ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΤΟΥΚΑΚΗ

Η πρώτη φορά που πήγα σε Σούπερ Μάρκετ, θα πρέπει να ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, λίγα χρόνια πριν ξεχυθούμε στους δρόμους για την Αλλαγή! Μετά μας έμειναν τα σούπερ μάρκετ και χάσαμε την Αλλαγή.

Ίσως βέβαια να το προσδιορίζω και λάθος χρονικά, αλλά όταν έχεις περάσει τα πρώτα «-ήντα», οι παρελθούσες δεκαετίες μπλέκονται μέσα σου γλυκά.

Θυμάμαι, βρισκόταν κάπου στην Εθνική οδό, εντός ορίων πρωτευούσης, και πηγαίναμε σταθερά μία φορά τον μήνα όλη η οικογένεια. Α! Ήταν σπουδαία μέρα αυτή! Η μάνα, μέρες πριν ετοίμαζε τη λίστα με τα ψώνια, την οποία και ακολουθούσε με ευλάβεια όση ώρα διαρκούσε η διαδικασία. Ο πατέρας μου, σε διαρκή υπονόμευση της λίστας, μας έκλεινε το μάτι μόλις γύριζε την πλάτη της η μάνα κι έριχνε μέσα στο καρότσι διάφορες λιχουδιές! Σοκολάτες αμυγδάλου σε όλα τα μεγέθη, καραμέλες τσάρλεστον και γαριδάκια, πατατάκια και αν δεν απατώμαι, και πίτσα μεξικάνα.

Από τότε και ως τώρα πολλά έχουν αλλάξει στη ζωή μας. Στο αυλάκι έχει κυλήσει όχι μόνο νερό αλλά και άλλα πόσιμα και βρώσιμα. Το Σούπερ Μάρκετ έχει γίνει πια σύμβολο, ιδεολογία, έξοδος διασκέδασης, συνάντηση φιλενάδων, αργός θάνατος, αιτία διαζυγίου, πολιτική χειραγώγηση, δείκτης ευημερίας και νοημοσύνης και άλλα πολλά, που τελικά το διαφοροποίησαν από αυτό που τελικά στην ουσία είναι. Ένα μεγάλο μπακάλικο!

Στη χώρα μας, αυτού του τύπου Υπεραγορές (σούπερ μάρκετ), έχουν επίσης και τον ρόλο του πολιτικού βαρόμετρου! Μάρτυρας αδιάψευστος της ψυχολογίας του λαού, που μπροστά σε οποιαδήποτε καταστροφή κατευνάζει το άγχος του με μακαρόνι Νο 6, λευκό άλευρο για κάθε χρήση και ολλανδικό ή ντόπιο εβαπορέ.

Εμένα προσωπικά, μου έχουν συμβεί διάφορα μέσα σε σούπερ μάρκετ! Από τον μεγάλο σεισμό του ’99 στην Αθήνα, μέχρι να χάσω το καρότσι με το παιδί μου μέσα! Ναι… ναι… Αλλού το παιδί να αγναντεύει τα γάλατα και τα ζυμαρικά μέσα στο καρότσι κι αλλού εγώ! Πολύ θέλει νομίζεις να μπερδέψεις τους διαδρόμους; «Πού να στριμώχνομαι;» σκέφτεσαι. Παρκάρεις το καρότσι με το περιεχόμενό του στην άκρη του διαδρόμου, κάνεις μια στροφή, κάνεις μια δεύτερη, κάτσε να πάρω και τούτο, κάτσε στα γρήγορα να πάρω και τ’ άλλο, κοιτάς γύρω σου… και άφαντο το σπλάχνο σου! Και βέβαια δεν έχει εξαφανιστεί το δίχρονο από μόνο του. Εσύ έχεις μπερδευτεί, μέσα στο άγχος σου να τα προλάβεις όλα. Έχεις χάσει τον προσανατολισμό σου! Όχι πως σου συμβαίνει και πρώτη φορά… Άλλωστε τι νομίζεις πως χωρίζει την ΑΣΟΕ από το να χαθείς μέσα στου «πουλιού το γάλα»; Ένας έρωτας απόσταση είναι!

Ένα πρωινό, θυμάμαι, παραμονές γιορτών Χριστουγέννων, έχω ξυπνήσει αχάραγα για να πάω να κάνω τα τελευταία ψώνια. Σκεφτόμουν πως «δεν μπορεί… τόσο νωρίς, σιγά μην έχει κόσμο!». Όμως ο γνωστός συνωμότης Μέρφι καραδοκούσε και την ίδια σκέψη είχαν κάνει άλλοι τριακόσιοι πενήντα άνθρωποι. Οκτώ παρά είκοσι το πρωί, με κρύο τσουχτερό, έκανα βόλτες ένα τέταρτο για να παρκάρω στο πάρκινγκ του καταστήματος. Κοιτάζω και τι να δω; Ουρά δεκάδων μέτρων έξω από τα ασανσέρ που ακόμη παρέμεναν κλειδωμένα. Κάθισα μέσα στο αμάξι και παρατηρούσα. Άνθρωποι ηλικιωμένοι κυρίως, συνταξιούχοι, ζευγάρια κρατώντας ο ένας τον άλλον αγκαζέ! Χαμογέλασα… Τα ζευγάρια κρατιούνται ο ένας από τον άλλον, στην αρχή της ζωής τους και στο τέλος της. Στο ενδιάμεσο, συνήθως έχουν πόλεμο ή εύθραυστη ανακωχή.

Οι πόρτες άνοιξαν, ο κόσμος μπήκε μέσα βιαστικά και ένας αγώνας επιβίωσης ξεκίνησε! Διότι φίλοι μου, οι συνταξιούχοι στο σούπερ μάρκετ είναι μια ειδική κατηγορία καταναλωτών. Πρώτον, προχωρούν ανά ζεύγη και δεν τους σπάει κανείς την δυάδα. Δεύτερον η λίστα με τα ψώνια είναι όπως η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: είναι ιερή! Και τρίτον και σημαντικότερο όλων, το χρήμα δεν ρέει άφθονο. Είναι μετρημένα τα κουκιά. Που θα πει πως ο καυγάς θα γίνει στο ταμείο νομοτελειακά.

Και μη σου τύχει να μπερδευτεί το καρότσι σου με εκείνο του άγνωστου παππού, που δεν είναι καν ο δικός σου, που ξέρεις και τις παραξενιές του.

-Με συγχωρείτε κύριε, έχετε πάρει το καρότσι μου!

-Όχι! Το δικό μου είναι.

-Κύριε είναι το δικό μου, τα κρασιά αυτά είναι δικά μου, τώρα τα έβαλα μέσα!

-Καλά, πάρε τα κρασιά σου, αλλά το καρότσι είναι δικό μου.

-Μα και τα τυριά και τα γάλατα δικά μου είναι. Σας παρακαλώ, ελάτε να βρούμε το καρότσι σας και δώστε μου το δικό μου.

-Κι εμείς θα αγοράζαμε τυριά και γάλα. Πάρε τα κρασιά σου και άσε μας!

-Τι να σας αφήσω κύριε; Θα πήγαινα στο ταμείο, πρέπει να γυρίσω σπίτι μου, μην με καθυστερείτε… Θυμηθείτε που αφήσατε το καρότσι σας κι αφήστε το δικό μου!

-Βοήθεια! Βοήθεια! Έναν υπεύθυνο! Είναι τρελήηηηη… Μας κλέβει το καρότσι!!!

Γαντζωμένοι δύο άνθρωποι σ’ ένα καρότσι, διεκδικούσαμε το περιεχόμενό του! Στη ζωή μου δεν νομίζω να έχω διεκδικήσει ξανά με τόσο πάθος κάτι… Το έβαλα γινάτι να πάρω πίσω τον κόπο μου! Ξέρεις αγάπη μου πόσο τρέξιμο έκανα εγώ να το γεμίσω το τροχήλατο; Και να σου πω και το καλύτερο; Ήρθε κι ο σεκιούριτι να μας μαζέψει και τους δυο! Ναι… ναι… Κι ευτυχώς που εμφανίστηκε η σύζυγος του κυρίου με το δικό τους καρότσι και γλιτώσαμε τις μηνύσεις. Η ατάκα της έχεις μείνει στην θύμηση μου: «Τι φωνάζεις χριστιανέ μου; Άσε το κορίτσι, εδώ είναι το καρότσι μας. Τα χάπια σου τα πήρες πριν φύγουμε;»

Το παιχνίδι παίζεται στο τι χάπι παίρνεις το πρωί πριν φύγεις από το σπίτι σου!
Όσο για το κουσούρι μου, να παρατηρώ τους ανθρώπους οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι εννοείται πως δεν με εγκαταλείπει ούτε εδώ. Ειδικά τα τελευταία, λίγο σκληρά, χρόνια που ζούμε, θα έπρεπε να υπάρχει μια ειδική ψυχιατρική μέριμνα, σε κάθε τέτοιου είδους κατάστημα, για το πώς μπαίνεις και για το πώς βγαίνεις από αυτό. Μπαίνεις κεφάτος; Να σου μετράνε πίεση. Μπαίνεις φραγκάτος; Να σου κάνουν υπόκλιση. Μπαίνεις γιατί έχουν καλό αιρκοντίσιον; Να σου δίνουν μια εσάρπα.

Μπαίνεις για να ψωνίσεις τα χρειαζούμενα ή για να τα προσπεράσεις και αυτά; Μπαίνεις γιατί είναι η συνήθειά σου; Η ψυχοθεραπεία σου; Ή πάλι μπαίνεις από συνήθεια; Μπαίνεις γιατί είναι όλα πιο φθηνά; Και πώς βγαίνεις; Με άδειες τσέπες θα μου πεις και το καταλαβαίνω. Και κουρασμένος! Και λίγο θλιμμένος… Ίσως και λίγο θυμωμένος. Και σίγουρα έχεις και λίγες τύψεις. Κι αν ξέχασες κάτι; Κι αν πήρες κάτι περιττό;

Τώρα θα μου πεις «κι από πού θέλεις να πάω να ψωνίσω καλή μου; Τι ζόρι τραβάς με το κατάστημα;»
Θα σου πω, μα μην γελάσεις…

Μου λείπουν τα μπακάλικα! Ναι! Το ξέρω… τώρα γελάς!

Μου λείπει το «λιγότερο» και με κούρασε το «πολύ». Με ενοχλεί όλο αυτό το πλασματικό της υπερκατανάλωσης, η παγίδα που στήθηκε γύρω μας και όλοι πέσαμε μέσα. Οι μεγάλοι χώροι, τα πολλά φώτα, Όλα πολλά! Όλα πολύ! Όλα φτηνά! Χωρίς «θ» η λέξη, αλλά με «τ». Στ’ αυτιά μου το «φτηνά» είναι πιο κάτω από το «φθηνά».

Όταν κάθισα σήμερα στον υπολογιστή, ήθελα να γράψω με χιούμορ πάντα, για την υστερία ενός μέσου καταναλωτή, μέσα σε ένα σούπερ μάρκετ. Στην πορεία ο συγκεκριμένος χώρος πήρε στη σκέψη μου μια άλλη διάσταση.

Μου έφερε θλίψη. Θυμήθηκα τότε στον σεισμό… πόσο εύκολα εγκατέλειψαν οι άνθρωποι τα υλικά αγαθά, για να τρέξουν να σώσουν τον εαυτό τους, τη ζωή τους! Κάποιοι λίγοι, ελάχιστοι βρήκαν την ευκαιρία μέσα στον πανικό να κλέψουν.

Ακριβώς όπως και στη ζωή!

*Πρώτη δημοσίευση στο Books and Style: 4/10/2018

Books and Style

Books and Style