ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΙΑΝΟΥ

Η Άννα και η Ζωή έπαιζαν στον κήπο με τις κούκλες τους, με τα όμορφα φορέματα που είχε φέρει η μαμά και η θεία Σοφία από την Αθήνα. Ήταν τόσο χαρούμενη που οι δύο ανιψιές τους θα έμεναν όλο το καλοκαίρι μαζί τους. Για πρώτη φορά οι μικρές επισκέφτηκαν τη θεία τους στο νησί και φαίνονταν εκστασιασμένες.

Από τη στιγμή που έφτασαν στο νησί και πάτησαν το πόδι τους στο λιμάνι, άνοιξαν και οι δυο τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια τους και τα άφησαν να κοιτάξουν περίεργα, δεξιά κι αριστερά, να περιεργάζονται και να ανακαλύπτουν αυτό το τοπίο που απλωνόταν μπροστά τους. Δρόμοι δαχτυλίδια και σοκάκια γεμάτα αζαλέες, και ψηλά, πολύ ψηλά στο δρόμο που είχαν ακολουθήσει για το σπίτι της Θείας Σοφίας, ξεχώριζε ένα μεγάλο καμπαναριό. Από το πουθενά. Εκεί ψηλά, δίπλα στο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής είναι το σπίτι, θα το δείτε να ξεχωρίζει από τα φούξια παράθυρα και τις δυο μεγάλες ροδιές στην είσοδο του κήπου.

«Αλήθεια; Αλήθεια… έχεις κήπο, θεία;»
«… έχεις κήπο, θεία;» επανέλαβε η Ζωή αμέσως μετά την τελευταία κουβέντα της Άννας.
«Ναι, έχω ένα πολύ όμορφο κήπο και μια τεράστια κούνια που θα χρησιμοποιήσετε αμέσως μόλις φτάσουμε. Ζήτησα από τον κύριο Μανώλη, τον γείτονα, να δέσει δύο μεγάλα σχοινιά στα δυο πλατάνια και θα έχετε τη δική σας προσωπική κούνια, για όσο καιρό μείνετε μαζί μου. Δεν είναι υπέροχα;»
«Υπέροχα!», αναφώνησαν και οι δυο μαζί, «ευχαριστούμε πολύ!». Κι όρμησαν τα δύο κορίτσια στην αγκαλιά της θείας Σοφίας και την έπνιξαν με φιλιά.

Το ταξί ήρθε και όλες οι βαλίτσες φορτώθηκαν, παιχνίδια και κούκλες μπήκαν στο πίσω κάθισμα μαζί με τις μικρές. Η θεία Σοφία τους φόρεσε τις ζώνες ασφαλείας. «Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι θέλουμε κάνα τεταρτάκι, έχετε υπομονή, μικρές πριγκίπισσες».
Η διαδρομή ήταν ακόμη πιο όμορφη, και καθώς το ταξί ανέβαινε εκείνο τον μακρινό χωματόδρομο, αγκομαχούσε έτσι φορτωμένο που ήταν˙αλλά τα κορίτσια χάζευαν από τα παράθυρα, και έκαναν ένα σχόλιο ή ρωτούσαν κάθε φορά που περνούσαν από ένα σπίτι ή μια αυλή ή ένα απότομο μέρος.
«Γιατί τα σπίτια είναι τετράγωνα και άσπρα;», ρωτούσε η Άννα.
«Γιατί οι εκκλησιές έχουν όλες μπλε τρούλο; Τι ωραίες παραλίες, θα πάμε αμέσως για μπάνιο; Άραγε υπάρχουν ψάρια εδώ;» έλεγε η Ζωή.
«Μα είσαι χαζή, παιδί μου;» της απαντούσε η Άννα, «γιατί να μην υπάρχουν, αφού τα ψάρια ζουν στη θάλασσα κι εδώ μπροστά σου, όπως βλέπεις, υπάρχει μια όμορφη καταγάλανη θάλασσα;».
«Σωστά, Άννα μου. Υπάρχουν θάλασσα και ψάρια και βουνά και άλλα πολλά που θα σας αρέσουν εδώ στο νησί. Είμαι σίγουρη ότι θα το αγαπήσετε και θα κάνετε και φίλες. Α, να… φτάσαμε στο σπίτι».

«Ωωω! Κοίτα το σπίτι της θειας Σοφίας, είναι ένα λουλουδόσπιτο!», αναφώνησε η Ζωή.
«Μην είσαι χαζή, απλά η θεία έχει φυτέψει μια υπέροχη αγριοτριανταφυλλιά κι αυτή βρήκε στήριγμα και πιάστηκε στον τοίχο και μεγάλωσε… μεγάλωσε…».
«Σωστά, γλυκιά μου. Είναι μια αγριοτριανταφυλλιά με κίτρινα τριαντάφυλλα που σε λίγο θα ανθίσουν και θα ξετρελαθείτε. Ελάτε να σας δείξω τα δωμάτια σας, στο πάνω όροφο βλέπετε τα όμορφα βιολετί παραθυρόφυλλα. Εκεί θα μείνετε».
«Γιούπι, γιούπι», φώναζαν τα δυο κοριτσάκια και σαν σίφουνες όρμησαν στη σκάλα και ανέβηκαν τα σκαλιά δυο-δυο για να δουν τα δωμάτιά τους και να τακτοποιήσουν τα πράγματα τους.

«Καλημέρα, κυρία Σόφια, ήρθαν οι ανιψιές σας;» Ένα μικρό μελαχρινό προσωπάκι λίγο στρουμπουλούτσικο και με μακριές κοτσίδες έκανε την εμφάνισή του στο κατώφλι της πόρτας. Αυτή ήταν η περίεργη εισβολέας που εμφανίστηκε από το πουθενά.
«Ναι, ναι, έλα μέσα καλή μου Μαρίνα. Ήρθαν οι ανιψιές μου. Είναι επάνω και τακτοποιούν τα πράγματά τους, έλα μαζί μου… θα σου τις γνωρίσω». Η μικρή δεν περίμενε άλλα παρακάλια. Ακολούθησε τη θεία Σοφία προς τον επάνω όροφο.
«Κορίτσια, ελάτε να σας γνωρίσω τη γλυκιά μου γειτόνισσα!». Η Μαρίνα πρόβαλε το κεφαλάκι της δισταχτικά πίσω. «Έλα, Μαρίνα μου. Αυτή είναι η Άννα και εκείνη η Ζωή. Είναι οι ανιψιές μου. Είναι οχτώ χρονών όπως κι εσύ και είμαι σίγουρη ότι θα γίνετε πολύ καλές φίλες».
«Μα είναι ίδιες! Είναι… διπλές», είπε η Μαρίνα κοιτάζοντας μια τη μία και μια την άλλη κοπέλα.
«Μα, όχι βέβαια, δεν είμαστε διπλές. Είμαστε δίδυμες», είπε η Άννα. «Γεια σου Μαρίνα», είπε και πλησίασε την επισκέπτρια, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο μεγάλο διπλάνο δωμάτιο, όπου βρισκόταν και η Ζωή.
«Ορίστε η αδελφή μου η Ζωή, εγώ είμαι η Άννα, χαρήκαμε πολύ. Έλα να παίξεις μαζί μας».

Από εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα, τα τρία κοριτσάκια έγιναν αχώριστα. Όπου έβλεπες τη μια, σίγουρα η Μαρίνα και η Ζωή θα ακολουθούσαν. Γέλια και χαρές στον κήπο, στην παραλία και την αυλή του σπιτιού της Μαρίνας.
«Είναι πολύ ευγενικό, κυρία Σταματίνα, να μας καλέσετε για φαγητό. Τα κορίτσια κάνουν πολύ καλή παρέα και σας ευχαριστώ πολύ, που τις αφήνετε να έρχονται και τα απογεύματα στην αυλή σας», είπε η θεία Σοφία στη μητέρα της Μαρίνας.
«Μα τι λέτε, αγαπητή Σοφία, όλη η χαρά είναι δική μου. Η Μαρίνα πέρασε τόσα καλοκαίρια μόνη της, εδώ στο νησί, κι εμείς με τις δουλειές στο χωράφι, την είχαμε λίγο παραγκωνίσει. Με τις ανιψιές σας η Μαρίνα μου γελάει και πάλι, κάνει πάλι ένα σωρό σκανταλιές αλλά είναι ένα αξιαγάπητο κοριτσάκι».

Οι δυο γυναίκες, καθισμένες στο σαλόνι, συνέχιζαν να κουβεντιάζουν και να κουτσομπολεύουν τα νέα του νησιού, πίνοντας ένα δροσιστικό χυμό καρπούζι, ενώ τα κορίτσια είχαν κατέβει στην αυλή για να παίξουν.
«Ε, κορίτσια, θέλετε να πάμε στον γειτονικό κήπο για να μαζέψουμε κεράσια;», είπε η Μαρίνα.
«Κεράσια; Μα πώς θα πάμε στον γειτονικό κήπο; Να το πούμε καλύτερα στη θεία Σοφία πρώτα» είπε η Άννα.
«Μα όλα τα λες στη θεια Σοφία;» την ειρωνεύτηκε η Μαρίνα. «Ελάτε καημένες, δεν θα πάμε μακριά, να πάρουμε κι αυτό το καλάθι για να βάλουμε τα κεράσια και μετά επιστρέφουμε. Κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά».

«Γρήγορα… γρήγορα, κορίτσια. Τα σκυλιά του γείτονα μας πήραν χαμπάρι. Γρήγορα, τρέξτε προς τον φράχτη να ξεφύγουμε»

Με την επιμονή της η Μαρίνα έπεισε και τις δίδυμες και… χραπ και χρούπ με μια δρασκελιά και οι τρεις πήδηξαν τον φράχτη που χώριζε την αυλή από τον γειτονικό κήπο με τα δέντρα, γεμάτα από τους ζουμερούς καρπούς.
«Τέλεια… τι ωραία φρούτα! Να και τα κεράσια, Ελάτε κορίτσια, ελάτε, είπε η Μαρίνα».
Έτρεξαν και οι τρεις προς τις κερασιές που ήταν γεμάτες από τα κόκκινα ζουμερά κεράσια. Η Μαρίνα άρχιζε να τα κόβει και να τα καταβροχθίζει με βουλιμία. «Τι νόστιμα. Τι νόστιμα».

Η Ζωή έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένη, δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάποιον να τρώει τόσο λαίμαργα. Η Μαρίνα καταβρόχθιζε τα κεράσια το ένα μετά το άλλο…
Στο τέλος, αφού είχε χορτάσει, σκούπισε το στόμα της με τα φύλλα της κερασιάς. «Μα, γιατί το κάνεις αυτό;» την ρώτησε η Άννα.
«Εσείς δεν ξέρετε τίποτα, που είστε πρωτευουσιάνες. Σκουπίζομαι με τα φύλλα, γιατί δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το μαντίλι μου. Η μαμά θα καταλάβει αμέσως ότι έφαγα κεράσια. Και η μαμά δεν θέλει να τρώω πολύ».
«Εμείς, πάντως, δεν πρόκειται να φάμε, η μαμά και η θεία Σοφία λένε ότι η λαιμαργία είναι πολύ μεγάλο μειονέκτημα».

Η Μαρίνα κοκκίνισε από ντροπή και θέλησε να δικαιολογηθεί: «Εμένα μου αρέσουν πολύ τα φρούτα, δεν είμαι λαίμαργη. Απλά η μαμά δεν θέλει να τρώω πολύ. Ελάτε τώρα να μαζέψουμε κεράσια και να τα πάμε στο σπίτι». Τα τρία κορίτσια άρχισαν να τα μαζεύουν γρήγορα-γρήγορα και γέμισαν το καλάθι τους.
«Είναι ώρα να επιστρέψουμε», είπε η Άννα.
Ξαφνικά ακούστηκαν γαβγίσματα.
«Τι συμβαίνει;» είπε η Ζωή τρομαγμένη.
«Γρήγορα… γρήγορα, κορίτσια. Τα σκυλιά του γείτονα μας πήραν χαμπάρι. Γρήγορα, τρέξτε προς τον φράχτη να ξεφύγουμε».
«Σκυλιά… μα γιατί δε μας είπες την αλήθεια; Δεν τον ξέρετε το γείτονα;» είπε νευριασμένα η Άννα.
«Τρέξτε τώρα κορίτσια. Τρέξτε! Και όταν φτάσουμε στο σπίτι, τα συζητάμε». Τα κορίτσια έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Και τα γαβγίσματα τώρα ακούγονταν πιο κοντά τους. Δεν τολμούσαν να κοιτάξουν πίσω. Είχαν λαχανιάσει τόσο πολύ και, ευτυχώς, να ΄τος ο φράχτης. Να και η αυλή της Μαρίνας!
Τα κορίτσια πήραν φόρα και… χράπ, χρουπ, πήδηξαν τον φράχτη μονομιάς και την τελευταία στιγμή άρπαξαν και το καλάθι με τα κεράσια που είχε σκαλώσει ανάμεσα σε δυο κορμούς. Δύο γιγάντια λυκόσκυλα ξεπετάχτηκαν κι άρχισαν να γαβγίζουν τα τρία κορίτσια. Με τη φασαρία, βγήκαν και οι δυο γυναίκες από το σπίτι.
«Μα τι γίνεται εδώ; Τι κάνατε; Μαρίνα, εσύ πείραξες τα σκυλιά του κυρ Χαράλαμπου;»
«Όχι, όχι. Εμείς παίζαμε, μαμά».
«Μαρίνα… είσαι χλωμή κορίτσι μου, τι σου συμβαίνει; Άννα, Ζωή, τι έχει η Μαρίνα; Κι εσείς είστε ιδρωμένες… κι αυτό το καλάθι με τα κεράσια; Επιτέλους ποια από εσάς θα μου δώσει μια καλή εξήγηση;» είπε η θεία Σοφία με ύφος αυστηρό, κοιτάζοντας μια την Άννα και μια τη Ζωή.
Πριν προλάβουν όμως να ανοίξουν το στόμα τους, η Μαρίνα άρχισε τα ωχ ωχ και τα αχ βαχ…

«Το στομάχι μου, ωχ ωχ… Η κοιλίτσα μου, ωχ ωχ».
«Η Μαρίνα έφαγε όλα τα κεράσια από τις κερασιές του γείτονα. Πηδήξαμε το φράχτη κι είχαμε πάει στο γειτονικό κτήμα», συνέχισε η Άννα.
«Στο κτήμα του κυρ-Χαράλαμπου; Αχ, θα σε σκοτώσω κακομοίρα μου! Κλέψατε τα κεράσια…»
«Ωχ μανούλα, όχι τώρα. Πονάει το στομαχάκι μου, ωχ!», φώναζε με αναφιλητά η Μαρίνα.
«Είδες, Μαρίνα μου, τι κάνει η λαιμαργία; Άντε να φωνάξουμε τον κυρ Παντελή τον γιατρό, να σου δώσει κάτι για τον πόνο. Στο σπίτι γρήγορα!» είπε η κυρά Σταματίνα και πήρε τη Μαρίνα από το χέρι για να μπουν ευθύς στο σπίτι.
«Κι εσείς, μικρές μου, μαζί μου τώρα», είπε η θεία Σοφία μ’ ένα ψυχρό ύφος. «Είστε τιμωρία και δεν έχει θάλασσα ούτε σήμερα, ούτε αύριο το απόγευμα».

Η Μαρίνα έμεινε για τις υπόλοιπες δύο μέρες ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Τα κεράσια τής είχαν προκαλέσει μια φοβερή βαρυστομαχιά. Ο γιατρός συνέστησε ξεκούραση και να τρώει μόνο ρύζι λαπά και φρυγανιά.
Οι δίδυμες έμειναν τιμωρία κλεισμένες στο σπίτι, για τις δύο υπόλοιπες μέρες, χωρίς θάλασσα και επισκέψεις.

Έτσι πήραν και οι τρεις το μάθημα τους, ότι δεν πρέπει να κλέβουμε φρούτα από τα ξένα αγροκτήματα, αλλά επίσης ότι δεν πρέπει να τρώμε μέχρι σκασμού ό,τι βρούμε μπροστά μας. Η Μαρίνα πλήρωσε ακριβά τα κεράσια που έφαγε, με δύο μέρες στο κρεβάτι, τρώγοντας σκέτο ρύζι. Όσο για τις δίδυμες, εκείνες έβλεπαν τη θάλασσα μόνο από το μπαλκόνι τους. Σίγουρα την επόμενη φορά που θα… προσπαθήσουν να κάνουν κάποια άλλη αταξία, θα το σκεφτούν και οι τρεις τους πολύ σοβαρά….

Books and Style

Books and Style