ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ
«Besa e Kostandinit»
«Η μπέσα του Κωνσταντίνου» ή «Του νεκρού αδερφού»
Η πιο άρτια από κάθε άποψη παραλογή είναι αυτή «Του νεκρού αδερφού», η οποία είναι γνωστή όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και σε όλα τα Βαλκάνια. Συναντάμε παραλλαγές της στη Βουλγαρία (Λάζαρ και Πετκάνα), στη Σερβία (Γιοβάν και Γελίτσα), Ρουμανία (Βόικα και σοφο-Κωσταντής), και την Αλβανία (Κωσταντής και Δοκίνα και Κωσταντής και Ντορουντίνα).
Την αλβανική παραλογή μετέφρασα, διασκεύασα σε έμμετρο λόγο και σας την παρουσιάζω.
Έξι και έξι δώδεκα και η Ντορουντίνα δεκατρία.
Πίσω στα χρόνια τα παλιά μια καλομάνα ζούσε
Καμάρωνε τα δώδεκα και όμορφα παιδιά της
Μα πιο πολύ καμάρωνε’ κειο το δέκατο τρίτο
Κόρη ήτανε πεντάμορφη, η πιο όμορφη απ’ όλες
Και είχε και όνομα γλυκό, τη λέγαν Ντορουντίνα
Η κόρη σαν μεγάλωσε και μέστωσε για γάμο
Κανένας δεν τη ζήτησε απ’ τον δικό τους τόπο
Όχι, για δεν την ήθελαν να την επάρουν νύφη
Λιώνανε από έρωτα γι’ αυτήν τα παλικάρια
Αλλά το ξέρανε καλά, κανένας δεν τσ’ αξίζει
Κι έρχεται ένα αρχοντόπουλο, ξένο και από άλλον τόπο
Όμορφος ήτονε, καλός, στέλνει το χελιδόνι
Τα προξενιά να τους τα πάει, νύφη να τη ζητήσει
Μάνα και γιοι δεν θέλανε στα ξένα να τη δώσουν
Γιατί καλό και όμορφο ήταν το παλικάρι
Μα αλαργινός ο τόπος του, πολύ μακριά στα ξένα
Κι ο μόνος που το ήθελε ήταν ο Κωνσταντίνος
-Μάνα μου, να τη δώσουμε την αδερφή στα ξένα
Το παλικάρι είναι καλό, μπήκε μες στην καρδιά μου
-Γιε μου, καλά δεν μίλησες, δεν κρένεις μυαλωμένα
Την κόρη μ’ τόσο μακριά εγώ δεν θα τη δώσω
Αν την θελήσω για χαρά, χαρά εγώ δεν θα’ χω
Αν την θελήσω για κακό, μονάχη πάλε θα’μαι
-Την μπέσα και τον λόγο μου σου δίνω, κυρά μάνα,
Αν τη θελήσεις για χαρά, εγώ θα σου τη φέρω
Κι αν τη θελήσεις για κακό, πάλι εγώ στη φέρνω
Η μάνα και τα έντεκα παιδάκια της δεχτήκαν
Την πάντρεψαν, την έδωσαν στο ξένο παλικάρι
Γάμο τρικούβερτο έκαναν, εννιά μέρες γλεντήσαν
Στις δέκα μέρες το πρωί, νύφη και παλικάρι
Στον τόπο του τον μακρινό κινήσανε να πάνε
Με δάκρυα αποχωρίστηκαν μάνα και θυγατέρα.
Πίσω στη χώρα γίνηκαν τότες πολλοί πολέμοι
Οχτρός κακός βουλήθηκε τον τόπο τους να πάρει
Στον πόλεμο εβγήκανε τα δώδεκα αδέρφια
Μα όλα τους σκοτώθηκαν, ένας μετά τον άλλο
Σαν της το φέρανε νεκρό το πρώτο το παιδί της
Η μάνα δεν το έκλαψε, παρά μονάχα τού ειπε
-Γιε μου, δεν έχω πόνο εγώ, γιε μου, δεν θα σε κλάψω
Για την πατρίδα έπεσες και έχω έντεκα ακόμα
Και τα’ ναι όλα έτοιμα πάλε να πολεμήσουν
Κι όταν της σκοτωθήκανε τα έξι τα παιδιά της
Αγαπημένα της πολύ, πολεμιστές γενναίοι
Από ένα δάκρυ έχυσε και από’ να μοιρολόγι
Μα όταν εχαθήκανε και τα άλλα τα παιδιά της
Της κόπηκε η καρδούλα της, θρήνο μεγάλο βάνει
Όλος ο κόσμος άκουσε, εσείστηκεν ο τόπος
-Η μαύρη εγώ, στη συμφορά την κόρη μου δεν έχω
Στήριγμα κι αποκούμπι μου στη μαύρη μου τη μοίρα
Που μο’ κλεισε το σπίτι μου, ερήμωσε τον τόπο
Κι όταν της το σκοτώσανε κι αυτό το τελευταίο
Τον μικρο-Κωσταντάκη της, το πιο μικρό από τα άλλα
Η μάνα εξερίζωσε τα κάτασπρα μαλλιά της
-Οιμέ, τι Χάρος είν’ αυτός, Χάρος καταραμένος
Εσύ μου πήρες δώδεκα και τώρα ποιος το ξέρει
Αν πήρες την μονάκριβη, την πολυαγαπημένη.
Ήρθε το Ψυχοσάββατο, στα μνήματα πααίνει
Δώδεκα γέννησε παιδιά και δώδεκα έχει τάφους
Πάνω σε κάθε μνήμα τους άφησε ένα κεράκι
Τον θάνατο τραγούδησε στα έρμα τα παιδιά της
Μα στο μνημιό του Κωσταντή άφησε δυο κεράκια
Έκλαψε με αναφιλητά και τρεις φορές του κρένει
-Ω γιε μου, ω γιε μου, ω γιόκα μου! Και τρεις ακόμη άλλες
-Ωρ’ Κωσταντή, ωρ’ Κωσταντή, ωρ’ Κωσταντή, παιδί μου!
Στο χώμα ρίχτηκε μετά κι αγκάλιασε την πλάκα
Έκλαψε και με δάκρυα πικρά τον καταράστη
-Παιδί μου, πού είναι ο λόγος σου, η μπέσα η δική σου;
Θα μου την φέρεις, μου’ ταξες, την Ντορουντίνα πίσω
Η μπέσα απόθανε με σε και σέπεται στο μνήμα
Έτσι είπε και την έπλυνε την πλάκα με τα δάκρυα.
Σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, ο Κωσταντής σηκώθη
Η πλάκα έγινε άλογο, κατάμαυρο σαν νύχτα
Το μαύρο χώμα έγινε σέλα σαν το κατράμι
Της πλάκας του ο στέφανος, το αργυρό το γκέμι
Ο Κώστας καβαλίκεψε, έσκυψε το κεφάλι
Χτύπησε τα σπιρούνια του κι όρμησε σαν αγέρας
Άφησε πίσω του χωριά, βουνά και τα λαγκάδια
Σαν έφτασε στο σπίτι της, είχε πια βγει ο ήλιος
Ήτανε μέρα γιορτινή, μέρα γεμάτη γλέντια
Βρήκε στο σιάδι του σπιτιού τα ανίψια του να παίζουν
Να τρέχουν και να κυνηγούν τα μαύρα χελιδόνια
-Καρδούλες μου, για πέστε μου, η μάνα σας πού είναι;
-Αφέντη ντάικο* Κωσταντή, η μάνα μας χορεύει
Εκεί την είναι στο χωριό, που σήμερα έχει γάμο
Φτάνει στον πρώτο τον χορό, πολλά κορίτσια βλέπει
Ήταν κορίτσια όμορφα, κορίτσια στα τραγούδια
Και στον χορό που χόρευαν τις ζήλεψε και είπε
-Όμορφες είστε, τσούπρες μου, μα όχι για τε μένα
Εγώ δεν είμαι πλιο εδώ, είμαι από άλλον κόσμο
Και σίμωσε και ρώτησε τα όμορφα κορίτσια
-Γεια και χαρά σας, κοπελιές, γεια και χαρά σας, ρούσες,
Η αδερφούλα μου είναι εδώ, είναι μαζί σας στον χορό;
-Πέρνα μπροστά, λεβέντη μας, και εκεί θε’ να την εύρεις
Να σέρνει πρώτη τον χορό, ντυμένη τα καλά της
Όμορφα ρούχα και χρυσά, πέτκες και καντιφέδες
Την βρήκε πάνω που’ σερνε τον δεύτερο χορό της
Ετοίμασε τα λόγια του, μα η αδερφή τον είδε
Χαρούμενη του φώναξε:- Κωστάκη, αδερφέ μου!
Κι έτρεξε καταπάνω του και τον σφιχταγκαλιάζει
-Άειντε, αδερφή, να φύγουμε, σε θέλει η κυρά μάνα
-Να έρθω, αδερφούλη μου, μα πες μου με τι ρούχα;
Άμα με θέλει για καλό, τα γιορτινά να πάρω
Άμα με θέλει για κακό, να πάω να βάλω μαύρα
-Έλα, αδερφή, να φύβγομε και ας είσαι, όπως είσαι.
Στον δρόμο που πααίνανε η Ντορουντίνα κρένει
-Κωστάκη, γιατί οι πλάτες σου είναι γεμάτες μούχλα;
-Τις λέρωσε ο κουρνιαχτός, του πόλεμου η αντάρα
Γιατί γινήκαν πόλεμοι σκληροί και ανθρωποφάγοι
Ήρθαν οχτροί, μας ρίχτηκαν, τον τόπο να κουρσέψουν
Κι όλοι βγήκαν στον πόλεμο, κι εμείς πήγαμαν πρώτοι
-Κωστάκη, αδερφούλη μου, αγαπημένο αδέρφι,
Γιατί τα όμορφα μαλλιά τα’ χεις γεμάτα σκόνη;
-Στο δρόμο, αδερφούλα μου, είχε σηκώσει χώμα
Και σκονιστήκαν τα σγουρά και μακριά μαλλιά μου
-Κωστάκη μου, τα αδέρφια μου, τα όμορφα σαν τον ήλιο
για δεν εβγήκανε μπροστά, να μας καλωσορίσουν;
-Ντορουντίνα, αδερφούλα μου, θα να’ ναι κουρασμένα
και μάιδε μας περίμεναν απόψε για να πάμε
-Κωστάκη, τα παράθυρα γιατί είναι σφαλισμένα;
-Τα’ χουμε κλείσει, αδερφή, να μην τα σπάσει ο αγέρας
Πο’ρχεται χειμωνιάτικος απ’ τση θάλασσας τα μέρη
Σαν έφτασαν στην εκκλησιά, ο Κωσταντής της κρένει
-Σύρε εσύ, εγώ θα μπω λίγο να προσκυνήσω
Την άφησε και χώθηκε ξανά μέσα στον τάφο
Το άτι πλάκα έγινε, η σέλα μαύρο χώμα
Το χαλινάρι το αργυρό στεφάνι πάλι εγίνη
Και τον επλάκωσε βαρύς ο ίσκιος του θανάτου.
Η Ντορουντίνα κίνησε στο σπίτι της να πάει
Ανέβηκε τη σκάλα τους και χτύπησε την πόρτα
-Άνοιξε, μάνα μου καλή, άνοιξε, κυρά μάνα
-Ποιος είσαι εσύ και πώς σε λεν που μου χτυπάς την πόρτα;
-Άνοιξε, κυρά μάνα μου, εγώ είμαι η Ντορουντίνα
-Φεύγα και πίσω πάαινε, Χάρε καταραμένε,
Μου πήρες και τα δώδεκα και τώρα θες και μένα
Θες να με πάρεις μη να ιδώ ποτές την Ντορουντίνα
-Τι λόγια κρένεις και τι λες, γλυκιά μου κυρά μάνα,
Δεν μου γνωρίζεις τη φωνή; Δεν είμαι το παιδί σου;
Εγώ είμαι η Ντορουντίνα σου, εγώ’ μαι, κυρά μάνα
-Για βάλ’ το δαχτυλάκι σου στης κλειδαριάς την τρύπα
Να το τηράξω να το ιδώ κι απέ να σε γνωρίσω
Το δαχτυλάκι το μικρό έβαλε μεσ’ στην τρύπα
Το δαχτυλάκι το όμορφο, το άσπρο σαν το χιόνι
Σαν τόειδε και το γνώρισε, άνοιξε ευθύς την πόρτα
-Ποιος σ’ έφερε, καρδούλα μου, πώς ήρθες απ’ τα ξένα;
-Μ’ έφερε ο Κωσταντάκης μου, μ’ έφερε ο αδερφός μου
-Όι, τσούπρα, παραλόισες; Ο Κωσταντής μου εχάθη
Σκοτώθηκε στον πόλεμο με τα αδερφάκια τ’ άλλα
Και έτσι όπως καθόντουσαν αντάμα και οι δυο τους
Η μια στο έμπα του σπιτιού και η δεύτερη στη θύρα
Χίλια κομμάτια έγιναν σαν το γυαλί με βέρα*.
————————————————————————————–
*ντάικος=μητράδερφος (αρβ. γλ.), ντάι (τουρκ. και αλβ. γλ.), δαήρ (αρχ. ελλην. γλ.) με την ίδια σημασία
*γυαλί με βέρα=ποτήρι με κρασί