ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ

Ανεβαίνω στο τρένο των 8:30. Σχεδόν γεμάτο. Βρίσκω μια θέση και κάθομαι. Κοιτάζω τον ουρανό από το παράθυρο, είναι καταγάλανος και μ’ έναν ήλιο που, θες δε θες, σου φτιάχνει τη διάθεση.

Το τρένο τρέχει, διασχίζοντας απέραντα λιβάδια και κουκλίστικα χωριουδάκια.

Μια παρέα κοριτσιών γελά και συζητάει μεγαλόφωνα. Κάποια κυρία έχει βγάλει από τη τσάντα της ένα πλεκτό και πλέκει. Μια μαμά προσπαθεί να απασχολήσει το παιδάκι της, δείχνοντάς του φωτογραφίες από ένα περιοδικό. Ο κύριος δίπλα μου λύνει σταυρόλεξα. Τελικά θα είναι ένα ευχάριστο ταξίδι.

Και ξαφνικά, ναι, εντελώς ξαφνικά, το απόλυτο σκοτάδι. Μπήκαμε σε τούνελ. Καμία προειδοποίηση, κανένα φως. Το απόλυτο σκοτάδι.

Αυτόματα ήρθαν στο μυαλό μου σκηνές από ταινίες τρόμου. Λες να μου κλέψουν την τσάντα; Τη σφίγγω ασυναίσθητα στην αγκαλιά μου. Δεμ μπορεί, κάποιος δολοφόνος θα βρίσκεται στο τρένο και θα εκμεταλλευτεί τις κατάλληλες συνθήκες. Μένω ακίνητη.

Η παρέα των κοριτσιών άρχισε να γελάει. «τα κινητά… τα κινητά… αυτά φωτίζουν λίγο», κι άρχισαν να ψάχνονται.

Ο κύριος δίπλα μου ακίνητος. Μπορεί κι αυτός να φοβάται τον δολοφόνο.

«Μα, πόσο μεγάλο είναι αυτό το τούνελ;» ακούστηκε μια φωνή.

«Ο μηχανοδηγός γιατί δεν ανάβει τα φώτα;» είπε μάλλον η κυρία που έπλεκε.

Το παιδάκι άρχισε να κλαίει.

Κάτι κινήθηκε δίπλα μου. Όλες οι αισθήσεις μου στο κόκκινο και το σκοτάδι μαύρο.

«Μην κλαις», ακούστηκε η μαμά να λέει στο παιδάκι της. «Ένα τούνελ είναι. Σε λίγο θα βγούμε στο φως».

Αλήθεια, πώς μπορεί η απώλεια μιας αίσθησης να ενδυναμώνει αυτόματα τις υπόλοιπες αισθήσεις μας; Μέσα σ’ όλη αυτή την αναστάτωση, ο ήχος από ένα φερμουάρ, από ένα σακουλάκι πατατάκια, από ένα κουτί αναψυκτικό, έχει ανεβασμένα ντεσιμπέλ.

Κάποιος περπατάει στο διάδρομο. «Πού πας;» ρωτάει κάποιος άλλος. «Στην τουαλέτα», απαντάει αυτός.

Α, χα! Να ʼτος, αυτός είναι, πιάστε τον!

Τα κορίτσια συνεχίζουν τα αστεία τους. «Να μετρηθούμε μετά, να δούμε αν λείπει κανείς», και γελάνε.

Και ξαφνικά… το φως. Ναι, έτσι ξαφνικά, βγήκαμε από το τούνελ. Έριξα μια ματιά γύρω μου. Όλοι ήταν όπως ήταν πριν. Όμως εγώ τώρα είμαι πιο τρομαγμένη. Με τρόμαξαν οι σκέψεις μου, η αντίδρασή μου στο σκοτάδι, ο φόβος που μου προκάλεσαν μερικά δευτερόλεπτα στο τούνελ. Κι όμως ήξερα ότι θα βγαίναμε και πάλι στο φως.

Κοιτάζω απ’ το παράθυρο. Πόσες χιλιάδες αποχρώσεις έχει το πράσινο; Πόσο ερεθιστικό είναι το κόκκινο σ’ ένα λιβάδι με παπαρούνες; Πόσο πιο όμορφα γίνονται τα μικρά «δεδομένα» πράγματα της ζωής μας μετά από μερικά δευτερόλεπτα στο σκοτάδι!

Μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου, περάσαμε από πολλά ακόμα τούνελ. Σε κάποια από αυτά ο μηχανοδηγός άναβε τα φώτα, σε κάποια πάλι όχι. Σ’ όλα όμως, το συναίσθημα του φόβου ήταν το ίδιο, κι ας ήξερα ότι σε λίγο θα βγούμε και πάλι στο φως.

Ηθικό δίδαγμα της ημέρας: Πάντα υπάρχει έξοδος από το τούνελ και τότε όλα είναι πιο όμορφα.

Books and Style

Books and Style