότερα τα έχασα στη μάχη.
Θυμάμαι τα πάντα, μόνο που τα θυμάμαι σαν ασπρόμαυρη ταινία. Σαν να μην ήμουν εγώ εκεί, μα κάποια άλλη.
Ήταν πρωί Δευτέρας. Λίγο μετά το Πάσχα. Το ταξί σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το γραφείο έκδοσης εισιτηρίων. Στάθηκα μπροστά στην πόρτα και προσπάθησα να δείχνω όσο πιο ήρεμη μπορούσα. Μπήκα μέσα και πλησίασα τον υπάλληλο. Είπα τον προορισμό και ζήτησα ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή. Εκείνος με κοίταξε σαν να κατάλαβε. Ίσως αφουγκράστηκε το γρέζι στη φωνή μου. Ίσως κατάφερε να δει ένα δάκρυ να κυλάει πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά. Ίσως να ήταν και η ιδέα μου. Βγήκα έξω και έκρυψα το χέρι μου, σφιγμένο σε γροθιά, μέσα στην τσέπη του μπουφάν μου. Όχι, δεν ήταν ο θύμος που μ’ έκανε να έχω τα χέρια μου κλεισμένα έτσι. Ήταν η απελπισία. Μέσα στο χέρι μου κρατούσα σφιχτά το εισιτήριό μου για μια νέα αρχή. Κλεισμένη μέσα στη χούφτα μου, βρισκόταν η τελευταία μου ευκαιρία.
Το πλοίο έφτασε και ο κόσμος άρχισε να επιβιβάζεται. Οι περισσότεροι συνταξιδιώτες μου ήταν χαρούμενοι -ή έστω ήρεμοι. Κρατώντας τη βαλίτσα μου στο ένα χέρι, σέρνοντας τα βήματά μου και με την ανάσα μου βαριά από αγωνία, μπήκα στο πλοίο. Μέχρι και εκείνη την τελευταία στιγμή είχα την ελπίδα πως θα καταλάβαινε και θα ερχόταν. Το είχα ονειρευτεί τόσες φορές. Την τελευταία στιγμή, λίγο πριν μπω στο πλοίο, ήθελα να έρθει και να φωνάξει τ’ όνομά μου. Να ακούσω μέσα στη βουή του πλήθους τη φωνή του να λέει το όνομά μου. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο. Μα δεν ήρθε. Το πλοίο ξεκίνησε και δεν ήξερα αν ένοιωσα ανακούφιση ή λύπη. Δεν ήξερα με ποιον ήμουν πιο θυμωμένη, μ’ εκείνον ή μ’ εμένα. Πλησίασα την κουπαστή και κοίταξα τον κόσμο που είχε μείνει πίσω, στην αποβάθρα. Η θάλασσα άφριζε από την ορμή του πλοίου, σχηματίζοντας ένα ολόλευκο μονοπάτι καθώς προχωρούσε μπροστά.
Εκείνη τη μέρα δεν μπορώ να την ξεχάσω, μόνο που στο μυαλό μου έχει μείνει ασπρόμαυρη. Δεν θυμάμαι ίχνος χρώματος πουθενά. Ήξερα τι άφηνα πίσω. Άφησα νιάτα. Τα κατέθεσα εκεί, σε εκείνον, ελπίζοντας να μου αποδώσουν όσα άξιζαν. Άφησα ελπίδες, μία για κάθε αποτυχημένη μου προσπάθεια. Άφησα τα όνειρά μου. Τα όμορφα μου κοριτσίστικα όνειρα. Δεν είχα πολλά για να παλέψω να σώσω. Η αξιοπρέπεια μου είχε μείνει μόνο.
Τόσα χρόνια μετά, υπάρχουν κάποια βράδια που δεν στο κρύβω, η ψυχή μου ανταριάζει. Αισθάνομαι το αίμα μου να ανεβαίνει με ορμή μεγάλη στο κεφάλι μου. Μαυρίζουν τότε όλα γύρω μου και χάνονται τα χρώματα. Θυμώνω. Θυμώνω με τη μοίρα μου, που μου έπαιξε ετούτο το παιχνίδι. Μα σαν θυμάμαι τα μάτια του εκείνη την τελευταία φορά, τα λόγια του που τα ʼπε μέσα από τα δόντια…
Ένα ξέρω μόνο να σου πω, γι’ αυτό και άκουσέ το καλά. Από ό,τι σε θίγει και σε πονάει τρέξε. Φύγε και πίσω μην κοιτάς. Δεν είναι δειλία. Αξιοπρέπεια λέγεται.