ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Ο λαϊκός μύθος

«Πέρα στον βάλτο της Μπούντας[1] ζούσε ένα μεγάλο ντέμι[2] που μούγκριζε δυνατά και ακουγόταν σε όλο το Φανάρι. Εμείς το φωνάζαμε Μπούμη.

Το ακούγαμε μέρα νύχτα να μουγκρίζει μέσα στη γη και σκιαζόμασταν τα παιδιά, κάθε φορά που ακούγαμε το μουγκρητό του. Όταν πηγαίναμε με τη μάνα μου και τις άλλες γυναίκες στο βουνό της Χόχλας και στο Κουκούλι να κόψουμε σφάκες και να τις φέρουμε στο σπίτι για προσάναμμα, θυμάμαι, όπου πατούσε το άλογο κι εμείς, εκεί ακουγόταν το μουγκρητό από κάτω. Πηγαίναμε πιο πέρα, πάλι ακουγόταν το μουγκρητό μέσα βαθιά στη γη.

Οι παλιοί έλεγαν πως ήταν μεγάλο βόδι που κάποιος το είχε κλείσει μέσα στη σπηλιά και αυτό ήθελε να βγει έξω, γιατί πείναγε και σκιαζόταν το σκοτάδι. Αλλά ποιος θα έμπαινε εκεί να το λευτερώσει;

Λέγανε ακόμα πως, άμα μούγκριζε πιο δυνατά το βόδι, κακό θα ερχόταν στον τόπο. Και έτσι και έγινε το’40 και στην κατοχή που σκότωσαν οι Γερμανοί τον κόσμο.

Ο Μπούμης έφυγε, όταν στέρεψε και το νερό του βάλτου, τότε που οι φαγάνες  στραγγίσανε τα νερά και γίνανε χωράφια. Ποιος ξέρει πού να πήγε και αν ζει ακόμα…»[3]

Στον βάλτο της Μπούντας, κοντά στο σημείο, όπου βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής της Θαυματουργού και το χωριό Χόχλα Φαναρίου (νυν δήμος Πάργας), πριν την αποξήρανση της Αχερουσίας λίμνης και του βάλτου, ακουγόταν ένας υπόγειος θόρυβος που έμοιαζε με μυκηθμούς άγριων ταύρων ή μουγκρητά γιγάντων.

Όταν πλησίαζαν οι χωρικοί εκεί με τα άλογά τους, σε κάθε τους πάτημα, ακουγόταν πιο έντονα αυτό το μουγκρητό.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τα μουγκρητά αυτά που έμοιαζαν με βοδιών, προέρχονταν από τους ιερούς ταύρους των θεών, τους Γήταυρους. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Γήταυρος του Φαναρίου και όλοι οι Γήταυροι, διότι υπήρχαν Γήταυροι σε όλη την Ελλάδα, όπου υπήρχαν έλη, λίμνες, ποταμοί και βάλτοι, ήταν οι ταύροι των θεών που τους είχαν φυλακίσει οι θεοί βαθιά στη γη. Θέλοντας να ξαναδούν το φως του ήλιου και να βοσκήσουν στα λιβάδια, μούγκριζαν απελπισμένα, για να τους χαρίσουν τη λευτεριά τους.

Για τον απλό λαό οι Γήταυροι ήταν ταύροι-τέρατα.  Στο Φανάρι, επειδή αυτός ο θόρυβος ακουγόταν επί πολλές γενιές σε απόσταση 5 χλμ. και ο ταύρος δεν βγήκε ποτέ από τη σπηλιά του και δεν πείραξε κανέναν, οι χωρικοί σιγά σιγά το συνήθισαν και το μουγκρητό του το χρησιμοποιούσαν μόνο σαν φόβητρο για τις σκανταλιές των μικρών παιδιών.

«Θα σε πάρει ο Μπούμης, αν δεν κάτσεις φρόνιμα», απειλούσαν με πονηρό κρυφό χαμόγελο και τα παιδιά τούς κοιτούσαν κατατρομαγμένα, αφού, προς επίρρωση της γονεϊκής απειλής, ακουγόταν και το απόκοσμο υπόγειο μουγκανητό.

Οι αρβανιτόφωνοι Φαναριώτες, ακούγοντας τον βρυχηθμό του, του είχαν δώσει όνομα. Τον φώναζαν Μπούμη. Στη γόνιμη φαντασία τους δεν ήταν απλώς ένας συνηθισμένος ταύρος, φυλακισμένος κάτω από τη γη, αλλά ένα τέρας με υπερφυσικές ιδιότητες.

Η άγνοια, ο φόβος, οι δεισιδαιμονίες και η φαντασία δημιούργησαν αυτόν τον αιτιολογικό μύθο και τον πρωταγωνιστή του τον έκαναν θρύλο.

Η ετυμολογία

Στη γλώσσα την αρβανίτικη, με τη λέξη «μπούμης» περιγράφεται αυτός που είναι μεγαλόσωμος, όπως ο ταύροι, και φωνάζει δυνατά, ισχυρώς βοά.

Η λέξη ταυτίζεται:

Α. Με το ρήμα της αρχαίας ελληνικής βύζω, βύζειν/φωνάζειν δυνατά (προέλευση και σε άλλες γλώσσες από την ηχομιμητική ρίζα -bu/μπου, εξηγεί ο Hofmann), όπως ο βύας-βύζας (το πτηνό μπούφος)/ ο ισχυρώς βοών στην αρχαία ελληνική, ο μπούφος στη λατινική bubo, στη βουλγαρική buh, η κουκουβάγια στην αρμενική bu.

Β. Τη λέξη βους της αρχαίας ελληνικής και το ομηρικό επίθετο βουγάιος/ ο για τη δύναμή του γαυριών, ο αλαζών. Στην αρβανίτικη η λέξη μπούγιο/ορμητική, αλαζονική δύναμη, βιασύνη και παρόρμηση, έχει την ίδια σημασία με το βουγάιος. «Μος μερ μπούγιο», έλεγαν οι γονείς μας, μην παίρνεις φόρα, μη λειτουργείς απερίσκεπτα, μην είσαι βιαστικός και παρορμητικός.

Γ. Συνδέεται επίσης και με το ουσιαστικό βύκτης/άνεμος, θύελλα, το ρήμα βοώ και το ουσιαστ. βοητύς, τύος/βοή (βουή, βούηξε).

Μπούντα ονόμαζαν και την περιοχή, όπου ακουγόταν ο Μπούμης, για τον ίδιο λόγο (τόπος που ηχεί, βοά).

Η πραγματικότητα βέβαια ήταν πολύ διαφορετική. Το μουγκρητό δεν ήταν παρά ο ήχος που παράγεται στα στάσιμα ύδατα πλησίον της θάλασσας, όταν η ροή του συσσωρευμένου αέρα εξέρχεται από στενή υπόγεια σήραγγα σε φαρδύτερο χώρο, όπως εξηγεί ο Αριστοτέλης στα «Μετεωρολογικά» του.[4]

Και όταν αυτά τα νερά οδηγήθηκαν στη θάλασσα με ειδικά κανάλια-αύλακες αποστράγγισης, έπαψαν πια να προκαλούν αυτόν τον υπόγειο και δυνατό ήχο.

Ενδέχεται, ωστόσο, όπως διατείνονται ορισμένοι μελετητές, γενεσιουργό αίτιο αυτού του θορύβου να είναι οι ήχοι που παράγει το πουλί βούταυρος ο αστεροσκόπος, γνωστός και ως νυχτοκόρακας ή ερωδιός ο τσικνιάς, και οι οποίοι μοιάζουν με μουγκανητά βοδιών, και για τον λόγο αυτό ακουγόταν περισσότερο τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο μεγαλόσωμος αυτός ερωδιός ή νυχτοκόρακας, πράγματι, ζει στα έλη και στους βαλτότοπους και στον Μεσαίωνα ονομάσθηκε ο ίδιος «Γήταυρος» ή «Ήταυρος», ενώ αποτελεί είδος υπό εξαφάνιση. Τον θόρυβο τον παράγει, εισπνέοντας μεγάλη ποσότητα αέρος και εκπνέοντας με θόρυβο.

Υπήρχε η δοξασία σε όλες τις περιοχές ότι οι βρυχηθμοί αυτοί των Γηταύρων ήταν κακός οιωνός. Πίστευαν ότι θα φέρει συμφορές, πόλεμο, επιδημία, πείνα και φτώχεια, όπως έγινε το 1940, όταν, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, τα μουγκρητά του Μπούμη είχαν γίνει πιο έντονα.

Η ποθητή τελικά «απελευθέρωση» του Γήταυρου ήλθε στο Φανάρι τη δεκαετία του’ 50, όταν έγινε η αποστράγγιση των υδάτων της λίμνης Αχερουσίας και του βάλτου της Μπούντας, όπως έγινε και στη Λάκκα Σουλίου (λίμνη Μαυρή) και σε άλλες περιοχές από ολλανδικές και αγγλικές εταιρείες και από τότε δεν ξανακούστηκε ο μυκηθμός του «ταύρου».

Η γιαγιά μου έλεγε πως ο Μπούμης λευτερώθηκε από τις φαγάνες που άνοιξαν τρύπες στο χώμα και βόσκει ήσυχα στον κάμπο μόνο τις νύχτες, για να μην τον δουν και τον πάρουν να τον σφάξουν, ενώ την ημέρα κρύβεται και κοιμάται μέσα στη μεγάλη  μυστική σπηλιά μαζί με τις νεράιδες των πηγών και του ποταμού μας…

Η ιστορία του Μπούμη είναι μία ακόμη όμορφη αιτιολογική ιστορία, όπως και αυτή του Μπούση, που μας συνόδευσαν και εμάς στα παιδικά μας χρόνια. Οι μανάδες μάς φοβέριζαν, για να μας συνετίσουν, είτε με τον Μπούμη, που η δική μου γενιά δεν τον πρόλαβε, ή τον Μπούση, που γνωρίσαμε και εμείς μόνο στη φράση «θα σε πάρει ο Μπούσης», άλλο ένα νυχτερινό τέρας της αρβανίτικης παράδοσης, με την ίδια ετυμολογία και τον ίδιο φόβο στα παιδικά μας μάτια.

***

[1] Μπούντα και όχι Πούντα, όπως αναφέρεται λανθασμένα και σε ορισμένα στρατιωτικά έγγραφα του 1912-13. Αρβανίτικη λέξη σχηματισθείσα εκ της ηχομιμητικής ρίζας-μπου (bu), κοινής και σε άλλες γλώσσες. (βλ. ετυμολογία Μπούμη).

[2] Ντέμ,ι /βόδι, ταύρος αρβ. γλ., ταυτίζεται με την αρχ. ελλην. δαμάλης, δαμάλου / νεαρός και ήρεμος ταύρος, δάμαλις /αγελάδα. Συγγενική λέξη με το ρήμα δαμάω /δαμάζω (υποβάλλω σε ζυγό, υποζύγιο). Πολύ πιθανή και η προέλευση εκ του δημός/λίπος, πάχος ζώου. (Βλ. και αρβ. λέξη δjαμ/λίπος, ξύγκι, στέαρ). Οι ινδοευρωπαϊκές ρίζες -dam με τη σημασία βόδι (dam/βόδι, ιρλανδ. γλ.) -dem (δέμας/σώμα) και -dom  (δομή/τείχος) συναντώνται και σε άλλες γλώσσες. (βλ. Hofmann, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής…σελ. 58-59, 62 και 71).

[3] Αφήγηση Βασιλική Παπαζήση-Νικολάου, κάτοικος Καστρίου Φαναρίου

[4] Αριστοτέλη, Μετεωρολογικά, Βιβλίο β, 367α

Books and Style

Books and Style