ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΙΚΟΛ ΚΟΥΡΟΜΙΧΕΛΑΚΗ
Ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα, κατά τ’ άλλα! Απόστροφο δεν θα έβαζε στη ζωή του και τις εξελίξεις της. Μια ζωή πίστευε άλλωστε στο πεπρωμένο και τα γνωστά και λογικά (φυγείν αδύνατον κατά τας εσπέρας, ειδικά). Δεν θα κόμιζε εκείνος γλαύκας εις Αθήνας. Ήξερε χρόνια τώρα να παίρνει το ίδιο κατηφορικό μονοπάτι που ήταν και βολικό, τόσο για τα πόδια του όσο και για τη ζωή του.
Ώχου τώρα, αυτό δα έλειπε να πετύχαινε κάποιον στο δρόμο να του πετάξει καμιά αμπελοφιλοσοφία της δεκάρας, από αυτές που του έλεγε και η μάνα του γνέθοντας και κλωθογυρίζοντας το μαλλί στην ευωδιαστή της αγκάλη. Όλα ήταν γι’ αυτόν προκαθορισμένα, το μέρος ενός καλά προεξάρχοντος σχεδίου, ενός μαγκανοπήγαδου που δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και, μα το Θεό, δεν ήθελε. Να πηγαίνει τις Κυριακές στην εκκλησία με τους γονείς του γιατί έπρεπε… τι θα έλεγε άλλωστε. Tι θα έλεγε στη θεία με τα γλυκά του κουταλιού, στο ακριβοθώρητο βλέμμα της Νάντιας, της μικρής του ανιψιάς που τον κοιτούσε στα χέρια για κάποιο δώρο, στα πόδια της αδερφής του που βιαστικά έτρεχε να κομίσει κάποια είδηση γάμου του και που μόνο στη σκέψη του λευκού, του πάγωνε το αίμα.
Στις εξελίξεις μιας ανώδυνης και τρυφηλής κατά τ’ άλλα ζωής, θα έβαζε τέρμα εκείνο το βράδυ, αλλά δεν το ήξερε. Δεν ήθελε να εμπλέκεται σε καμιά αλλόκοτη ύπαρξη ζωής, σε κανένα υπερτονισμένο συναίσθημα στη χίμαιρα καμιάς εξουσιαστικής ηδονής που θα έπλαθε με ρόζους ιδρώτα ή απόγνωσης το σώμα του, σε καμιά καθημερινή κουβεντούλα που θα είχε το ίχνος ενός κουτσομπολιού, σε καμιά ανάμικτη ή πολύ οικεία ανταλλαγή απόψεων, βλεμμάτων, αγγιγμάτων ή σωματικών συναντήσεων. Κατά την άποψη του ίδιου, έτσι μόνο, αποστασιοποιημένος, θα έμενε αγνός από οποιαδήποτε τρωγλοδυτική ανάγκη ευχαρίστησης, ηδονής, ανάγκης ή αγάπης. Δεν ήταν πάντα έτσι. Δεν γεννήθηκε γυμνός, πάρα μόνο από ρούχα. Η αγάπη και η ανάγκη έστεργαν το κορμί του, πέρασε μέσα από τον ομφάλιο λώρο της μάνας του ως κληρονομική αδυναμία ή κατασκευή˙ αλλά αργότερα, η απογοήτευση της ύπαρξης, η ερωτική πλοκή που παρασέρνει όλα τα γήινα και ανυπεράσπιστα πλάσματα, είχε γλύψει σαν το νερό τον βράχο, οποιαδήποτε τρυφερότητα ήξερε. Κάπου εκεί τον περίμενε υπομονετικά η ζωή του, μ’ ένα υφασμάτινο φόρεμα να τον παγιδεύει, αλλά δεν ήθελε να της υποταχθεί ακόμα.
Έστριψε στη γωνία και χάθηκε μέσα στην καταχνιά. Τι στο καλό, δεν φοβόταν καμιά σκιά από αυτές που κουκουλώνονταν μέσα στο γκρίζο του χειμώνα, στις γωνίες των υγρών πεζοδρομίων, στις στρυφνές μέγαιρες ώρες των μεγάλων λεωφόρων, στα μπράτσα των αγοραίων εφήβων που έσφυζαν από ορμές και ζωή. Ήταν ήδη η ώρα της ετοιμασίας, οι κοπέλες έπλεναν τα μπράτσα και τους μηρούς τους πριν βάλουν γαλάκτωμα και άρωμα για να τυλιχτούν όλο το βράδυ στο κορμί των συνόδων τους και τις μικρές ώρες του ξημερώματος να κάνουν έρωτα. Οι νεαροί άφηναν τα μηχανάκια στην άκρη του πεζοδρομίου και έστελναν ατελείωτα μηνύματα γλυκόλογων από τα κινητά τους για τη βραδινή συνάντηση, οι νοικοκυρές μαγείρευαν το φαγητό και τελείωναν και έναν καβγά με το σύζυγο, ενόσω οι μικροπωλητές είχαν αρχίσει να μαζεύουν την πραμάτειά τους και έσυραν μέχρι κάτω βάναυσα τα ρολά των καταστημάτων, ενώ η κρεαταγορά έχοντας τελειώσει με τις αγοραπωλησίες της ημέρας, μύριζε πηχτό αίμα και δέρμα ζώου. H βροχή έπεφτε ραγδαία και ούρλιαζε «θέλω να αγαπηθώ, θέλω να αγαπηθώ, θέλω…». Μα καμιά στοργή από τον ουρανό-ουραγό, καμιά αναγκαιότητα ή σκαιότητα δεν προοιωνιζόταν το μέλλον του, στα σφαγεία το αίμα των ζώων, αγνό έτρεχε όπως ο ιδρώτας στο κορμί, αγνό αλλά στον παροξυσμό της βίας και των θηριωδών προθέσεων, κανένα αίμα στους κροτάφους δεν θα ήταν πότε σχεδόν αγνό.
Έγλυφε τώρα τις γνώριμες γωνιές των οδών, σαν να έσουρνε το κουρασμένο του καβούκι από τις έγνοιες, κυρίως, παρά από τη δουλειά. Στη γωνιά τη δική του αντίκρισε τα γνωστά λαμπιόνια του διπλανού διαμερίσματος αφημένα εκεί από την πρωτοχρονιά, άρα συμπέραινε ότι δεν λησμονιούνται μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα φώτα και οι συνήθειές τους και τα λουστραρισμένα αντικείμενα. Αλλά υπήρχαν στιγμές που έμοιαζε και ο ίδιος σαν ένα στίλβον αντικείμενο, σαν μια παιδική χαρά που έμεινε στα μπετά, σαν ένας στίχος δίχως τραγούδι. Ποτέ δεν κατάλαβε πώς υπέπεσε σ’ αυτήν τη μοναξιά, πώς ώρες-ώρες δεν είχε μια ζωντανή ψυχή δίπλα του να μιλήσει. Έστριβε ακόμα όταν την είδε…
Είχε ανασάνει μια μπουκιά φρέσκου αέρα όταν σαν τσουβάλι πετάμενο στη γωνιά, αντίκρισε τη λευκή της σάρκα με τα κατάξανθα μαλλιά να μπλέκονται με το χώμα και τη βροχή. Δεν μπόρεσε αμέσως να δει το χρώμα τους, γιατί οι βουβοί καπνοί των σπιτιών από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες τού έσβηναν την όραση και χόρευαν ταγκό μέσα στο μυαλό του, όσο είχε απομείνει όρθιο από τη ληστρική επιδρομή ανέχειας και μοναξιάς. Eκείνη ήταν σκυμμένη και ανήμπορη σε μια γωνιά, μέσα σε έναν μπλε υπνόσακο και πεσμένη μισή στο πεζοδρόμιο, μισή στα σκαλάκια του σπιτιού του. Ήταν τόσο μόνη και ανήμπορη -σίγουρα εκείνο το πλάσμα ήταν πιο μόνο από εκείνον. Παραπάτησε μέχρι να φτάσει στη γωνία και έβλεπε θολά, ο ίδιος απέδιδε την αιτία στο ποτό που είχε πιει στη θεία του και στον δαιμονισμένο ποδαρόδρομο που του είχε φάει τα σωθικά. Σταμάτησε και ανακουφισμένος στάθηκε να βρει την ανάσα του. Έκοβε με το βλέμμα τις διαστάσεις της και τη φιγούρα της, σχεδόν 30, μετρίου αναστήματος, αδύνατη και λεπτοκόκκαλη, με απαλό δέρμα. Το τελευταίο το συμπέρανε με την ψυχή του. Το ήθελε να συμβαίνει…
Με γρήγορες κινήσεις την έφερε στο ύψος του προσώπου του, κρατώντας την σφιχτά από τα πόδια και τους ώμους… έπρεπε να βιαστεί… η κοφτή βροχή που θυμωμένη βογκούσε τώρα, σε θέλω, σε θέλω, σε θέλω, θα μπορούσε να μετατραπεί σε χιόνι λεπτό. Αναπάντεχα, ανεβαίνοντας τις σκάλες το πλάσμα μισοπεθαμένο τού έσφιγγε τους ώμους σαν να ήθελε να κρατήσει τη ζωή στα αδύναμα και ξερά σπλάγχνα της. Τον έσφιγγε πάνω της, και το λεπτό της κορμί είχε γίνει μια στέρεα μέγκενη που τον καταδίκαζε, που τον ωθούσε να νιώσει, που τον έπνιγε και συνάμα τον απελευθέρωνε.
Έβγαλε μόνο τα ρούχα, και έτσι ημίγυμνη όπως ήταν, την έντυσε με το σεντόνι και ο ουρανός μαζί του την έντυσε με την αύρα του ασημένιου σεληνόφωτος.
Την έβαλε προσεκτικά και απαλά στο κρεβάτι του και αφού την κοιτούσε σαστισμένος κάμποση ώρα, όταν ξαναβρήκε τη μιλιά του άρχισε να τη ρωτάει ποια είναι και πώς τη λένε και πού μένει, αλλά όλα αυτά τα ερωτήματα ήταν σα να τα έκανε στον ίδιο και σα να ήξερε ότι μιλούσε με μια νεκρή ή με ένα μικρό παιδί, που ημιλιπόθυμο δεν ήξερε να προφέρει ούτε μια λέξη. Έπνιγε την απελπισία του μαζί με έναν εκνευριστικό βήχα, λόγω στρες, για να μην την ξυπνήσει και καθόταν και την παρατηρούσε. Το πρόσωπό της ήταν μια ζωγραφιά, σαν καμπύλη τα φρύδια της έσμιγαν με τους κροτάφους προστατεύοντας τα βαθυγάλανα μάτια της με το σκούρο κεραυνό που πλαισίωνε την κόρη, σαν θυμωμένος ωκεανός τα μάγουλα της είχαν ροδοκοκκινίσει από την αναπάντεχη θαλπωρή του τζακιού του και τα χείλη είχαν ανοίξει ελαφριά και είχαν ηδυπαθώς υγρανθεί… ζητούσαν ακόμα ζωή. Σταμάτησε να ανασαίνει για να ακούσει την ανάσα της που όμως τώρα έβγαινε βεβιασμένη μ’ ένα απαλό ρουθούνισμα. Ανασήκωσε τα σκεπάσματα και βρήκε ότι την πίεζε η ζώνη που φορούσε στη λεπτή της μέση. Τώρα δυσκολευόταν και αμφιταλαντευόταν αν θα έπρεπε να τη γδύσει, άλλα όλα αυτά τα υφάσματα, όσο πουπουλένια και να ήταν, την εμπόδιζαν να ανασάνει και, εκτός αυτού, ήταν βρεμένα και λασπωμένα.
Δεν μπορούσε να περιμένει… Το ήθελε, έπρεπε να ανασάνει και η κοπέλα αλλά και ο ίδιος. Είχε νιώσει από την αρχή που τα βλέφαρα του έπεσαν στο μάγουλό της ότι την ήξερε, την είχε γνωρίσει, ήταν εκείνη. Άρχισε να τη γδύνει αργά, σχεδόν νωχελικά και να κοντανασαίνει καθώς εικόνες σβησμένες αναμειγνύονταν με αυτό το ακανόνιστο του καρδιακού του ρυθμού. Έβγαλε μόνο τα ρούχα, και έτσι ημίγυμνη όπως ήταν, την έντυσε με το σεντόνι και ο ουρανός μαζί του την έντυσε με την αύρα του ασημένιου σεληνόφωτος. Όσο απαλό ήταν το φεγγάρι, όμως, τόσο πιο έντονες ήταν οι σκέψεις που του τρυπούσαν το μυαλό και περόνιαζαν τη συνείδησή του. Για έναν άνθρωπο χωρίς συναίσθημα, χωρίς συνείδηση, εκφραζόταν πολύ πληθωριστικά – σχεδόν παιδιάστικα – για έναν ακμαίο πεσιμιστή και μηδενιστή όπως ο ίδιος ήταν.
Για μια στιγμή μόνο ένιωθε την μοίρα που ο ίδιος εμπόδιζε να παρεμβαίνει στη ζωή του και να τον συντονίζει και να βάζει τις λεπτές της γραμμές. Η πράξη την οποία είχε αρνηθεί και απωθήσει, ήταν εκεί δίπλα του, του μιλούσε και τον κατηγορούσε και τον καθήλωνε. Είχε απωθήσει σε όλη του τη ζωή κάθε φύση τρυφερότητας και ελπίδας, και μέσα στο αίμα του μετέβαινε το ζεστό κύμα του έρωτα και της ζωής που είχε αρνηθεί και που τώρα γύριζε πίσω εκδικητικά, για να τον συμπαρασύρει στον ρυθμό της ζωής και της μοίρας του.
Την έγδυνε με αργές, σχεδόν νωχελικές κίνησες, και θα έπαιρνε όρκο ότι σε κάθε του κίνηση άκουγε ένα ελαφρύ θρόισμα που τον περιγελούσε και που έκανε έναν-έναν χρόνο της ζωής του να περνά μπροστά από τα μάτια του. Βγήκε η καπαρντίνα της, λύθηκαν τα κορδόνια των δερμάτινων μπεζ παπουτσιών της, ξέφυγε από τη μέση η δεύτερη ζώνη της, η μπλούζα ανασηκώθηκε και φάνηκε το νεανικό και σφριγηλό λευκό της στήθος. Παρασύρθηκε στο ρυθμό της αφαίρεσης η κοντή της φούστα από δερματίνη, το καλσόν γλίστρησε και αποκάλυψε τα απαλά και μακριά της παγωμένα πόδια, τα μαλλιά της λύθηκαν από την υφασμάτινη στέκα και έμεινε έτσι για λίγο με τα εσώρουχα. Σε ένα λεπτό όλα αυτά, η αφοπλιστική γύμνια της κοπέλας και ο ρυθμός που την έγδυνε, φάνηκαν σαν να ήταν τα μόνα που είχαν σημασία στη ζωή του και ότι ήταν η πιο σημαντική στιγμή του. Στο μεταίχμιο του μαγευτικού αυτού ρυθμού που συνέπαιρνε όλο του το είναι, ακουγόταν βαθιά μέσα του, σαν ηχώ, ένας συριστικός και βαθύς ήχος που λες και έβγαινε από το στήθος του. Τα τελευταία που τώρα έπεφταν στα πόδια του ήταν ο στηθόδεσμός της που βαρύς προσγειώθηκε στο πάτωμα και το κιλοτάκι που έσβηνε κάθε ίχνος κρυφού σημείου πάνω της. Τα ξανθά της μαλλιά έφταναν μέχρι τις ρόγες του στήθους της και το σαγηνευτικό της και μυστήριο βλέμμα τον κοιτούσε εξεταστικά και υποταγμένα μέσα από τους καμμυομένους οφθαλμούς της, σαν να έμπαιναν τώρα μέσα σε κάθε πόρο της ύπαρξης του και τον απογύμνωναν και τον ίδιο.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πισωπάτησε. Ρίγος διαπέρασε την ύπαρξη, σαν να ήταν η πρώτη στιγμή στη ζωή του που παραδινόταν κυριολεκτικά σε γυναικεία ύπαρξη. Τι έκανε; Στάθηκε μετέωρος πάνω στις μύτες των παπουτσιών του, λες και ήθελε να πετάξει. Από εκείνη την όρθια στάση, ποτέ δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε σκεπασμένος με τα σεντόνια, πάνω της, γυμνός σχεδόν, ενώ το τελευταίο κομμάτι ρούχου που τον χώριζε από τη μαγευτική αυτή ύπαρξη απομακρύνθηκε, σχεδόν βίαια, από τον ίδιο.
Σχεδόν με θυμό, όλη η ύπαρξη του πάλευε να μην της παραδοθεί και τώρα όλη η ύπαρξη του τον καλούσε σε αυτή τη θωπευτική φυγή των σωμάτων, σε τούτη τη θέωση που τον έκανε πιο ανθρώπινο και συνάμα, πιο θεϊκό από ποτέ. Κουτρουβαλούσε στις στάχτες του Άδη και από εκεί ανέβαινε μαζί με τη γρήγορη αναπνοή του στο ηδονικό μονοπάτι αυτής της μοναδικής στιγμής αποθέωσης του ανθρώπου, όταν σμίγουν οι σάρκες και τα σώματα υποσχόμενα αιώνια αγάπη και αιώνια ηδονή. Κόμποι ιδρώτα στα σεντόνια και στα ακροδάχτυλα, άπειροι ήλιοι ένωναν τα βλέφαρα τους, λευκές ασπίδες κάλυπταν τα γυμνά τους σώματα που χόρευαν αρμονικά μα με ένταση, σε αυτόν τον ηδονικό ρυθμό που τους έφερνε κοντά με το θάνατο. Που τους έκανε να θέλουν να πάρουν ολόκληρο το είναι ο ένας από τον άλλον. Να ρουφήξουν κάθε στάλα ήχου και βογκητού που έβγαινε από τις φωνές τους, από τον ιδρώτα και από τα θωπευτικά βλέμματα. Έμεινε εκεί, πάνω της, ξαπλωμένος και αποκαμωμένος από την ερωτική του κορύφωση, ούρλιαξε από ηδονή και λαχτάρα να ξεχυθεί όλο του το είναι, όλη η ψυχή του σαν ποτάμι μέσα της. Εκείνη τον αγκάλιαζε σφιχτά με τα πόδια γύρω από τη μέση και τις παλάμες γύρω από τη φαρδιά πλάτη του.
Ξάφνου όρθωσε το κορμί και τινάχτηκε. Μια ζωή είχε συνηθίσει να δίνεται στον εαυτό του και μόνο˙ δεν είχε έντονα πάθη, ούτε άφησε αυτά να τον συμπαρασύρουν. Έζησε τη ζωή ενός άλλου και αυτό που του συνέβη ήταν πολύ δύσκολο να το αναλύσει και να το κατανοήσει. Η σκληρή μέγκενη του κορμιού του χαλάρωσε, σηκώθηκε από το κρεβάτι και τότε το ένιωσε. Αυτό ήταν που ήθελε μια ζωή: να νιώσει το αλλιώς στον έρωτα, να σβήσει τους τίτλους και να βιώσει την απώλεια του εαυτού. Ένιωθε ολόκληρος, μα ταυτόχρονα μισός. Είχε φύγει από τον εαυτό του, μα ταυτόχρονα τον έχανε, κάτι που εγωιστικά εθισμένος δεν θα δεχόταν ποτέ. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται είναι η πλάτη του να κολλάει στα κάγκελα του μικρού του μπαλκονιού και να καίει ακόμα από τη βίαιη αποχώρηση της γυναικείας σάρκας. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πέφτοντας, ήταν ο αέρας που, σχεδόν το ίδιο ηδονικά σαν μια γυναίκα, του χάιδευε τα μάγουλα και τα μάτια που έκλειναν…