ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΚΑΚΗ

Θα πρέπει να ήμουν έξι χρόνων, όταν μου καταρρίφθηκε ο μύθος του Άγιου Βασίλη!

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο πατρικό μου, αργά το απόγευμα, οι γονείς στην κουζίνα να προετοιμάζουν το δείπνο κι εγώ να εκμυστηρεύομαι στη μεγαλύτερη αδελφή μου πως απόψε, όταν η μαμά κι ο μπαμπάς θα κοιμούνται, θα πάω να κρυφτώ πίσω από τον καναπέ του σαλονιού, για να δω επιτέλους τον Άγιο Βασίλη, την ώρα που θα αφήνει τα δώρα μας κάτω από το δέντρο! Η ατάκα της αδελφής μου, έπεσε πάνω στο κεφάλι μου, όπως έπεφταν τα βιβλία που στρίμωχνα στη βιβλιοθήκη μας…

«Μην πας πίσω από τον καναπέ, έχουν κρύψει τα δώρα μας… πήγαινε πίσω από την πολυθρόνα καλύτερα!».

Είχα τρέξει στη μάνα μας, για να μου επιβεβαιώσει πως το δικό μου παραμύθι ήταν η πραγματικότητα και πως η πραγματικότητα που μου πέταξε στο κεφάλι η αδελφή μου, ήταν ένα απλό παραμύθι! Θυμάμαι τα βλέμματα που αντάλλαξαν πάνω από το κεφάλι μου, μάνα, πατέρας κι αδελφή, μέσα στην κουζίνα που μοσχομύριζε, χοιρινό με σέλινο και φρεσκοσιροπιασμένο γλυκό! Φλύαρα βλέμματα, που νομίζουμε πως τα παιδιά μας δεν τα καταλαβαίνουν… σιωπές κι αμηχανίες λαλίστατες!

«Θα σε σκοτώσω! Τι να της πω τώρα;» είπε το βλέμμα της μάνας.

«Κατά λάθος το είπα… μου ξέφυγε!» είπε της αδελφής.

«Μην τσακωθείτε τώρα!» είπε το βλέμμα του μπαμπά.

Και μετά θυμάμαι πως δεν με άφησα να κλάψω… μόνο πείσμωσα και είπα μέσα μου: «Υπάρχει! Και θα τον δω!»

Περνώντας ο καιρός, ο Άγιος Βασίλης έγινε η αγαπημένη μου σκέψη. Ακόμα κι όταν η μάνα μου με απειλούσε με τιμωρίες ή με μάλωνε, έτρεχα στο σαλόνι, κρυβόμουν πίσω από τον καναπέ και τον περίμενα… κι ας είχε έξω 37 βαθμούς Κελσίου υπό σκιάν! Για μένα ήταν δεδομένο πως μια μέρα θα έρθει, ανεξάρτητα από εποχή. Περίμενα το δώρο του, όποιο κι αν ήταν αυτό. Τέλος.

Τον αναζήτησα για χρόνια, όμως έβλεπα πως δεν τον αναζητούσα μόνο εγώ. Υπήρχαν κι άλλοι πολλοί σαν κι εμένα. Κι όλο σκεφτόμουν «να δεις που και σ’ αυτούς η αδελφή τους θα το είπε»! Έγινε απωθημένο της παιδικής μου ηλικίας. Ματαίωση και ήττα του φανταστικού κόσμου, στον οποίο αρεσκόμουν να κυκλοφορώ με άνεση και αυταρέσκεια. Στα χρόνια της εφηβείας μου άρχισα να τον αναζητώ σε ό,τι γυαλίζει, σ’ ό,τι λάμπει. Ήταν τα χρόνια της μεγάλης μακαριότητας. Αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Άγιος Βασίλης ενίοτε φορούσε και ζιβάγκο. Ήμουν κι εγώ ένα παιδί χαζοχαρούμενο, παιδί της Αλλαγής!

Κάποιες φορές, νόμισα πως τον είδα να περνάει από ψηλά, με το άρμα του και να μας ραίνει με αστραφτερές χιονόμπαλες και γαρίφαλα, όταν επιστρέφαμε στα σπίτια μας από τα μέχρι πρωί γλέντια μας, ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Άλλες φορές πάλι, νόμισα πως τον είδα να με προσπερνάει στον δρόμο, μέσα σε ένα καλογυαλισμένο σπορ αυτοκίνητο. Και άλλες πάλι φορές έπαιρνα όρκο, πως τον είδα να με χαιρετάει από την βιτρίνα ενός υπέρλαμπρου και πολυσύχναστου πολυκαταστήματος. Όμως όλες τις φορές που νόμισα πως τον είδα, πάντα κάτι μου έλειπε… Δεν ένιωθα να μου φέρνει κάποιο «δώρο»!

Ένα απόγευμα, πριν από αρκετά χρόνια, παραμονές γιορτών ανέβηκα στο πατάρι για να κατεβάσω τα στολίδια και το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι αφού μπήκα και βγήκα 4-5 φορές στο πατάρι, κι αφού βεβαιώθηκα πως θα μπορούσα να κάνω και τον φακίρη… ξέρετε, αυτούς που κουλουριάζονται σε διάφανα κιβώτια, κι αφού είπα άπειρες φορές «ευχαριστώ βρε μάνα που μ’ έκανες κοντή», τράβηξα προς τα έξω κι ένα χάρτινο κιβώτιο που δεν θυμόμουν τι είχε μέσα.

Έπιασα να στολίζω το δέντρο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο χαρτοκιβώτιο. Λίγες ώρες αργότερα, έσβησα όλα τα φώτα γύρω μου κι άναψα τα φώτα του δέντρου. Έβαλα λίγο από το τσέρι της μάνας σε ένα μικρό κρυστάλλινο ποτηράκι, κάθισα κάτω στο χαλί κι έσυρα κοντά μου το μικρό χαρτοκιβώτιο. Έβγαλα τις ταινίες και το άνοιξα!
Πάνω πάνω, μέσα σε ένα διάφανο κουτί, υπήρχε η νυφική ανθοδέσμη μου μαζί με το φυλαχτό, που μου είχε κρεμάσει η μάνα μου, μέσα από το νυφικό. Υπήρχαν τέσσερα πακέτα, δεμένα με κόκκινη σατέν κορδέλα, με την αλληλογραφία που είχαμε ανταλλάξει με τον άντρα μου τα πρώτα χρόνια του έρωτά μας. Τα έβγαλα με προσοχή και τα ακούμπησα δίπλα μου. Θα τα άνοιγα αργότερα, με κείνον μαζί.

Πιο κάτω ήταν μια κορνίζα με σπασμένο τζάμι. Εγώ, αγνώριστη, μαθήτρια του δημοτικού, κρατώντας ένα μολύβι πάνω σε ένα ανοιχτό τετράδιο και πίσω μου ο «Πολιτικός Χάρτης της Ελλάδος». Τυλιγμένη μέσα σε βελούδινο ύφασμα μια βεντάλια από μυρωδάτο ξύλο σάνδαλου, αγορασμένη από την Σαγκάη, το θυμάμαι σαν τώρα! Πιο κάτω βρήκα μέσα σε ένα υφασμάτινο πουγκί, ένα μισοτελειωμένο κέντημα μου, από αυτά που με έβαζε με το ζόρι να φτιάχνω η μάνα μου, για να γίνω καλή νοικοκυρά! Ένα τετράδιο καλλιγραφίας της Β’ τάξης του Δημοτικού, το φυτολόγιό μου και μέσα σε έναν κίτρινο μεγάλο φάκελο η αλληλογραφία μου με την παιδική μου φίλη, τα καλοκαίρια που αποχωριζόμασταν. Κάτω κάτω το Λεύκωμα της Γ’ Γυμνασίου… «Τι εστί έρως;» Κι από κάτω τα ξενέρωτα αγόρια να γράφουν «σαλάμι αέρος»! Τέλος, μέσα σε διαφάνεια, μία οικογενειακή φωτογραφία που από πίσω έγραφε 31/12/1070!!! Μα ναι!!! Η μέρα που έμαθα πως δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης!!! Έτσι μου είπαν τουλάχιστον…

Ήπια μια γουλιά από το ζεστό τσέρι. Κοίταξα γύρω μου… Όλα τα δώρα του Άγιου Βασίλη ήταν εδώ. Δεν έλειπε κανένα. Δεν γυάλιζαν από χρυσόσκονη, δεν φώναζαν την παρουσία τους. Ήταν πάντα εδώ. Είναι πάντα εδώ… Για μένα… Για όλους.

Είδα όλους τους συμβολισμούς γύρω μου. Το πατάρι, το ξεχασμένο χαρτοκιβώτιο, το περιεχόμενο του, το δέντρο με τα φώτα, το τσέρι της μάνας μου που γλυκοκύλησε μέσα μου και με ζέστανε.

Τον Άγιο Βασίλη από τότε έπαψα να τον αναζητώ. Αφήνω όλο τον χρόνο ένα Χριστουγεννιάτικο στολίδι στο σαλόνι και ξέρουμε όλοι πως έχει πέσει από τον σάκο του αγαπημένου μας Αγίου, την ώρα που έφευγε και πως θα έρθει ξανά τον επόμενο χρόνο να το μαζέψει, για να του πέσει ξανά κάποιο άλλο.

Και σας έχω νέα!!! Ο Άγιος Βασίλης υπάρχει!!! Και είναι πάντα εδώ. Αρκεί να μπορείς να τον νιώσεις… όπως και την Αγάπη.

Καλές γιορτές σε όλους!

Κατερίνα Κουτουκάκη
(Αφιερωμένο σε όλους εκείνους, που καθημερινά αναζητούν αυτό που ήδη έχουν μέσα τους… γύρω τους)

Books and Style

Books and Style