ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΚΑΚΗ

Θυμάμαι παλιά, τότε που οι Έλληνες είχαμε – ή νομίζαμε πως έχουμε – λεφτά, η Τράπεζα ήταν η αμέσως επόμενη λέξη που χρησιμοποιούσαμε πιο συχνά, μετά τη φράση «Παναγία μου»!

Να το θυμάμαι λάθος δεν νομίζω, διότι μπορεί ο νόμος της βαρύτητας να έχει επηρεάσει το πετσί μου, δεν έχει επηρεάσει όμως τη μνήμη μου. Κι αυτό συνέβαινε διότι στο χρήμα είχε στηθεί βωμός και ειδωλολατρικά το προσκυνούσαμε. Ο χρόνος που χρησιμοποιώ είναι παρελθόντας, όχι γιατί δεν το προσκυνάμε ακόμα, αλλά είναι που το είδωλό του έχει λείψει λίγο από τις οθόνες μας… μπροστά από τα μάτια μας, βρε αδελφέ!

Θυμάμαι τις εποχές που οι άνθρωποι περιμέναμε καρτερικά στην ουρά, με δύο ή τρία βιβλιάρια κι ένα πακέτο πεντοχίλιαρα (σας είπα… έχω καλή μνήμη) για να κάνουμε κατάθεση. Άκου τώρα! ΚΑΤΑΘΕΣΗ! Που θα πει πως μας είχαν περισσέψει λεφτά! Είχαμε φάει, είχαμε πιει, είχαμε ντυθεί, είχαμε πληρώσει τους λογαριασμούς μας, είχαμε πάει στον Νότη και μας είχαν μείνει και λεφτά για αποταμίευση! Η γιαγιά μου, που δεν πήγαινε φυσικά στον Νότη, στην Τράπεζα όταν έμπαινε της ξεσκόνιζαν και την καρέκλα που καθόταν. Τέλος του μήνα, μόλις της πήγαινε ο ταχυδρόμος την σύνταξη σπίτι (μιλάμε για χλιδή τότε…) την επόμενη μέρα πρωί πρωί, πήγαινε στην Τράπεζα με τα βιβλιάρια ανά χείρας για να αποταμιεύσει. Αχ! Χρυσές εποχές!

Μετά, που άρχισε να μην μας φτάνει το ρευστό για να το καταθέσουμε κιόλας, περάσαμε στην φάση του δανείου. Χρήμα να μπαίνει στην τσέπη και στο σπίτι μας κι ας είναι και δανεικό. Και μια αίσθηση που είχαμε βρε παιδάκι μου, πως δεν θα χρειαστεί ποτέ να επιστρέψουμε αυτό που δανειστήκαμε!

Από τότε πέρασε ο καιρός, και όπως λένε και στα παραμύθια για τους ήρωες που «δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν», πέρασαν χρόνια και ζαμάνια και αλλαγές μεγάλες ήρθαν στις ζωές των περισσότερων από εμάς. Ήρθαν τα χρόνια εκείνα που καλούμαστε να ζήσουμε τα χειρότερα όνειρά μας.

Λίγο μια απώλεια του μέτρου για τις πραγματικές ανάγκες μας, λίγο που μίκρυνε το πάπλωμα και δεν σκέπαζε τα πόδια μας, λίγο που «ψηλώσαμε» εμείς και πετάξαμε εντελώς το πάπλωμα και μείναμε ξεσκέπαστοι μέσα στη νύχτα, λίγο που σαν Έλληνες νομίζουμε πως όλοι μας χρωστάνε γιατί είμαστε ωραίοι… φτάσαμε στα κάπιταλ κοντρόλ, στο πλαστικό χρήμα, στον υπό εξαφάνιση ταμία Τραπέζης και στο μηχάνημα συναλλαγών! Εδώ είμαστε!

Εγώ τα αυτόματα μηχανήματα συναλλαγών τα λατρεύω. Έχω ζήσει στιγμές συγκλονιστικές μπροστά τους. Η εμπειρία μου μαζί τους ξεκίνησε από το μηχάνημα συναλλαγών στα ΕΛΤΑ, που για κάποιον λόγο δικό του και της διαταραγμένης προσωπικότητάς του, μπλοκάριζε σε μένα. Τριάντα άτομα πριν, είχαν κάνει τη δουλειά τους μαζί του και σε μένα έπαιρνε το ρεπό του! Το αξιοθαύμαστο επίσης είναι πως μόλις έφευγα εκνευρισμένη, ο αμέσως επόμενος από εμένα έκανε κανονικά την συναλλαγή του. «Οκέι», σκεφτόμουν, «δεν του αρέσω». Και τέλος πάντων στο ταχυδρομείο μπορεί και να μην ξαναπάς ποτέ στη ζωή σου. Στην Τράπεζα όμως;

Προσφάτως στο υποκατάστημα της περιοχής μου, παρατήρησα πως οι θέσεις των ταμείων είναι σχεδόν όλες κενές, εκτός μιας και τα μηχανήματα συναλλαγών έγιναν τέσσερα! Εντάξει! Θα πρέπει ο υπεύθυνος ασφαλείας που παρακολουθεί τις κάμερες να έχει φτιάξει καινούργιο συκώτι από τα γέλια.

Πέμπτη πρωί, πρωτομηνιά και η μοίρα, η ανάγκη και μια αφηρημάδα με έφεραν στο κατώφλι της Τράπεζας. Και επικεντρώνομαι στο κατώφλι γιατί εκεί παρέμεινα αρκετή ώρα μιας και το σύστημα που σε εγκλωβίζει ανάμεσα σε δύο πόρτες μέχρι να διαπιστώσουν πως δεν κρατάς καλάσνικοφ, είχε κολλήσει γιατί μία κυρία πατούσε συνεχόμενα το «κόκκινο κουμπί για να εξέλθει της θύρας» και η θύρα μουλάρωσε και δεν άνοιγε. Η κυρία βρισκόταν σε κρίση πανικού, χτυπούσε τα τζάμια, φώναζε «βγάλτε με από ʼδω», ο διευθυντής της έδινε οδηγίες που εκείνη δεν άκουγε, ο σεκιούριτι έψαχνε τις οδηγίες χρήσης και δεν τις έβρισκε, ο κόσμος απ’ έξω φώναζε «καλέ βγάλτε την γυναίκα, θα λιποθυμήσει» κι εγώ έψαχνα στην τσάντα το κινητό μου για να μας τραβήξω βίντεο. Έ! Δεν τα αφήνεις τέτοια περιστατικά να χαθούν στη λήθη… Με τα πολλά, απεγκλωβίστηκε το θύμα, τού «Πατήστε το κουμπί για να εξέλθετε της θύρας» και σώσαμε να μπούμε μέσα. Μεγαλείο!!! Σ’ αυτήν την χώρα ζούμε τα καλύτερα αλλά είμαστε μίζεροι χαρακτήρες και δεν το έχουμε καταλάβει.

Οι ουρές να μπλέκονται γλυκά, όλοι σε μία και ο καθένας στη δική του. Μία ουρά για κάθε μηχάνημα. Το ένα δέχεται και καταθέσεις, το άλλο δεν δέχεται λογαριασμούς, το τρίτο δέχεται τα πάντα και το τέταρτο δέχεται μόνο σοβαρές προτάσεις γάμου… ή κάτι που τέλος πάντων δεν το κατάλαβα εγώ. Άνθρωποι μπερδεμένοι, σαστισμένοι, κοιτούν το μηχάνημα, του μιλούν μα δεν τους αποκρίνεται, το αγγίζουν κι αυτό δεν αντιδρά. Ένας το κλώτσησε του είπε κι ένα χοντρό μπινελίκι κι αυτό αντίσταση δεν πρόβαλε! Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό όλων, είναι πως καταπίνουν το χρήμα αμάσητο, από μία ύπουλη σχισμή η οποία βγάζει και έναν απειλητικό ήχο όση ώρα την ταΐζεις 50ευρα. Ανάληψη μια φορά, δεν έκανε κανένας. Όλοι πληρώναμε! Την εφορία, τον ΕΝΦΙΑ, τη ΔΕΗ, τις κάρτες, το δάνειο… κι όλοι μαζί «την Μιχαλού»! Οι μεγάλοι άνθρωποι πελαγωμένοι, απογοητευμένοι, σε σύγχυση ζητούσαν βοήθεια, μια ξανθιά νεάζουσα κυρία που από εγωισμό έκανε πως ξέρει να χειρίζεται το μηχάνημα, τελικά του έριξε μια μούντζα και άλλαξε ουρά, πήγε σε κείνην του ταμία.

Μισή ώρα αργότερα, έφευγα από την Τράπεζα, εγώ όπως και σχεδόν όλοι οι άλλοι, με το πορτοφόλι άδειο. Τη στιγμή που έκλεινε η πόρτα πίσω μου, έριξα μια πλάγια φευγαλέα ματιά στον άνθρωπο που στεκόταν στο μηχάνημα έξω από το υποκατάστημα. Ήταν ένας άντρας περίπου στα εβδομήντα και έπαιρνε στα χέρια του ένα 10ευρω που του έβγαλε το μηχάνημα. Το κοίταξε, το δίπλωσε, το έκλεισε μέσα στην χούφτα του, βάζοντας το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του. Σήκωσε τα μάτια του και είδε πως τον κοιτούσα. Ξαφνιάστηκα και ντράπηκα, τράβηξα αλλού το βλέμμα μου. Περνώντας από μπροστά μου, στάθηκε και μου είπε:

-Ξέρεις τι μπορείς να κάνεις με 10 ευρώ σήμερα; Μόνο τον σταυρό σου!

Με προσπέρασε και συνέχισε ο καθένας μας τον δρόμο του.

Ένας ήλιος που έκαιγε παράξενα μια μέρα του Νοέμβρη, μια σκέψη σκοτεινή για όσα γίνονται και φαίνονται και για όσα γίνονται και κρύβονται, μια προσδοκία αλλαγής, μια Τράπεζα, μια φυλακή, ένας σταθμός Μετρό υπό κατασκευήν μπροστά μου, παρελθόν, παρόν και μέλλον. Να θυμηθώ να αγοράσω γάλα και λίγα φρούτα. Η ζωή συνεχίζεται…

Τελικά σε έναν κόσμο που κάθε μέρα αλλάζει, υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μένει σταθερό. Η πίστη, πως στο τέλος… ίσως… και να πάνε όλα καλά!

Πάντα με την αγάπη μου,

Κατερίνα Κουτουκάκη

Books and Style

Books and Style