ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
(Αφήγηση: Βασιλική Παπαζήση-Νικολάου, Καστρί Πρέβεζας)
«Πίσω στα χρόνια τα παλιά και κάθε Χριστούγεννα τις άγιες μέρες, έβγαιναν οι Παγανιές και τα Παγανά, εμείς τα λέγαμαν και Πειραξίες, γιατί πήγαιναν στα σπίτια του κόσμου, για να πειράξουν και να κάνουν κακό στους νοικοκυραίους.
Αυτοί ήταν μαυριδεροί και μαλλιαροί και έζεχναν, απ’ όπου πέρναγαν. Έμπαιναν μέσα στα σπίτια, μαγάριζαν τα φαγητά και κατουρούσαν, όπου εύρισκαν. Όλες οι νοικοκυρές φυλάγαμαν τα σπίτια μας να μη μας τα βρομίσουν. Μπορούσαν να μοιάσουνε σε γυναίκα ή άντρα και να έρθουν σαν γείτονες, φίλοι και φιλινάδες, για να σε ξεγελάσουν.
Έτσι ένα βράδυ κίνησαν δυο Παγανιές και πήγαν σε ένα σπίτι.
Σ’ αυτό ζούσε μια καλομάνα που είχε ένα παιδάκι μονάκριβο. Το αγάπαγε πολύ και κάθε βράδυ το κοίμιζε με τραγούδια και παραμύθια.
Της χτύπησαν την πόρτα και της φώναξαν: «Ώι, μότρουμα(1) , άνοιξέ μας!»
Εκείνη άνοιξε και τις έβαλε μέσα, αφού νόμιζε πως ήταν οι μότρουμες που είχε από μικρή κοπέλα. Ήταν οι καλύτερες φιλενάδες της και είχαν ορκιστεί στην εκκλησιά και στον παπά να είναι αγαπημένες μέχρι τον θάνατο. Έτσι κάναμαν τότενες άντρες και γυναίκες, ενώναμαν τη φιλία στην εκκλησιά και οι άντρες το κάναν και με το αίμα από τα δάχτυλά τους.
Αυτοί γινόνταν βλάμηδες και οι κοπέλες μότρουμες.
Οι δύο Παγανιές μπήκαν μέσα και στρογγυλοκάθισαν σιμά στη βάτρα(2) .
Η μία έπιασε να γνέθει τη ρόκα και η άλλη σκάλιζε με τη μασιά τη φωτιά να θεριέψει, γιατί είχαν βάλει κακό σκοπό, να της το κάψουν το παιδάκι, άμα η μάνα θα έπεφτε για ύπνο.
Αλλά η μάνα ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα και κατάλαβε ότι αυτές δεν ήταν οι φιλινάδες που γνώριζε, αλλά Παγανιές που ήθελαν το κακό της.
Γι’ αυτό ξεκίνησε να λέει πολλά παραμύθια στο παιδί της, τάχα για να το κοιμίσει, αλλά στ’ αλήθεια για να περάσει η ώρα, μέχρι να λαλήσει ο πρώτος κόκορας και να φύγουν.
Οι Παγανιές έκαναν τη δουλειά τους, να γνέθει η μία και η άλλη να ανακατώνει τη φωτιά. Είχαν τεντώσει και τα αυτιά και άκουγαν το όμορφα παραμύθια που έλεγε η μάνα στο παιδί, για να κοιμηθεί. Καρτέραγαν να κοιμηθεί και η μάνα και βιάζονταν, γιατί, άμα λαλούσε ο πρώτος κόκορας, έπρεπε να φύγουν.
Έτσι και έγινε. Όταν άκουσαν τον πρώτο κόκορα να λαλεί, οι δύο Παγανιές σηκώθηκαν να φύγουν.
Αλλά ήτανε και πολύ πονηρές. Πριν φύγουν, άφησαν τη φούρκα(3) από τη ρόκα μέσα στο σπίτι και τη ρούτουλα(4) . Μετά κατούρησε η μία πίσω από την πόρτα και ύστερα χαθήκαν στο σκοτάδι.
Αλλά μέχρι τον δεύτερο κόκορα που θα αργούσε να λαλήσει, κατά τις τρεις η ώρα, αυτές γυρίσανε πίσω.
Χτυπήσαν την πόρτα και φωνάξαν πάλι «άνοιξε, μότρουμα, την πόρτα», αλλά η μάνα δεν τους άνοιξε αυτή τη φορά.
«Άνοιξε, φούρκα!», πρόσταξαν τότε τη φούρκα που είχαν αφήσει μέσα.
«Είμαι όξω», απάντησε η φούρκα.
«Άνοιξε, ρούτουλο!»
«Είμαι όξω!» είπε και το ρούτουλο
«Άνοιξε, κατούρι!»
«Είμαι όξω!» αποκρίθηκε και το κατούρι.
«Α κυρά, εσύ ξέρεις πιο πολλά από τε μας!»
Φώναξαν τότενες φουρκισμένες οι Παγανιές στη γυναίκα που τις είχε καταλάβει, είχε καθαρίσει και τα είχε πετάξει όλα αυτά όξω από το κονάκι της.
Με τον θυμό καλιτζέρκα(5) πήγαν στο νεκροταφείο του χωριού. Εκεί έσκαψαν με τα χέρια έναν φρέσκο τάφο, έβγαλαν το παιδί που είχε πεθάνει πριν λίγες μέρες και της το κρεμάσαν στην πόρτα.
Έτσι της έκαμαν οι κακόψυχες της καλομάνας που τήραξε να φυλάξει το παιδάκι της σαν όλες οι μανάδες.
Γι’ αυτό και οι παλιοί δεν τις χωνεύαν και τηράγαν πώς να τις εμποδίσουνε να τρυπώσουνε στα σπίτια. Αλλά ό τι και να κάναμαν, είχανε αυτές πολλούς τρόπους και πάντοτες βρίσκανε τρύπα να χωθούν μέσα και να μας πειράξουν. Και μαναχά τα Φώτα η αγιαστούρα του παπά τις έδιωχνε μέσα στη σπηλιά τους και μέχρι τα άλλα Χριστούγεννα αυτές έκοβαν το δέντρο κι εμείς λαρώναμαν…».
——————————————————————-
(1) Μότρουμα=αδελφοποιητή (μότρα=αδελφή, αρβανίτικη λέξη)
(2) Βάτρα=εστία, τζάκι (αρβ. λέξη)
(3) Φούρκα=ο ξύλινος σκελετός του αδραχτιού-ρόκας (αρβ. λέξη)
(4) Ρούτουλα(ο)=σφονδύλι (αρβ. λέξη)
(5) Καλιτζέρκα= καβάλα στους ώμους (κάλι=άλογο και τζέρκ, ου-σβέρκος-στον σβέρκο του αλόγου, αρβανίτικη έκφραση Φαναρίου)