ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: CHRISTOS XENITOPOULOS

Τρίτη πρωί βρέθηκα σε ένα καφέ στην Κηφισιά για το προκαθορισμένο ραντεβού μου με την κυρία Μαντά, όμως εγώ συνάντησα τη Λένα.

Οι χιλιοειπωμένες φράσεις-κλισέ για τη θεαματική συγγραφική πορεία της δεν έχουν θέση σε αυτήν εδώ τη συνέντευξη. Γιατί μέσα από την απολαυστική συζήτησή μας, ξεδιπλώνεται ουσιαστικά ολόκληρη η πορεία ζωής της Λένας. Της κόρης, της συζύγου, της μητέρας και της συγγραφέως Λένας Μαντά.

«Το βιβλίο για μένα και η συγγραφή είναι άμυνα, είναι ψυχοθεραπεία και πολλές φορές λέω στα νέα παιδιά ότι είναι ένας έρωτας κάθε καινούργιο βιβλίο. Είναι ένας έρωτας και μάλιστα ένας έρωτας που δεν σκέφτεσαι τίποτε, δεν υπολογίζεις τίποτε, μόνο ζεις τον έρωτά σου και δεν ακούς και κανέναν». ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ

ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: Λένα, το βιβλίο σου «Ζωή σε Πόλεμο» με συγκλόνισε. Στο οπισθόφυλλο γράφεις πως ήταν οδυνηρό ταξίδι για σένα, όμως θεωρώ πως είναι οδυνηρό και για τον αναγνώστη. Τώρα που έχει ήδη διαβαστεί από πολύ κόσμο, ένιωσες έστω και για μια στιγμή να μετανιώνεις που το έκανες; Γιατί ουσιαστικά μέσα από αυτό το βιβλίο ξεγύμνωσες το παρελθόν σου.

Λένα Μαντά και Γερακίνα Μπουρίκα

ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ: Ποτέ δεν μετανιώνω για ό,τι κάνω. Μα ποτέ όμως. Ίσως γιατί πάντα το σκέφτομαι πολύ καλά κάτι πριν το κάνω. Αυτό το βιβλίο το σκέφτηκα πάρα πολύ και για να το ξεκινήσω και για όσο το έγραφα. Ήταν δύσκολο. Και όταν το τελείωσα, όταν το διάβασα και μπήκα στην πλευρά του αναγνώστη πια, και πάλι δεν το μετάνιωσα στιγμή. Πρώτα απ’ όλα, αυτό το καλό που έκανε, σε εμένα, στην ψυχή μου, ήταν τόσο πολύ που δεν θα μπορούσα να το μετανιώσω.

Γ.Μ.: Τις ερωτήσεις που είχα σκοπό να σου κάνω για τη ζωή σου, τις απαντάς μέσα από το βιβλίο σου και νιώθω πως θα προδώσω το περιεχόμενο. Ένα πράγμα θα σε ρωτήσω μόνο. Εσύ από ποιον έμαθες να αγαπάς τελικά;

Λ.Μ.: Από κανέναν. Κανένας από τους δύο γονείς μου δεν μου δίδαξε πώς είναι η αγάπη, γιατί σε ένα παιδί διδάσκεις την αγάπη, αγαπώντας το. Εμένα λοιπόν αυτό δεν μου το δίδαξε κανείς. Μέχρι που γνώρισα τον άντρα μου τον Γιώργο όταν ήμουνα 18 κι εκείνος με έμαθε να αγαπάω. Μέχρι εκείνη την ηλικία διψούσα πάρα πολύ για αγάπη και για προσοχή. Αυτά όλα τα πήρα μόνο τότε και μπήκα σε έναν άλλο κόσμο εξαιτίας του. Ακόμη και από την πεθερά μου πήρα πάρα πολλά γιατί ήταν μία απλή γυναίκα η οποία όμως ήξερε να αγαπάει και να φροντίζει. Και εκεί άρχισα λίγο να βλέπω πώς είναι τα πράγματα με την αγάπη.

Γ.Μ.: Λένα, αν σήμερα, με ένα μαγικό τρόπο, μπορούσες να έρθεις σε επαφή με την Κάλλια – Λένα του βιβλίου σου, στα δεκατρία της, τι θα της έλεγες και τι θα την συμβούλευες;

Λ.Μ.: Να σου πω. Νομίζω για την ηλικία μου ήμουνα πάντα πολύ πιο ώριμη λόγω των καταστάσεων. Αυτό λοιπόν που έλεγα τότε στην Κάλια σαν Κάλια και αυτό που θα της έλεγα τώρα σαν Λένα, είναι ακριβώς το ίδιο: «Συνέχισε. Όλα κάποτε τελειώνουν και κάτι καινούργιο αρχίζει». Δηλαδή, και τότε το έβλεπα ότι ήταν ένα προσωρινό στάδιο αυτό που ζούσα, ότι δεν θα ήταν κάτι το οποίο θα κρατούσε για πάντα. Γι’ αυτό ονειρευόμουνα. Πάρα πολύ ονειρευόμουνα και έκανα σχέδια. Είχα ελπίδα ότι όλο αυτό το άσχημο δεν μπορεί, θα τελειώσει κάποια στιγμή. Θα φτιάξω εγώ τη δική μου οικογένεια και θα είναι όπως πρέπει να είναι οι οικογένειες. Γι’ αυτό και ήμουν από τα παιδιά – ήταν πάρα πολύ γελοίο – που συνήθως ρωτάνε τα παιδάκια, «πουλάκι μου τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;». Άλλος λέει γιατρός, άλλος λέει δικηγόρος, ηθοποιός… Εγώ το μόνο πράγμα που έλεγα ήταν ότι «εγώ θα παντρευτώ». Ήθελα τη δική μου οικογένεια και αυτό ήταν ξεκάθαρο από τότε που ήμουνα παιδί.

Γ.Μ.: Και το όνειρό σου τελικά πραγματοποιήθηκε. Τα κατάφερες.

Λ.Μ.: Ναι. Αυτό τελικά το κατόρθωσα γιατί μου έφερε η τύχη να γνωρίσω έναν άνθρωπο ο οποίος και αυτός είχε στερηθεί την οικογένεια, γιατί ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν ο Γιώργος ήταν σχεδόν εννέα χρονών, οπότε κι εκείνος ήταν ένα παιδί το οποίο ήθελε οικογένεια. Βρέθηκαν λοιπόν δύο παιδιά – τώρα συνειδητοποιώ ότι, Χριστέ μου, ήμασταν παιδιά, γιατί όταν πια προχωρήσαμε με τον Γιώργο ήμουνα δεκαεννέα κι εκείνος είκοσι έξι και τότε θεωρούσα ότι ήταν μία πολύ νορμάλ ηλικία – όταν λοιπόν βρεθήκαμε μαζί επειδή και εκείνος ήθελε φτιάξαμε ακριβώς την οικογένεια που θέλαμε. Δηλαδή το όνειρο και τα σχέδια δεν ήταν ασκήσεις επί χάρτου πια. Να δεις ότι μάλλον για αυτό άντεξε όλο αυτό 35 χρόνια. Γιατί ήταν ακριβώς αυτό που θέλαμε και το φτιάξαμε. Αυτό ακριβώς που ονειρευόμασταν και εκείνος και εγώ.

Γ.Μ.: Στήσατε γερά τα θεμέλιά σας. Πόσο εύκολο είναι να γίνει αυτό;

Λ.Μ.: Ακριβώς. Θα σου πω πώς έγινε αυτό. Ήμασταν ξεκάθαροι από την αρχή οι δυο μας. Δηλαδή δεν παρουσιάσαμε ο ένας στον άλλον έναν διαφορετικό εαυτό και ξαφνικά μετά το γάμο να θέλει να δείρει ο ένας τον άλλον και να μην τον αναγνωρίζει. Δεν ωραιοποιήσαμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τις απόψεις μας. Τίποτα. Οπότε δεν υπήρχαν εκπλήξεις. Ήμασταν απολύτως ειλικρινείς, σε σημείο που πολλές φορές πονούσε ο ένας τον άλλον γιατί η αλήθεια δεν είναι κάτι που δεν πονάει. Το αντίθετο. Η αλήθεια είναι κάτι που συνήθως πονάει και αυτή είναι η δουλειά της.Γ.Μ.: Λένα, η κινητήρια δύναμη για το γράψιμο τελικά είναι οι δύσκολες στιγμές;

Λ.Μ.: Δεν ξέρω. Συνήθως λένε ότι η τέχνη δεν θέλει καλοπέραση. Εγώ λέω ότι πάντα από παιδί, όπως σου είπα, ονειρευόμουν και ταξίδευα. Κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι αυτό που ονειρευόμουν μπορούσα να το γράφω και να το διαβάζω όποτε ήθελα, άρα ναι. Τότε άνθισε, στα δύσκολα, από πολύ μικρή ηλικία. Εντάξει, τότε έγραφα παραμυθάκια αλλά και αργότερα στα χρόνια που ήρθαν και με τη σχέση μου με τον Γιώργο που μπορεί να κύλησε απρόσκοπτα αλλά όχι ειδυλλιακά, πάλι εγώ δραπέτευα με τις ιστορίες μου. Γιατί υπήρχαν προβλήματα, υπήρχαν οικονομικές δυσκολίες, τρίτα πρόσωπα τα οποία μπορεί να προκαλούσαν προβλήματα στο ζευγάρι. Ξέρεις τώρα. Όλα αυτά που αντιμετωπίζει ένα ζευγάρι. Αυτό όμως εμένα μου έκανε καλό, γιατί διαπίστωσα ότι αυτό που είχα ως παιδί το είχα κρατήσει και ως ενήλικας. Μέσα από τα βιβλία μου ταξίδευα και θεωρώ ότι ναι. Γράφω – και είναι αυτή η ιδιοτροπία μου – ό,τι μου αρέσει εμένα να διαβάζω. Σκέψου, όσο πιο δύσκολα περνούσα, τόσο πιο ταξιδιάρικο ήταν το βιβλίο μου.

Γ.Μ.: Αυτή ουσιαστικά ήταν η άμυνά σου απέναντι στην κακή πραγματικότητα;

Λ.Μ.: Ναι. Ήταν η άμυνά μου. Εγώ το λέω. Το βιβλίο για μένα και η συγγραφή είναι άμυνα, είναι ψυχοθεραπεία και πολλές φορές λέω στα νέα παιδιά ότι είναι ένας έρωτας κάθε καινούργιο βιβλίο. Είναι ένας έρωτας και μάλιστα ένας έρωτας που δεν σκέφτεσαι τίποτε, δεν υπολογίζεις τίποτε, μόνο ζεις τον έρωτά σου και δεν ακούς και κανέναν.

Γ.Μ.: Κατάφερες ποτέ να επουλώσεις τα τραύματα της παιδικής ψυχής σου;

Λ.Μ.: Κοίταξε να δεις, αυτά που κουβαλάμε μέσα μας από παιδιά δεν νομίζω να βγαίνουν τόσο εύκολα γιατί αυτό το αποτύπωμα γίνεται όταν η ψυχή είναι πολύ τρυφερή. Αργότερα ως ενήλικας πια, έχεις αποκτήσει άμυνες, έχεις τη λογική που λίγο σε συνεφέρει, τα χτυπήματα όμως που δέχεσαι στην παιδική σου ηλικία είναι πολύ βαθιά. Έπιασα λοιπόν τον εαυτό μου πολλές φορές στην ενήλικη ζωή μου να επηρεάζομαι από αυτά. Θεωρώ ότι ο Γιώργος όταν με γνώρισε πλήρωσε πολλά σπασμένα και αυτό που αγάπησα σε εκείνον – επειδή δεν του είχα κρύψει τίποτε, ήξερε από την αρχή τα πάντα για τη ζωή μου – ήταν ότι ακριβώς επειδή ήξερε, έπαιζε το παιχνίδι σωστά. Δηλαδή ο Γιώργος ήξερε ότι αυτό που μου έλειπε ήταν η αμέριστη προσοχή. Κατάλαβε ότι ήθελα να ξέρω ότι είμαι το άπαν για εκείνον. Λοιπόν αυτό το παιχνιδάκι το έπαιξε και το έπαιξε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Έπειτα όμως από αυτό που μου έλειπε και το κάλυψε εκείνος, μου ήρθαν ξανά μνήμες που επηρέασαν το σήμερα, όταν έγινα εγώ μητέρα. Εκεί αναθεώρησα πάρα πολλά. Μην σου πω ότι εκεί κατάλαβα και συνειδητοποίησα τελικά τα λάθη της μάνας μου και του πατέρα μου γιατί σύγκρινα επί ίσοις όροις πια. Και δη όταν έκανα κόρη, γιατί εκεί κι αν ήτανε τεράστια η διαφορά…

Γ.Μ.: Βρέθηκες ξαφνικά στην άλλη πλευρά. Άφησες τον ρόλο του παιδιού και πήρες εκείνον της μάνας.

Λ.Μ.: Ακριβώς. Είχα πια τον ρόλο και είχα να συγκρίνω. Εκεί νομίζω ότι έγινε η μεγάλη ανατροπή μέσα μου. Εκεί ήταν που είπα πάρα πολλές φορές «α, ρε μάνα, τελικά δεν ήσουν εντάξει». Γιατί κλήθηκα να αντιμετωπίσω ίδιες καταστάσεις και τις αντιμετώπισα εντελώς διαφορετικά από εκείνη.

Γ.Μ.: Από το πρώτο σου βιβλίο μέχρι το τελευταίο, πόσο μακρύ ήταν το ταξίδι σου; Νιώθεις ότι έπλαθες και τον χαρακτήρα σου μέσα από τα γραπτά σου;

Λ.Μ.: Κοίταξε. Νομίζω ότι καθετί που γράφεις απορρέει από την ψυχή σου, είναι απόσταγμα. Άρα μεγαλώνεις, ωριμάζεις και αλλάζουν τα γραπτά. Αυτή είναι η αλυσίδα. Βλέπω κείμενά μου πιο παλιά και έχουν άλλη ματιά, πιο νεανική.

Γ.Μ.: Εσύ φυσικά επηρεάζεις τα γραπτά σου. Τα γραπτά σου επηρεάζουν εσένα όμως; Εννοώ πολλές φορές μπορεί να γράφεις κάτι και την ώρα που το διαβάζεις να ανακαλύπτεις πράγματα που συνειδητά δεν τα είχες σκεφτεί;

Λ.Μ.: Ναι, συμβαίνει και αυτό. Το βασικότερο ξέρεις ποιο είναι; Ότι, όπως σου είπα, αυτό απορρέει από την ψυχή. Άρα ωριμάζει η γραφή μαζί με τον χαρακτήρα γιατί ό,τι μας συμβαίνει, μας φτιάχνει. Από την άλλη πλευρά όταν φτιάχνεις κάτι, δεν μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος από τον χαρακτήρα της ηρωίδας σου. Εγώ το έχω πάθει πάρα πολλές φορές, να επηρεάζομαι σε τέτοιο σημείο που να αντιδρώ όπως η ηρωίδα μου. Να ενδύομαι ουσιαστικά την Κλέλια, τη Θεανώ… Ας πούμε, όταν έγραφα το «Με λένε Ντάτα», επειδή η ηρωίδα μου ήταν πάρα πολύ σκληρή και γενικά είχε μια πάρα πολύ καλή σχέση με τα όπλα, εγώ αισθάνθηκα την ανάγκη όλο αυτό να το ζήσω. Εννοείται ότι δεν πήρα όπλο να βγω στους δρόμους αλλά πήγα και έκανα σκοποβολή για να μπορέσω να αισθανθώ την ηδονή μιας επαναλαμβανόμενης ριπής. Και ο εκπαιδευτής μου, μου έλεγε «πες μου σε παρακαλώ, τι ακριβώς έχεις μέσα σου, γιατί αυτή η μανία;» -γιατί ήταν μανία πραγματικά. Εγώ όμως το απολάμβανα και την επόμενη μέρα δεν μπορείς να φανταστείς πώς πέταγαν τα χέρια στο πληκτρολόγιο.

Γ.Μ.: Μέσα από τις ηρωίδες σου δηλαδή καθρεφτίζονται οι επιθυμίες σου όταν βγαίνουν στο χαρτί και μετά τις μαθαίνεις εσύ επίσημα;

Λ.Μ.: Εννοείται. Κοίταξε να δεις, λένε πως όταν διαβάζεις, ζεις χίλιες ζωές και είναι μία πραγματικότητα. Εγώ έχω πάει συγγραφικά σε μέρη που στην πραγματικότητα δεν έχω βρεθεί ποτέ. Έχω ζήσει εμπειρίες που δεν έχω ζήσει στην πραγματική ζωή και αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο τελικά. Είναι απελευθερωτικό. Εννοείται ότι όσο πιο αλλοπρόσαλλη είναι η ηρωίδα για την οποία γράφεις, τόσο πιο απελευθερωμένος αισθάνεσαι γιατί ό,τι και να γράψεις, το κάνει η ηρωίδα. Δεν έχεις ευθύνη (συμπληρώνει και τα γέλια αργούν να σταματήσουν)!

Γ.Μ.: Όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, η ευχή όλων των φίλων όταν τους το ανακοίνωνα ήταν «Να γίνεις Μαντά». Μου έκανε εντύπωση που δεν μου εύχονταν να γίνω επιτυχημένη συγγραφέας, αλλά μόνο το όνομά σου. Πώς αισθάνεσαι που έχεις εδραιωθεί στη συνείδηση του κόσμου σαν συνώνυμο της επιτυχίας; Σε βαραίνει ποτέ αυτό νιώθοντας ότι το κοινό έχει περισσότερες απαιτήσεις από εσένα σε σχέση με κάποιον άλλον συγγραφέα;

Λ.Μ.: Όσο και αν ακούγεται παράδοξο, αν τυχόν το είχα συνειδητοποιήσει μπορεί και να με άγχωνε αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο ακολουθώ το δρόμο της διχασμένης προσωπικότητας. Είμαι η Λένα και αν καταλάβω ότι με βλέπεις και ως Μαντά έφυγα. Στις παρέες μου, στο κύκλωμα μου, δεν το θέλω. Δεν το αντέχω. Λειτουργώ λοιπόν ως Λένα μόνιμα. Όταν γράφω δηλαδή δεν αγχώνομαι. Όταν ξεκινάω ένα βιβλίο δεν κάθομαι να σκεφτώ «ωχ τώρα θα αρέσει; Πώς θα το βρουν οι αναγνώστες το βιβλίο;». Άχου… και δεν με νοιάζει εκείνη την ώρα (συμπληρώνει γελώντας). Αυτό που με νοιάζει είναι το κείμενο που θα βγει από τα χέρια μου να είναι αυτό που θα διαβάζω το βράδυ και θα μου αρέσει. Οπότε δεν κουβαλάω κανένα βάρος. Όσο για το θέμα αυτής της ευχής που την λένε πολλοί και καταλαβαίνω ότι είναι λογικό, θα σου πω το εξής. Αυτό που βλέπουν όλοι – και αυτό είναι κάτι που το λέω και στις παρουσιάσεις μου – είναι την Λένα Μαντά του 2018 του 2017 και λίγο πιο πίσω. Την Λένα του 2001 δεν τη βλέπει κανένας γιατί αυτά τους βολεύει να τα ξεχνάνε. Γιατί η Λένα του 2001 έβγαλε ένα βιβλίο σε έναν άλλον εκδότη… το βιβλίο δεν πήγε καλά… το βιβλίο χάθηκε κάπου… δεν την έβλεπαν που αγωνιούσε γιατί βάσει του συμβολαίου, αν τυχόν το βιβλίο δεν είχε πωλήσεις θα πήγαινε για πολτοποίηση κι εκείνη αγχωνόταν να μην της πολτοποιήσουν το μοναδικό της βιβλίο που είχε βγάλει. Δεν βλέπουν την Λένα Μαντά που ο πρώτος της εκδότης της απέρριψε όλα τα επόμενα βιβλία που του υπέβαλε. Εκεί δεν είδε κανείς ούτε το κλάμα μου, ούτε τη στεναχώρια μου, ούτε το όνειρο που γινόταν χίλια κομμάτια κάθε φορά που έπαιρνα την επιστολή με την άρνηση. Ούτε είδαν πως το 2004 πέρασα το κατώφλι των εκδόσεων Ψυχογιός τρέμοντας στην κυριολεξία, γιατί μόλις μου είχαν πει ότι θα εκδώσουν το «Βαλς με 12 θεούς», το οποίο ο προηγούμενος εκδότης μου το είχε απορρίψει μέσα σε 20 μέρες. Μέχρι και που εκδόθηκε και η Θεανώ και τότε ηρέμησα, ένιωσα σιγουριά και έκλαιγα από τη χαρά μου.

Γ.Μ.: Και στη συνέχεια σε έμαθε όλη η Ελλάδα.

Λ.Μ.: Ναι. Το 2007 ξαφνικά, γιατί πάντα έτσι γίνεται, «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι» κάνει την ανατροπή. Όταν γράφεις ένα βιβλίο δεν ξέρεις τι διείσδυση θα έχει στις καρδιές των αναγνωστών. Έρχεται λοιπόν το 2007 και ξαφνικά «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι» γίνεται ανάρπαστο. Με ανακαλύπτουν οι πάντες. Και οι βιβλιοκριτικοί μαζί. Δεν ήταν για καλό μου. Δεν θα το συζητήσουμε (προσθέτει γελώντας). Και ξαφνικά αρχίζει ένας μαραθώνιος που δεν έχει σταματήσει. Γι’ αυτό σου είπα και πριν. Όλοι αυτοί που λένε σε κάποιον «να γίνεις Λένα Μαντά», δεν ξέρουν τι κούραση υπάρχει πίσω από αυτό. Δεν ξέρουν ότι η Λένα Μαντά από το Μάιο που βγαίνει το βιβλίο της αποχαιρετά γνωστούς και φίλους και τους ξαναβλέπει τον Αύγουστο. Ότι επί δυόμιση μήνες είναι με μία βαλίτσα στο χέρι σε ένα αυτοκίνητο για να πάει σε όλη την Ελλάδα. Ούτε φυσικά μπορεί να ξέρουν ότι η καθημερινότητά μου είναι γεμάτη από το να απαντάω στα τέσσερα προφίλ που έχω στο facebook και στην επίσημη σελίδα μου και στο Instagram και στο email, γιατί ο κόσμος θέλει να επικοινωνήσει μαζί μου. Ούτε ότι ξέρω τα οικογενειακά χιλιάδων οικογενειών σε όλη την Ελλάδα. Θέλω να πω με όλο αυτό, ας μην βλέπουν μόνο τη χρυσόσκονη. Υπάρχει πολύς κόπος και πολλά δάκρυα ακόμη και τώρα. Γιατί θες να κάνεις πράγματα και δεν προλαβαίνεις, γιατί είσαι κουρασμένη, γιατί έχεις φορτωθεί τα πάντα, γιατί έχεις τις συνεντεύξεις σου, γιατί τρέχεις από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Γ.Μ.: Σβήνει την κούραση όμως η αγάπη του κόσμου;

Λ.Μ.: Κοίταξε. Όταν βρίσκομαι σε μία παρουσίαση, όλα αυτά δεν υπάρχουν. Έχουν τελειώσει γιατί ο κόσμος είναι μία αγκαλιά τεράστια όπου έχω πάει. Μπορώ να σου πω ακόμα και κάποιοι που δεν με ξέρουν, αλλά είναι κακώς προσκείμενοι απέναντί μου σκεπτόμενοι «εντάξει, ποια είναι αυτή και γιατί τόσος ντόρος γύρω από το όνομά της;». Ακόμη και αυτοί λοιπόν, όταν τελειώνω την παρουσίαση και έχουμε γίνει όλοι μία μεγάλη παρέα, ακόμη και αυτοί λοιπόν έχουν αλλάξει απέναντί μου. Μπορεί να μην διαβάζουν τα βιβλία μου και αυτό είναι αποδεκτό, αλλά με αποδέχονται ως άνθρωπο και αυτό για μένα είναι ακόμα καλύτερο.

Γ.Μ.: Ανέφερες πριν τους κριτικούς. Γιατί σε πολεμούν όσοι σε πολεμούν; Τι έχουν να χάσουν από εσένα;

Λ.Μ.: Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ. Στην αρχή τους ξάφνιασε λίγο. Όντως, «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι» είχε μία ροή και μία επιτυχία που δεν ήταν αναμενόμενη. Σε χρόνο ντε-τε ξεπέρασε τις 110.000 αντίτυπα πριν κλείσει ούτε καν χρόνο. Σε μήνες. Οι ανατυπώσεις γίνονταν η μία μετά την άλλη.Γ.Μ.: Ουσιαστικά εσύ το σοκ το μεγάλο το πέρασες εκεί;

Λ.Μ.: Τρομάρα. Όχι απλώς σοκ. Είπα «Χριστέ μου τι με περιμένει», το ψυχανεμίστηκα ότι εκεί κάτι με περιμένει άσχημο. Εκεί λοιπόν ήταν λογικό ότι άρχισαν να λένε «ώπα ρε παιδιά ποια είναι αυτή που μας προέκυψε;». Όλοι θεώρησαν ότι έπεσα στον πλανήτη ξαφνικά γιατί νόμιζαν και ότι ήταν το πρώτο μου βιβλίο όμως ουσιαστικά ήταν το τέταρτο.

Γ.Μ.: Μήπως έθιξες με αυτή σου την επιτυχία τους «ποιοτικούς» συγγραφείς;

Λ.Μ.: Θα σου απαντήσω. Είναι σκληρό μεν, αλλά στην Ελλάδα αυτό το ποιοτικό κουλτουρέ – το οποίο αγαπώ ιδιαίτερα και εγώ αλλά δεν μπορώ να το γράψω, δεν το ’χω – δεν έχει πολλούς οπαδούς. Δηλαδή οι άνθρωποι που γράφουν πιο ψαγμένα εντός εισαγωγικών βιβλία, έχουν ένα συγκεκριμένο κοινό. Βιβλία που έχουν μεγαλύτερο λαϊκό έρεισμα σαν τα δικά μου, σαν της Ζαΐρη, σαν της Δημουλίδου, είναι διαφορετικά βιβλία και περισσότερων αναγνωστών. Οπότε είναι αυτονόητο ποια θα πουλήσουν περισσότερο.

Γ.Μ.: Είναι κάτι σαν το κοινό της κλασικής μουσικής που διαφέρει από αυτό των λαϊκών τραγουδιών;

Ακριβώς. Ποιοι τρέχουνε στην όπερα να ακούσουν ή ξυπνάνε το πρωί και λένε βάλε μου μία άρια ή παίζουν στο ραδιόφωνο με το που ξυπνάνε κλασική μουσική; Το ίδιο πράγμα είναι με τα βιβλία. Από εκεί και μετά όμως μπαίνει μία άλλη διαδικασία για μένα που λέει ότι δεν ενόχλησα κανέναν, δεν έθιξα κανέναν, η δουλειά μου ήταν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και όποιος ήθελε την έπαιρνε. Δηλαδή δεν θα το κάνουμε τώρα «όλοι τους τρελοί εκτός από μένα». Μην τρελαθούμε τώρα για αυτό. Για ποιο λόγο επιτέθηκαν σε μένα, δεν το κατάλαβα ποτέ. Στις αρχές η αλήθεια είναι ότι έκλαιγα με μαύρο δάκρυ και έλεγα «μα τι τους έχω κάνει;». Μετά ήρθε η συνειδητοποίηση πρώτον ότι όλοι δεν μπορούν να αρέσουν σε όλους και δεύτερον ότι δεν απαντούσα. Το έχω σαν αρχή να μην απαντάω. Οπότε, έντεκα χρόνια μετά ως διά μαγείας σταμάτησαν. Μάλλον σκέφτηκαν «δεν απαντάει, δεν βρίζει, δεν φωνάζει, δεν διαμαρτύρεται» και κάποια στιγμή σταμάτησαν. Και να σου πω και κάτι; Την απάντηση αντί για μένα την έδωσε ο κόσμος, για να είμαστε ειλικρινείς. Δηλαδή από την μία πλευρά ήταν όλοι αυτοί που με χαρακτήρισαν ως εκδοτικό φαινόμενο, ως εκδοτικό ούφο, όπως θέλεις πες το, ο κόσμος όμως από την άλλη πλευρά έδειξε ότι η Μαντά είχε έρθει για να μείνει στις καρδιές τους και έμειναν ανεπηρέαστοι τελικά από όλα αυτά. Και να σου πω ότι ούτε εγώ έχω επηρεαστεί ποτέ από βιβλιοκριτική για να διαβάσω ή να μην διαβάσω ένα βιβλίο.

Γ.Μ.: Τι σε τρομάζει σήμερα σε νέους συγγραφείς και τι θαυμάζεις;

Λ.Μ.: Θαυμάζω σίγουρα τα νέα μυαλά γιατί φέρνουν φρέσκιες ιδέες. Ένα είναι αυτό. Θαυμάζω τον αγώνα που δίνουν γιατί τώρα είναι πιο δύσκολα τα πράγματα στην αγορά. Έχε υπόψη σου, όταν εγώ ξεκίνησα το 2000, ήταν η δεκαετία που είχε γίνει ένα τεράστιο άνοιγμα σε νέους συγγραφείς Έλληνες. Έσπασαν τα στεγανά. Ο κόσμος διψούσε τελικά. Ήταν, εντός εισαγωγικών, πιο εύκολο αν θέλεις. Τώρα τα νέα παιδιά δίνουν μία μάχη πολύ άνιση, η οικονομική κρίση έχει περιορίσει την αγοραστική δύναμη. Όλο και πιο δύσκολα οι αναγνώστες τολμούν να δοκιμάσουν κάτι νέο από φόβο μην χάσουν τα λεφτά τους που είναι ούτως ή άλλως λίγα. Πάνε πιο εύκολα λοιπόν στο δοκιμασμένο και σε αυτό που ήδη αγαπούν. Από την άλλη πλευρά τα social media έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά γιατί τα βιβλιοφιλικά sites που υπάρχουν, οι σελίδες και οι βιβλιοφιλικές ομάδες κάνουν φοβερή δουλειά, διότι προτείνουν βιβλία νέων συγγραφέων δίνοντας στοιχεία, περιλήψεις και λοιπά, άρα υπάρχει μία παρουσίαση και των νέων. Τώρα τι με ενοχλεί στη νέα γενιά; Ότι βιάζονται. Βιάζονται να φτάσουν στο τέρμα και πολλές φορές κάνουν το λάθος να πέφτουν στην αντιπαράθεση και στο να κατηγορήσουν τους παλιούς για να φανούν εκείνοι. Είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορούν να κάνουν. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να απαξιώνεις το παλιό για να φανεί το καινούργιο. Σεβάσου το παλιό, μην το αντιγραφείς και σκέψου ότι για κάποιο λόγο αυτοί οι άνθρωποι είναι εκεί που είναι. Για κάποιο λόγο αυτοί οι άνθρωποι πωλούν χιλιάδες αντίτυπα μόλις βγουν στα βιβλιοπωλεία ή ακόμα έχουν κάνει προκράτηση οι αναγνώστες πριν ακόμη βγει το βιβλίο. Για κάποιο λόγο γίνονται όλα αυτά. Γι’ αυτό δεν πρέπει να βιάζονται. Γενικά στη ζωή μου δεν τα πήγα ποτέ καλά με το θράσος, με το δήθεν… γενικά με τσαντίζουν όλα αυτά.

Γ.Μ.: Μια τελευταία ερώτηση πριν κλείσουμε τη συνέντευξη. Πώς μπορείς και μιλάς πάντα χαμογελώντας;

Λ.Μ.: Το μυϊκό μου σύστημα μάλλον ευθύνεται… (ξεκινά να μου απαντά γελώντας). Λοιπόν θα σου πω τώρα σοβαρά. Αυτό πρέπει να το έχω κληρονομήσει από τον πατέρα μου· ήταν γελαστός άνθρωπος και ήταν άνθρωπος πολύ κοινωνικός. Αυτό το έχω κληρονομήσει από εκεί, το ξέρω πια, σαν DNA. Να ξέρεις ότι μου αρέσει να βλέπω πάντα τα πράγματα από την καλή τους πλευρά ακόμα και όταν ήταν δύσκολα, ακόμα και τότε αυτό από μικρή το έχω – είδες που σου λέω δεν μπορεί, το τούνελ κάπου θα βγάλει στο φως, δεν γίνεται – άρα ίσως είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο χαμογελάω. Μου αρέσει. Και έχε υπόψη σου ότι είναι ένας από τους λόγους που δεν μου αρέσει να κοντράρω τον άλλον, δεν μου αρέσει να τον στενοχωρώ. Προτιμώ να κάνω εγώ πίσω για να μην τον στενοχωρήσω, μου αρέσει να βλέπω και τους άλλους ανθρώπους να χαμογελούν και στις μέρες μας έχω έναν λόγο παραπάνω. Με στεναχωρεί που βλέπω ανθρώπους γεμάτους κατήφεια γιατί περνούν πάρα πολλά. Ίσως γι’ αυτό και στις παρουσιάσεις μου, έστω και στο βιβλίο «Ζωή σε πόλεμο», που δεν ήταν ένα βιβλίο που μπορούσες να γελάς, κι όμως εγώ χαιρόμουν γιατί κατόρθωνα και τους έκανα και γελούσαν. Μου αρέσει να βλέπω τον κόσμο να γελάει. Μου αρέσει πολύ. (Πρώτη δημοσίευση στο Books & Style: 28/12/2018) Κλείνοντας το μαγνητόφωνο και συνεχίζοντας να πίνουμε τον καφέ μας, κατάλαβα τι εννοούσε νωρίτερα η Λένα όταν μου είπε ότι ξέρει τα οικογενειακά χιλιάδων οικογενειών. Εκείνη την ημέρα έμαθε και κάποια από τα δικά μου με αφορμή βέβαια τι άλλο; Τα βιβλία της.

*Το βιβλίο «Ζωή σε Πόλεμο» της Λένας Μαντά, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Books and Style

Books and Style