ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Τάνταλος φερόταν ως βασιλιάς της Φρυγίας, με έδρα τη Σίπυλο.
Ήταν γιος του Δία ή του Τμώλου και της Πλουτώς, πατέρας της Νιόβης, του Πέλοπα και του Βροτέα. Ο Τάνταλος, λοιπόν, σαν γιος της Πλουτούς (της αφθονίας) έφτασε στο σημείο να θεωρείται φίλος και ομοτράπεζος των Ολύμπιων Θεών. Λόγω της μεγάλης του απληστίας, υπέκλεψε νέκταρ και αμβροσία και τα μετέφερε στο ανάκτορό του. Παράλληλα, προσπάθησε να μεταδώσει μυστικά των Θεών στους ανθρώπους.
Πριν αποκαλυφτεί το έγκλημά του, διέπραξε ένα χειρότερο: Προσκάλεσε τους Ολύμπιους θεούς σε συμπόσιο στο όρος Σίπυλο και θέλοντας να βάλει σε δοκιμασία την παντογνωσία του Δία, έσφαξε το γιο του Πέλοπα και πρόσθεσε τα κομμάτια του στο φαγητό που ετοίμαζε για τους θεούς (όπως έκαναν και οι γιοι του Λυκάονα με τον αδελφό τους Νίκτυμο όταν φιλοξένησαν τον Δία στην Αρκαδία). Λέγεται πως μόνο η θεά Δήμητρα, απορροφημένη στη θλίψη της από την απώλεια της κόρης της, Περσεφόνης, έφαγε τη σάρκα της αριστερής του ωμοπλάτης.
Οι θεοί εξοργίστηκαν και ο Δίας τιμώρησε τον παιδοκτόνο σκληρά και παραδειγματικά: το βασίλειό του καταστράφηκε και ο ίδιος, αφού θανατώθηκε από το χέρι του Δία, καταδικάστηκε σε αιώνιο μαρτύριο μαζί με τον Ιξίονα, τον Σίσυφο, τον Τιτυό, τις Δαναΐδες και άλλους.
Βρίσκεται κρεμασμένος στο κλαδί ενός οπωροφόρου δέντρου πάνω από μια ελώδη λίμνη και βασανίζεται μόνιμα από πείνα και δίψα. Τα κύματα σκεπάζουν τη μέση του, μερικές φορές φτάνουν ως το πηγούνι του, αλλά κάθε φορά που πάει να πιει, υποχωρούν και δεν μένει παρά η μαύρη λάσπη στα πόδια του… Αν τυχόν μαζέψει λίγο νερό στη χούφτα, κυλάει ανάμεσα στα δάχτυλά του, δεν φτάνει καλά-καλά να υγράνει τα σκασμένα του χείλη, μένοντας τελικά πιο διψασμένος από πριν.
Το δέντρο είναι φορτωμένο απίδια, αστραφτερά μήλα, γλυκά σύκα, ώριμες ελιές και ρόδια. Οι νόστιμοι καρποί ακουμπούν σχεδόν στους ώμους του, μόλις όμως απλώσει το χέρι του, ένα κύμα αέρα τους απομακρύνει. Βλέπετε, ο Δίας φρόντισε να διατηρήσει ο τιμωρούμενος και μετά θάνατον τις έμβιες ανάγκες της πόσης και της βρώσης…
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος στον μύθο για την τιμωρία του Τάνταλου. Όταν κάποτε ο Δίας ήταν ακόμα βρέφος στην Κρήτη και τον θήλαζε η κατσίκα Αμάλθεια, ο Ήφαιστος έφτιαξε για την Ρέα ένα μαντρόσκυλο από χρυσάφι, για να τον προσέχει. Αυτό το σκυλί κατόπιν έγινε ο φύλακας του ναού του Δία, στη Δίκτη. Ο γιος του Μέροπα, ο Πανδάρεως, που καταγόταν από τη Λυδία, έκλεψε το μαντρόσκυλο και το πήγε στον Τάνταλο για να το κρύψει στο όρος Σίπυλο.
Όταν κόπασε η μεγάλη φασαρία μετά την κλοπή, ο Πανδάρεως ζήτησε πίσω τον σκύλο από τον Τάνταλο, εκείνος όμως ορκίστηκε στο όνομα του Δία ότι ποτέ δεν είχε δει το χρυσό σκυλί, ούτε καν είχε ακούσει για την ύπαρξή του. Ο όρκος έφτασε στ’ αφτιά του Δία και πρόσταξε τον Ερμή να διερευνήσει το θέμα. Ενώ ο Τάνταλος επέμενε στην ψευδορκία του, ο Ερμής ξαναβρήκε τον σκύλο με πονηριά και ο Δίας καταπλάκωσε τον Τάνταλο μ’ ένα βράχο του Σίπυλου.
Μέχρι σήμερα δείχνουν το σημείο αυτό κοντά στη λίμνη με το όνομα του Τάνταλου, στο λημέρι των Λευκών κύκνειων αετών. Ο Πανδάρεως και η γυναίκα του Αρμοθόη διέφυγαν πρώτα στην Αθήνα και έπειτα στη Σικελία, όπου πέθαναν εξαθλιωμένοι.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο χρυσός σκύλος κλάπηκε από τον Τάνταλο, ο οποίος τον εμπιστεύτηκε στον Πανδάρεω. Όταν ο Πανδάρεως αρνήθηκε ότι ο σκύλος έφτασε ποτέ στα χέρια του, οργισμένοι οι θεοί μεταμόρφωσαν αυτόν και τη γυναίκα του σε βράχους. Οι ορφανεμένες κόρες τους Μερόπη, Κλεοθήρα (ή Καμειρώ) και η Κλυτία, μεγάλωσαν με τις φροντίδες της Αφροδίτης που τις τάιζε ξινόγαλο, μέλι και γλυκό κρασί. Η Ήρα τις προίκισε με ομορφιά και υπεράνθρωπη σοφία. Χάρη στην Άρτεμη, έγιναν ψηλές και δυνατές και η Αθηνά τις έμαθε όλες τις γνωστές τέχνες.
Δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους που έκαναν τις θεές να λυπηθούν τις ορφανές κόρες και για ποιο λόγο έστειλαν την Αφροδίτη στον Δία να του μαλακώσει την καρδιά και να τις καλοπαντρέψει (μήπως ήταν οι ίδιες εμπνεύστριες της κλοπής;).
Ο Δίας, πάντως, σίγουρα είχε τις υποψίες του, γιατί όση ώρα συνομιλούσε με την Αφροδίτη στον Όλυμπο, οι Άρπυιες άρπαξαν με τη συναίνεσή του τα τρία κορίτσια και τα παρέδωσαν στις Ερινύες που τα χιλιοβασάνισαν για τα κρίματα των γονιών τους.
Όπως και να έγιναν τα πράγματα, μετά την τιμωρία του Τάνταλου, ο Δίας θέλησε να αναστήσει τον Πέλοπα. Για τούτο, πρόσταξε τον Ερμή να μαζέψει τα μέλη του σώματός του και να τα ξαναβράσει στην ίδια χύτρα που είχε χρησιμοποιήσει ο πατέρας του. Μετά, η Μοίρα Κλωθώ συνταίριαξε τα μέλη, η Δήμητρα προσέφερε ένα κομμάτι ελεφαντόδοντο στη θέση της ωμοπλάτης που είχε φάει και, όσο ο Τράγος-Πάνας χοροπηδούσε από τη χαρά του, η Ρέα τού εμφύσησε ζωή.
Ο Πέλοπας ήταν τόσο όμορφος όταν βγήκε από τη χύτρα, που ο Ποσειδώνας τον ερωτεύτηκε αμέσως και τον ανέβασε στον Όλυμπο πάνω στο χρυσό άρμα του με τα χρυσά άλογα. Τον έκανε οινοχόο και ερωμένο του, όπως αργότερα ο Δίας τον Γανυμήδη, και τον τάιζε αμβροσία. Ο Πέλοπας δεν κατάλαβε ότι η αριστερή ωμοπλάτη του ήταν από ελεφαντόδοντο, παρά μόνον όταν πενθώντας την αδελφή του Νιόβη, απογύμνωσε το στήθος του.
Όλοι οι πραγματικοί απόγονοι του Πέλοπα έχουν το ίδιο διακριτικό. Η ελεφαντοστέϊνη ωμοπλάτη φυλάχτηκε στην Πίσα μετά το θάνατο του Πέλοπα.