ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑ ΖΑΧΑΡΗ

Η μεγαλόπρεπης εκκλησία στο βάθος έμοιαζε να έχει βγει από παραμύθι, αλλά και όλη η πόλη, χιονοσκέπαστη, το ίδιο έμοιαζε…

Ολόφωτοι οι μεγάλοι δρόμοι, που το φως τους γλύκαινε από την λευκότητα του χιονιού που είχε καλύψει τα πάντα. Οι άνθρωποι, που είχαν πάει να ακούσουν τους ύμνους, έβγαιναν τώρα κοπαδιαστά, γελώντας χαρούμενοι. Σε λίγο χώρισαν σε παρέες των τριών ή των τεσσάρων καθώς επιβιβάζονταν στα ήδη φορτωμένα έλκηθρα που περίμεναν. Άλλοτε, θα πήγαιναν όσο πιο γρήγορα γινόταν στα στολισμένα, ζεστά τους σπίτια να γιορτάσουν γύρω από το γεμάτο με όλα τα καλά τραπέζι. Μα, όχι απόψε, όχι ετούτη τη νύχτα. Και όμως, έδειχναν πιο χαρούμενοι παρά ποτέ.

Διέσχισαν την πόλη, περνώντας από το καλά φωτισμένο κομμάτι της με τα μεγάλα σπίτια και τ’ αρχοντικά και κατευθύνθηκαν προς ένα άλλο, πιο μακριά, λιγότερο φωτισμένο, με δρόμους λασπερούς. Ξεφόρτωσαν τα πράγματα από τα έλκηθρα και στάθηκαν έξω από ένα σπιτάκι φτιαγμένο από σανίδια, που από το μικρό του παράθυρο έβγαινε ένα αχνό φως, ψάλλοντας τα κάλαντα ώσπου η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Μια γυναίκα φάνηκε, νέα ακόμη, σκεβρωμένη όμως από το κρύο, ενώ δυο μικρά παραμόνεψαν τους ξένους πίσω από την φούστα της. Όταν οι ξένοι είχαν πια φύγει, μια δυνατή φωτιά έκαιγε στο τζάκι και κούτσουρα χοντρά στοιβάζονταν πλάι του. Τσάντες επίσης γεμάτες ρούχα και σκεπάσματα ζεστά. Κλαδιά και κορδέλες κόκκινες στόλιζαν το γείσο του και δυο μεγάλες κάλτσες κρεμασμένες, ασφυκτιούσαν από παιχνίδια. Το τραπέζι βούλιαζε από φαγητά και γλυκά, τόσα που δεν είχε φιλοξενήσει ποτέ του.

Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και στο επόμενο σπίτι και στο επόμενο, ώσπου σ’ αυτήν την ξεχασμένη από θεό κι ανθρώπους γειτονιά να μην μείνει ούτε ένας που να κρυώνει και να πεινάει. Ούτε ένα παιδί χωρίς ρούχα ζεστά και παιχνίδια. Μα, τι είχε συμβεί και οι καλοζωισμένοι νοιάστηκαν ξαφνικά για τους λιγότερο τυχερούς του κόσμου; Ένα όνειρο τους είχε επισκεφθεί – ή μάλλον ένας εφιάλτης – και ήταν ίδιος για όλους, ξανά και ξανά κάνοντάς τους να πετάγονται τρομαγμένοι από τα κρεβάτια τους. Ήταν, λέει, εκείνοι που έμεναν στα φτωχικά καλύβια τουρτουρίζοντας από την παγωνιά, χωρίς πεντάρα για να ζεσταθούν ή να τραφούν κι αυτό τους γέμισε τρόμο, αλλά και μια πρωτόγνωρη ανάγκη να βοηθήσουν αυτούς που δεν είχαν. Το είδαν σαν σημάδι από τον ουρανό και έτσι ήταν.

Δυο ανθρωπάκια περίεργα ντυμένα με μυτερά αυτιά και σκουφιά, αφού παρακολούθησαν για ώρα το έργο των ανθρώπων, χαμογέλασαν με κατανόηση και έσφιξαν το ένα το χέρι του άλλου με επισημότητα. «Αποστολή εξετελέσθη!», φώναξαν προς τα σύννεφα κάνοντας χωνί τα χέρια και σαν απάντηση, ένας χαρμόσυνος κουδουνιστός ήχος ακούστηκε από ψηλά.

Books and Style

Books and Style