ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ

Χτυπούσε με δύναμη στα κάγκελα. Αναπηδούσε σε κάθε χτύπημα του χεριού. Ρυθμικά. Κι έπειτα η λαχανιασμένη φωνή, που κατέληγε όπως πάντα σε κραυγή και του τρυπούσε τα τύμπανα, δυναμωμένη σε κάθε αριθμό: 1 νταπ 2 νταπ 3 νταπ….. τριάντα νταπ τριανταένα νταπ τριανταδύοοοοοοο

Γιατί τριανταδύο σκεφτόταν. Γιατί όχι τριάντα, είκοσι ή και δέκα; Κοίταξε από το παράθυρο. Να ‘τος, σκέφτηκε.

Τα μάτια του μίκρυναν από μίσος, τα δόντια σφίχτηκαν, το ίδιο και τα χείλια σχηματίζοντας μια ίσια γραμμή. Δεν ήξερε να πει τι τον ενοχλούσε περισσότερο: οι ήχοι ή το νούμερο; Το χέρι του γράπωσε την λαβή του μαχαιριού. Ένα μαχαίρι από ατσάλι, μακρύ και ίσιο. Λείο.

Μπήκε στο σπίτι χαλαρός. «Ποτέ ξανά.» Ήταν οι πρώτες λέξεις που σχημάτισε ο νους του. Κι έπειτα το άκουσε. Το χτύπημα, το ρυθμικό αναπήδημα, την λαχανιασμένη και θριαμβική κραυγή……. τριανταδύοοοοοοο

«Αποκλείεται.» Ψιθύρισε. Η επανάληψη ωστόσο τον ωθούσε να το πιστέψει. Χτύπημα, ρυθμικό αναπήδημα, κραυγή. Αλαφιασμένος κοίταξε από το παράθυρο.

Το αγόρι κειτόταν εκεί που το είχε αφήσει και η μπάλα δίπλα του ξεφούσκωτη από τις απανωτές μαχαιριές, τόσες όσες είχε και το σώμα του αγοριού.

«Όχιιιιι» μούγκρισε και χτύπησε με την παλάμη τον κρόταφο. Τίποτα. Το άκουγε ξανά και ξανά. Το ίδιο.

«Τώρα θα σου δείξω εγώ!» Μουρμούρισε όλο λύσσα. Κι αρπάζοντας το μαχαίρι το έμπηξε με δύναμη στην μήνιγγα, εκεί όπου ακουγόταν η φωνή λαχανιασμένη και θριαμβική.

Τη μάνα που ούρλιαζε και τον πατέρα που είχε πέσει στο ματωμένο στέρνο τους πήραν με ηρεμιστικές, να μη νοιώθουν, να μη νοούν.

Η γειτόνισσα δεν σκέφτηκε και πολύ να το πει.

«Μα φαινόταν τόσο καλός άνθρωπος! Ήσυχος, κανέναν δεν είχε πειράξει!»

Το επανέλαβε και στους δημοσιογράφους των καναλιών, που είχαν συρρεύσει με τα μικρόφωνα στα χέρια και ζητούσαν την γνώμη της γειτονιάς.

Αργότερα και μακριά από τα “φώτα της δημοσιότητας”, βρέθηκε στο κέντρο του μικρού κύκλου των γειτόνων, που βρήκαν την ευκαιρία ν’ ανταλλάξουν απόψεις για το συμβάν. Άλλωστε, εκείνη ήταν που είχε βρει πρώτη το αγόρι και είχε παρατηρήσει και την ανοιχτή πόρτα. Πάντα έβγαινε την ίδια ώρα με το λάστιχο, να ποτίζει τον δρόμο, με το αυτί και το μάτι κολλημένο στους απέναντι. «Από κάτι τέτοιους βέβαια να φοβάσαι. Τους ήσυχους.» Πρόσθεσε με νόημα στα προηγούμενα λόγια της που χαρακτήριζαν ως καλό άνθρωπο τον φονιά και αυτόχειρα. «Κι αυτό, ένα ζιζάνιο ήταν. Πόσες φορές του είχαμε πει να παίζει κοντά στο σπίτι του και να μην έρχεται εδώ και μας ζαλίζει με τις φωνές και την μπάλα που κοπάναγε ώρες ολόκληρες! Και να δεις με τι δύναμη την κλωτσούσε στα κάγκελα αυτουνού του φουκαρά! Πολύ θέλει ο άνθρωπος;» Απόσωσε ευχαριστημένη που έβαλε τα πράγματα στην σωστή τους θέση. «Από την άλλη,» έμεινε για λίγο σκεφτική «σήμερα ούτε φωνές άκουσα ούτε μπαλιές και είχε και μέρες να φανεί. Ποιος ξέρει τι να συνέβη την ώρα που δεν παρακολουθούσα. Τέλος πάντων. Τι να μαγειρέψω αύριο;» Στράφηκε στον άντρα της. «Να κάνω κάτι νόστιμο, να ξεχαστούμε  κιόλας. Τόσο αίμα! Όλο μπροστά μου το βλέπω! Καημένο παιδί!»

Books and Style

Books and Style