ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΙΚΟΛ ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗ
Κάτι τέτοιο ποτέ δεν το περίμενα από σένα˙
να μαζεύεις ρώγες σταφυλιού από
το ξύλινο πάτωμα
και να χαζεύεις από το παράθυρο,
τον ερχομό του ήλιου.
Ήταν ισχυρό το μοτίβο
της αναπάντεχης υποταγής.
Σκορπούσα τα φύλλα της
βιολέτας κάτω από τα
βλέφαρά σου και εσύ γελώντας,
τα κολλούσες στο δέρμα σου
και κοκκίνιζαν τα μάγουλά σου.
Έπειτα έπαιρνες το πρόσωπό μου
στα χέρια σου και ενώναμε
τα βλέμματά μας.
Είχε μεσημεριάσει, μα οι άνθρωποι,
ξέφρενοι πάντοτε, φαίνονταν βήματα
στις αυλές του κόσμου.
Τραγουδιάρηδες άνεμοι ξέφτιζαν
τα τελευταία μας λόγια,
που ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν.
Το δωμάτιο σκοτεινό με τις γρίλιες
να σιγοπαίζουν στα βλέφαρα της αυγής
και να μην έχουμε τελειώσει ακόμα
την αγάπη μας.
Τα δάκρυα να κυλούν για
να κολυμπήσει ο πόνος
στα μύχια του δέρματος,
στα αγγεία της στιγμής εκείνης.
Το πουκάμισο ριγμένο στην πλάτη
της πολυθρόνας,
ανέμελα αγνοούσε
τους καημούς του δωματίου.
Κάτι σκιές σαν απόχρωση
από τις δυνατές σκέψεις
των παιχτών της τρέλας,
απογειώθηκαν.
Με το στόμα σου να ψιθυρίζει
ακόμα στο λαιμό μου, ανασηκώθηκα.
Έγινε νύχτα και έφυγαν οι βουές
από τη μέρα του μόχθου.
Μείναμε μόνοι, μ’ ένα τραπέζι στη μέση
ένα πουκάμισο άδειο
από κορμί να ανατριχιάζει.
Το φόρεσες βιαστικά και αλύγιστα,
κουμπώνοντάς το ως τον λαιμό.
Μεταμορφώθηκες.
Δεν επρόκειτο να αγαπήσω πιο πολύ
από εκείνη τη μέρα.