ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΣΚΙΤΣΟ: ΝΙΚΟΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ

Η Νάντια κοίταξε τη μητέρα της στα μάτια, μ’ αυτό το ενοχλητικό βλέμμα που υποδηλώνει έκπληξη ανακατεμένη με καχυποψία, απέναντι σε όσα εκείνη της είχε εκμυστηρευτεί δύο ώρες νωρίτερα. Το μόνο που κατόρθωσε να βγάλει απ’ το στόμα της ήταν ένα ξερό «έχεις πρόβλημα, μαμά».

Η μητέρα της, η Ελένη, ήταν 58 χρονών. Και τόσο πρόωρα γερασμένη, σαν να την είχε ρουφήξει το πιο ανελέητο και ύπουλο βαμπίρ, ο χρόνος. Δεν αντέδρασε όταν άκουσε την κόρη της να ξεστομίζει με οίκτο και ειρωνεία αυτή τη φράση. Έσκυψε απλώς το κεφάλι, λέγοντας «εγώ πάντως σου τα είπα…».

13 Σεπτεμβρίου 2009. Η Νάντια θα γιόρταζε σε λίγες ώρες τα γενέθλιά της μαζί με τον αγαπημένο της μπαρμαν, ο οποίος, εκτός από κοκτέιλ, έφτιαχνε και την ερωτική της διάθεση. Ο fuck buddy της -όπως αποκαλούσε για πλάκα τον σύντροφό της, τον Γιάννη- ετοίμαζε μια έκπληξη για να γιορτάσει τα εικοστά πρώτα της γενέθλια και μάλιστα με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο. Όμως ο νους της Νάντιας ήταν χαμένος στη μετάφραση όσων της είχε εκμυστηρευτεί η μητέρα της. Κι αυτά που η Ελένη μοιράστηκε με την κόρη της, αν δεν αποτελούσαν μητρικό παραλογισμό λόγω εμμηνόπαυσης, αποτελούσαν το πιο επικίνδυνο μυστικό της πόλης.

Λίγες ώρες νωρίτερα, η μητέρα της Ελένης ήταν καθισμένη στον καναπέ του σαλονιού, σε μια υπέροχη μονοκατοικία στην Απολλωνία, ένας οικισμός πολυτελών κατοικιών λίγο έξω από τη Χαλκίδα, ξεφυλλίζοντας νοσταλγικά κάποιο φθαρμένο από τα χρόνια άλμπουμ φωτογραφιών. Στο μαύρο εξώφυλλό του, ήταν γραμμένα στο χέρι τα εξής λόγια: «Τα σημερινά προβλήματα είναι εικόνες από το παρελθόν». Τι εννοούσε η ποιήτρια; Ναι, η Ελένη τα τελευταία χρόνια είχε εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές κι ετοίμαζε μια τέταρτη, με τίτλο «Τα προβλήματα είναι εικόνες», μία επιτομή γεμάτη παράξενες ιδέες, σχεδόν τρομακτικές, συνοδευόμενες από μπόλικο ερωτισμό και με μια μικρή δόση φεμινιστικού πνεύματος απ’ τη δεκαετία του ’70. Σύμπτωση; Μάλλον όχι, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι γραφιάδες έχουν το μοναδικό προνόμιο να παρουσιάζουν τα βιώματα και τις σκέψεις τους υπό μορφή παραμυθιών, προσθέτοντας την απαραίτητη υπερβολή και μια γενναία δόση φαντασίας. Έτσι όπως κάνουν οι ερωτευμένοι που υπόσχονται πολλά, για να κάνουν λίγα.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Νάντια μπαίνει στο σαλόνι και δίνει ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο της μητέρας της, ρωτώντας την «τι κάνει η σούπερ ντούπερ μαμά;» Η Ελένη δεν απάντησε αμέσως, έτσι όπως ήταν χαμένη στο σκοτεινό παρελθόν της. «Κάτσε να σου πω…», είπε στην κόρη της μετά από κάποια δευτερόλεπτα ανησυχητικής σιγής. «Ωχ», πρέπει να σκέφτηκε η Νάντια στιγμιαία, «θα με πρήξει με τα γκομενικά μου». Όμως η Ελένη δεν είχε καμία πρόθεση να ασχοληθεί με τους εραστές της Νάντιας, και ο λόγος ήταν απλός: Κάθε φορά που τολμούσε να ξεστομίσει κάτι για την άστατη ζωή της ξανθιάς κοπέλας, στο μυαλό της αναδυόταν η ουσιαστικότερη φράση της Καινής Διαθήκης «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Και ήταν τόσες οι πέτρες που θα μπορούσαν να ριχτούν στο κεφάλι της Ελένης…

«Κάτσε να σου πω…». «Μαμά», είπε αγχωμένα η Νάντια, «ξέρεις, έχω τα γενέθλιά μου απόψε και είμαι τόσο απασχολημένη, όσο δεν φαντάζεσαι…». «Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα, θα σου κάνω ένα… πώς να το πω…» της απάντησε η μητέρα της μ’ ένα απόκοσμο και συνάμα γλυκό χαμόγελο, «…ένα διαφορετικό δώρο. Την αλήθεια για τη μητέρα σου…» Η Νάντια κούνησε το κεφάλι της γρήγορα δεξιά κι αριστερά, μειδίασε, και είπε «σε ακούω».
Οι δύο γυναίκες έσκυψαν κοντά η μία στην άλλη, σαν ένα οικογενειακό μυστικό να περνούσε εκείνη την ιερή στιγμή από τη μητέρα στην κόρη…

Στις 20 Ιουλίου του 1969, ο Apollo 11 είχε προσγειωθεί στη Σελήνη. Μία μέρα αργότερα, η τότε 21χρονη Ελένη, «απογειωνόταν» στην αγκαλιά του Δημήτρη, ζώντας έναν έρωτα που θα την έστελνε από τη Γη στην Κόλαση. Ο Δημήτρης ήταν αεροπόρος στην Air Franvol, μια εταιρεία για την οποία πολλά είχαν ακουστεί. Όπως για παράδειγμα ότι διακινούσε απαγορευμένες ουσίες, αλλά και όπλα τα οποία κατόπιν διοχετεύονταν σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ουδέποτε αποδείχθηκε δικαστικά μια τέτοια κατηγορία, ωστόσο μετά από πέντε χρόνια η αεροπορική εταιρεία έπαψε να λειτουργεί για άγνωστους λόγους.
Η Ελένη, πολλά υποσχόμενη Χαλκιδέα δημοσιογράφος στο αθηναϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό NewWeek, ασχολούταν τους τελευταίους μήνες με μια έρευνα γύρω από κάποιες ύποπτες (ωστόσο αναπόδεικτες) διασυνδέσεις στελεχών της Air Franvol με γνωστό χειρουργό, για τον οποίο υπήρχαν οι υποψίες ότι ήταν μπλεγμένος σ’ ένα κύκλωμα διακίνησης ανθρωπίνων οργάνων. Ουδέποτε η Ελένη θεώρησε σκόπιμο να συνδέσει τον Δημήτρη με την έρευνά της. Εξάλλου, μπορεί να θεωρούταν δαιμονική ρεπόρτερ, παρ’ όλα αυτά μόνο παρανοϊκή δεν θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κάποιος. Άλλωστε, η άρνηση φέρνει την ευτυχία. Ενώ η επίγνωση πονάει. Έτσι λοιπόν, το καλοκαίρι κύλησε στην άμμο και σε απομακρυσμένες παραλίες της Νότιας Εύβοιας, εκεί όπου τότε δεν μπορούσε να τις διασχίσει ούτε γαϊδούρι. Εκτός από… το ένα και μοναδικό, όπως αποδείχθηκε αργότερα.

1η Σεπτεμβρίου 1969. Ο Δημήτρης πηγαινοερχόταν λόγω της δουλειάς του μεταξύ Παρισιού και Χαλκίδας. Σε ένα απ’ τα πολλά ταξίδια του, πρότεινε στην αγαπημένη του να τον ακολουθήσει, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να απολαύσουν τον έρωτά τους στην Πόλη του Φωτός. Η Ελένη δέχτηκε αμέσως.
7 Σεπτεμβρίου 1969. Η νεαρή γυναίκα μπαίνει με έναν έκδηλο παιδικό ενθουσιασμό στο υπερπολυτελές σπίτι του Δημήτρη, που βρισκόταν στο δέκατο έκτο παρισινό διαμέρισμα, μία από τις πιο σικ περιοχές της γαλλικής πρωτεύουσας. «Alors?», την ρώτησε ο Δημήτρης, με άψογη γαλλική προφορά. «Τι λοιπόν, μωρό μου; Είναι τέλειο!» απάντησε έκθαμβη η ωραία Ελένη. «Δεν σε ρώτησα για το σπίτι, αλλά για το αν είσαι έτοιμη» ανταπάντησε ο Δημήτρης, αυτή τη φορά με το βλέμμα του θολωμένο, όπως εκείνο του οπαδού κάποιας καλτ παραθρησκευτικής οργάνωσης. Η Ελένη δεν έχασε το χαμόγελό της, αν και, αυτή τη φορά το πρόσωπό της κοκκίνησε από αμηχανία. «Μωράκι μου, πάντα είμαι έτοιμη για σένα» είπε η γυναίκα χαϊδεύοντας το στέρνο του γεροδεμένου, μελαχρινού άντρα. «Όχι μωράκι μου» ήταν η ειρωνική απάντηση του Δημήτρη, «σε ρωτάω αν είσαι έτοιμη ΓΙ’ ΑΥΤΟ!».
Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και ο τριανταπεντάχρονος άντρας κάρφωσε απότομα μια αναισθητική ένεση στο μπράτσο της Ελένης. Ζαλάδα, σκοτάδι, παραζάλη, ακόμη περισσότερο σκοτάδι, μια ζάλη που σε αγχώνει, ένα σκοτάδι που σε πνίγει… Η άρνηση φέρνει την ευτυχία… Η επίγνωση πονάει… Η άρνηση της αλήθειας… Η επίγνωση του κινδύνου… Η ζάλη… Το σκοτάδι. Το κενό…

Η Ελένη ανοίγει τα μάτια της. Τώρα βρισκόταν στο σαλόνι της γκαρσονιέρας της, στη Χαλκίδα. Δεν ξέρει τι ημέρα είναι, ποιος μήνας είναι, σε ποια χρονιά βρίσκεται. Δεν θυμάται καν πού είχε κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα. Προσπαθεί να σηκωθεί απ’ τον καναπέ, αλλά πονάει. Νιώθει ένα φούσκωμα στο στήθος. Ένα ασήκωτο βάρος. Πέφτει ξανά με πίεση στον καναπέ. Βγάζει μια δυνατή κραυγή που έγινε ακόμη εντονότερη, όταν παρατήρησε τα δύο μεγάλα ράμματα που υπήρχαν στα δυο της στήθη. «Χριστέ μου!» αναφώνησε. «Τι μου συμβαίνει;» Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της, για να κυλήσουν αγριεμένα στο στήθος της που χτυπούσε τόσο έντονα, σαν κάτι να προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί από μέσα της.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Η Ελένη είχε κολλήσει το βλέμμα της στην τραυματισμένη, μάλλον βιασμένη, αλλά σίγουρα παραβιασμένη περιοχή. Σηκώνει αργά το μαύρο ακουστικό του τηλεφώνου. «Ε…μπ…ρ… ός;» Στην άλλη γραμμή ήταν ο Δημήτρης «Έλα μωρό, ξύπνησες επιτέλους! Και σε ψάχνω γιατί έχουμε να μιλήσουμε για… μπίζνες.» Όση ώρα η γυναίκα άκουγε τη φωνή του, το στόμα της ήταν κλειστό, ενώ τα αναφιλητά της έκαναν το μακιγιάζ να μοιάζει με ποτάμι μέσα στο οποίο ρέουν μαύρα, βρώμικα νερά.

Χαλκίδα, 13 Σεπτεμβρίου 2009. «Μαμά, τι μου λες τώρα; Βρέθηκες με ράμματα στο στήθος, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη; Και θέλεις να με πείσεις ότι βρέθηκες μετά από νάρκωση από το Παρίσι στη Χαλκίδα; Έτσι, χωρίς να θυμάσαι το πώς και το γιατί; Έλεος! Μήπως να φωνάξω ένα γιατρό; Έχεις πρόβλημα, μαμά!» Η Νάντια σηκώνεται από τον καναπέ και πριν προλάβει η μητέρα της να ολοκληρώσει την ιστορία, φεύγει αδιάφορα από το σαλόνι. «Εγώ πάντως σου τα είπα…», πρόλαβε να πει στην κόρη της.

Χαλκίδα, 13 Σεπτεμβρίου 1969. Η συνάντηση της Ελένης και του Δημήτρη έγινε με απόλυτη μυστικότητα. Βέβαια βοήθησε το γεγονός ότι ο (πλέον) πρώην εραστής της, την απείλησε πως αν τολμούσε να επισκεφτεί νοσοκομείο ή να ειδοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο τις Αρχές, την επόμενη μέρα θα γινόταν χίλια κομμάτια από την έκρηξη που θα ένιωθε στο γραμμωμένο κορμί της. Δεν τον ρώτησε σε ποια έκρηξη αναφερόταν και, κυρίως, πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο. Απλώς πήγε στο σημείο που της είχε υποδείξει, ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, το οποίο βρισκόταν λίγα βήματα από τη Χαλκίδα. «Μωρό, δε θα σε καθυστερήσω, ειδάλλως θα με καθυστερήσεις κι εσύ», είπε ο Δημήτρης με σταθερή φωνή.
Η Ελένη, αντιδρώντας με ένστικτο, πήγε κατευθείαν στο θέμα. «Τι θες από μένα;»
«Αύριο πετάς με την πτήση 169 της Air Franvol για το Ντουμπάι».
Η Ελένη τον ρώτησε με αφέλεια «τι είναι αυτό;». Ο άντρας απλώς της χαμογέλασε, λέγοντάς της «μελλοντικός τουριστικός προορισμός»…
14 Σεπτεμβρίου 1969. Η Ελένη βρισκόταν μέσα στο αεροπλάνο της Air Franvol, με προορισμό το Ντουμπάι. Όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε και πέρασε από τον έλεγχο της βίζας, η λιμουζίνα που την περίμενε την μετέφερε σε ένα από τα πιο πολυτελή ξενοδοχεία της περιοχής. Η αποστολή της ήταν απλή. Το μόνο που θα έκανε ήταν να περιμένει κάποιον Αχμέτ στον οποίο θα παρέδιδε τον… εαυτό της. Ο Δημήτρης την είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα πάθαινε το παραμικρό, αρκεί να ακολουθούσε τις οδηγίες του. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο…

Μια ακόμη ζαλάδα, σκοτάδι, παραζάλη, ακόμη περισσότερο σκοτάδι, μια ζάλη που σε αγχώνει, ένα σκοτάδι που σε πνίγει…
Η άρνηση φέρνει την ευτυχία… Η επίγνωση πονάει… Η άρνηση της αλήθειας… Η επίγνωση του κινδύνου… Η ζάλη… Το σκοτάδι. Το κενό…

Όταν η νεαρή γυναίκα ξύπνησε, βρισκόταν στο ξενοδοχείο. Δίπλα της καθόταν ο Δημήτρης, γυμνός και ιδρωμένος απ’ την ανάγωγη ζέστη της ερήμου. Συνειδητοποίησε τη δική της γύμνια, νιωθοντας μια άβολη ντροπή, όπως αυτή που πρέπει να αισθάνθηκαν οι πρωτόπλαστοι προτού εκδιωχθούν από τον Κήπο της Εδέμ. Άλλωστε δεν υπήρχε πια λόγος να νιώθει οικειότητα με τον άνθρωπο, ο οποίος όχι μόνο την πρόδωσε, αλλά τη χρησιμοποίησε ψυχρά και κυνικά.
Εκείνος, με την ειρωνεία στην άκρη της γλώσσας του, την προσφώνησε πάλι «μωρό» για να της δώσει στη συνέχεια τις ντιρεκτίβες του. «Δεν υπάρχει λόγος να σου κρύβω τι είχαμε βάλει μέσα στο στήθος σου. Εξάλλου, αν διηγηθείς ποτέ αυτήν την ιστορία, θα σε κλείσουν στο τρελάδικο. Ποιος θα σε πιστέψει; Στην καλύτερη περίπτωση θα σε περάσουν για μια όμορφη μυθομανή γκόμενα» Η Ελένη δεν του απάντησε. Περίμενε να ακούσει την αλήθεια του, όσο κι αν εκείνη πονούσε. «Κουβαλούσες μέσα σου ένα όπλο, έναν εκρηκτικό μηχανισμό κρυμμένο μέσα στη σιλικόνη που τοποθετήσαμε και που θα χρησιμοποιηθεί σε καμιά σαρανταριά χρόνια από τώρα, όταν θα φτάσει η κατάλληλη στιγμή. Και αυτός ο εκρηκτικός μηχανισμός θα περιμένει εδώ σ’ αυτήν την κωλοέρημο, κρυμμένος, μέχρι να ξαναεμφανιστώ».

Ο γυμνός άντρας σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε γρήγορα κοιτάζοντάς την χυδαία και προκλητικά -σαν να ήθελε να της υπενθυμίσει πόσες φορές εκείνη δέχθηκε αδιαμαρτύρητα τους ερωτικούς παροξυσμούς του, που τότε η Ελένη πίστευε πως ήταν εκδήλωση αγάπης, έστω και πρόστυχης- έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο της Ελένης και εξαφανίστηκε σαν σκιά χωρίς σκιά, σαν μια άψυχη, καταραμένη ψυχή.
Μετά από αυτά τα παράξενα γεγονότα, η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα. Παραιτήθηκε από το περιοδικό με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας στον αρχισυντάκτη της ότι δεν είχε βρει αποδείξεις, ούτε καν ενδείξεις, για τον ύποπτο ρόλο της Franvol. Και κλείστηκε στον κόσμο της γράφοντας ποιήματα. Κάποια στιγμή παντρεύτηκε έναν Αθηναίο με τον οποίο έζησε μαζί του είκοσι ευτυχισμένα χρόνια, μέχρι τη στιγμή που εκείνος πέθανε εξαιτίας του καρκίνου που είχε στις φωνητικές χορδές. Όταν τον Ιούλιο του 2009 ξεκίνησε η εφαρμογή των αντικαπνιστικών μέτρων, εκείνη τα θεώρησε ρατσιστικά, αν και ο σύζυγός της είχε πεθάνει εξαιτίας του τσιγάρου. Η άρνηση της αλήθειας… Η επίγνωση του κινδύνου… Τα πάντα τελικά είναι θέμα επιλογής. Ή σχεδόν τα πάντα…

Χαλκίδα, 13 Σεπτεμβρίου 2009. Η γυναίκα παρέμεινε στο σαλόνι, έκλεισε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες εκείνης και του Δημήτρη, και μαζί με το άλμπουμ έκλεισε τα μάτια της, μέχρι τελικά να αποκοιμηθεί. Την επόμενη μέρα θα ξυπνούσε και πάλι για να το ξεφυλλίσει. Ποτέ δεν το ξεσκόνισε, σαν να προσπαθούσε να το κρύψει από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου. Σαν να ήθελε να ξορκίσει τους δαίμονες που ξεπετάγονταν μέσα από αυτό το μιασμένο ερωτικό άλμπουμ.
Η Νάντια βρισκόταν στο καλοκαιρινό μπαρ με τον Γιάννη και την παρέα τους. Γιόρταζε τα εικοστά πρώτα της γενέθλια με έναν τρόπο που της ταίριαζε απόλυτα˙ δυνατά, ανέμελα και ναρκισσιστικά. Η έντονη μουσική ήταν απλώς η αφορμή για να ανέβει πάνω στο τραπέζι και να χορέψει κοιτώντας τον φίλο της στα μάτια, χωρίς να κρύψει τον έρωτά της για εκείνον. Ξαφνικά το βλέμμα του Γιάννη έφυγε από το σώμα της Νάντιας. Δεν πέρασαν ούτε τρία δευτερόλεπτα όταν ο Γιάννης της είπε «ο πατέρας μου! Νάντια, κατέβα να σου τον γνωρίσω». Εκείνη κατέβηκε στα γρήγορα, τακτοποίησε το φόρεμά της που είχε ανέβει λίγο πάνω από τον αστράγαλο και χαιρέτησε τον εξηντάχρονο γκριζαρισμένο άντρα.

«Γεια σας, είμαι η Νάντια. Ο Γιάννης σας περίμενε πώς και πώς! Μου είπε ότι μόλις ήρθατε από το Ντουμπάι. Δεν ξέρετε πόσο θα ήθελα να επισκεφτώ αυτό το μέρος!» «Γεια σου κορίτσι μου, χρόνια πολλά. Δημήτρη με λένε. Σου εύχομαι να… πάθεις όσα επιθυμείς!» της είπε, κοιτάζοντάς την στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να δει το στήθος της μέσα από το μαύρο αέρινο φόρεμα…
© 2009, 2018, Πάνος Παπαδάκης

Books and Style

Books and Style