ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ

Απόψε θα σου πω ένα παραμύθι. Το ξέρω πως δεν είσαι πια παιδί, αλλά κι εγώ δεν είμαι ένα κοινό μαξιλάρι. Σε νοιάζομαι και θέλω να περνάμε καλά τα δυο μας. Νομίζω ότι ένα παραμυθάκι θα σε κάνει να κοιμηθείς καλύτερα. Ή μήπως όχι; Για να δούμε…

Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν ένα καναρίνι. Ζούσε σε μια φτωχογειτονιά που την έλεγαν Πέραμα. Κάθε πρωί, η κυρά του η Μαριγώ του καθάριζε το μικρό κλουβί του, του κάρφωνε και ένα μαρουλόφυλλο στα κάγκελα και το κρέμαγε σ’ ένα κλαρί, στη μουριά της αυλής. Ήρεμη ζωή χωρίς σκοτούρες, αν εξαιρέσεις τον Καζαντζίδη που άκουγε στη διαπασών η κυρα-Μαριγώ κι εκείνο ξελαρυγγιαζόταν για να της αποδείξει ότι τραγουδά καλύτερα. Α, ναι, υπήρχε κι ένας γάτος που σκαρφάλωνε κάθε τόσο στη μουριά για να τον αρπάξει, αλλά από θαύμα τη γλίτωνε.

Κάποιο πρωινό ο Διαμαντής, ο γιος της κυρα-Μαριγώς, τον ξεκρέμασε από το κλαρί, τον έδεσε πάνω σε ένα παλιό μηχανάκι και βγήκαν με θόρυβο στο δρόμο. «Τι ωραία ιδέα να με πάει σήμερα βόλτα ο Διαμαντής», σκέφτηκε. Και τι εμπειρία. Σπίτια ψηλά, αυτοκίνητα, κόσμος! Λίγο μετά σταμάτησαν έξω από ένα μεγάλο κτήριο. Ο Διαμαντής πήρε το κλουβί, ανέβηκε κάτι ατέλειωτες σκάλες και χτύπησε ένα κουδούνι. Άνοιξε ένας κύριος χαμογελαστός, έδωσε κάτι χρήματα στον Διαμαντή και πήρε το κλουβί.

«Δεν πιστεύω να είναι μουγγό», είπε ο κύριος.
«Μουγγός, ο Κίτσος; Βάλτου Καζαντζίδη και θα δεις», είπε ο Διαμαντής.

Ξέχασα να σου πω ότι το καναρίνι το λέγανε Κίτσο.

Ο Διαμαντής κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας και ο καλός κύριος πήρε το κλουβί και το ακούμπησε πάνω σε ένα τραπέζι. Σαν χαμένος, ο Κίτσος κοιτούσε γύρω του και η ανάσα του κόπηκε όταν είδε δίπλα στο δικό του κλουβί ένα άλλο, μεγάλο, κάτασπρο με δύο κόκκινες ταΐστρες, μπόλικο νερό, κούνια και μία μπανιέρα. Μα αυτό δεν ήταν κλουβί, ήταν το παλάτι από το «Τόλμη και Γοητεία» που έβλεπε η κυρα-Μαριγώ κάθε απόγευμα στην τηλεόραση. Αφέθηκε στο τρυφερό χέρι του καλού κυρίου και μετακόμισε με χαρά στο νέο του διαμέρισμα. «Έξω φτώχια καταραμένη».

Σε λίγο το κλουβί του βρέθηκε κρεμασμένο στο μπαλκόνι, αλλά αυτό δεν ήταν μπαλκόνι, ήταν ο κήπος της Εδέμ με πολλά λουλούδια και μια χρωματιστή τέντα για σκιά. Το βλέμμα του ταξίδεψε στον χώρο προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη αυτή αλλαγή που γινόταν στη ζωή του και τότε… τότε την είδε, στο απέναντι μπαλκόνι. Ήταν κι αυτή καθισμένη στην κούνια της, στο κλουβί της και με το κατάξανθο κεφαλάκι της ανασηκωμένο, απολάμβανε τον απογευματινό ήλιο. Δεν χρειάστηκε δεύτερο βλέμμα για να την ερωτευτεί παράφορα, όμως εκείνη δεν του έριξε ούτε μια κλεφτή ματιά. Τότε, έβαλε τα δυνατά του και άρχισε να τραγουδά ασταμάτητα για να της τραβήξει την προσοχή. Ο καινούργιος του κύριος, ακουμπισμένος στην μπαλκονόπορτα, χαμογελούσε ευτυχισμένος…

Όλο το βράδυ ο Κίτσος δεν έκλεισε μάτι. Έπρεπε να βρει με ποιο τρόπο θα εντυπωσίαζε την ξανθιά θεά του απέναντι μπαλκονιού. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να αλλάξει το όνομά του. «Κίτσος… τι μπανάλ όνομα!» σκεφτόταν. Τώρα πια είχε φύγει από το Πέραμα. Θα ζούσε σε μια αριστοκρατική γειτονιά που απ’ ότι άκουσε την λέγανε Δραπετσώνα. Έπρεπε να ξεχάσει τις φράσεις «πώς σε λένε κούκλα μου», ή «είσαι και η πρώτη γκόμενα». Αυτά δεν περνάνε στις αριστοκράτισσες. Μόνο με την προσωπικότητά του και τους τρόπους του θα την κέρδιζε.

Άκουσε με προσοχή όλα όσα έλεγαν οι ειδήσεις που παρακολουθούσε ο κύριός του στην τηλεόραση και έμαθε ένα σωρό πράγματα για τα οποία πριν δεν είχε ιδέα. Και όλη την ώρα έλεγαν για κάποιον «Μουντιάλ». Μα, ναι, το νέο του όνομα θα ήταν Μουντιάλ!

Το επόμενο πρωί, γεμάτος αυτοπεποίθηση, άρχισε την πολιορκία με φιγούρες πάνω στην κούνια και με πολύ τραγούδι. Και όταν ο πάγος έσπασε, άρχισε να της μιλά για όσα είχε ακούσει από την τηλεόραση και την εντυπωσίαζε. Οι μέρες κυλούσαν και ο Κίτσος, συγνώμη, ο Μουντιάλ, ζούσε σε πελάγη ευτυχίας αφού και η Φλάφη (έτσι έλεγαν την ξανθιά κούκλα της καρδιάς του) έδειχνε να ανταποκρίνεται στα διακριτικά ερωτικά του υπονοούμενα.

Μέχρι εκείνο το πρωινό που ο κύριός του έβγαλε όπως συνήθιζε το κλουβί στο μπαλκόνι και το κρέμασε στον τοίχο. Ο Μουντιάλ χουζούρευε ακόμα αλλά ανοίγοντας καλά τα μάτια του, τα ’χασε. Η πόρτα από το κλουβί του ήταν ανοιχτή. Έπνιξε την έκπληξή του τσιμπολογώντας δήθεν αδιάφορα το μαρουλόφυλλό του. Και τότε ακούστηκε η γλυκιά φωνούλα της Φλάφη…
«Καλημέρα, Μουντιάλ. Σήμερα είναι η τυχερή σου μέρα».
«Γιατί;», την ρώτησε εκείνος αδιάφορα.
«Βρε κουτέ, ανοιχτή πόρτα σημαίνει ελευθερία. Μην αφήσεις αυτή την ευκαιρία να σου φύγει. Έλα… έλα κοντά μου», του είπε με νάζι.

Όποιος είπε ότι οι άντρες αποβλακώνονται στο κάλεσμα μιας ξανθιάς, έχει δίκιο. Ο Μουντιάλ στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας και τέντωσε τα μουδιασμένα φτερά του. Η Φλάφη τον παρακινούσε να πετάξει κοντά της κι αυτός ζαλισμένος από το πάθος, έβαλε όλη του τη δύναμη και πέταξε προς το μέρος της. Όμως τα φτερά του δεν είχαν δύναμη και αγκομαχώντας κατάφερε να γαντζωθεί στην κουπαστή του δικού του μπαλκονιού.

«Ω, μα τι όμορφα φτερά που έχεις… Και τι κορμί!», άκουσε την Φλάφη να του λέει, και χωρίς δεύτερη σκέψη, εκείνος πήδηξε στο κενό, φτερουγίζοντας με δύναμη. Η απόσταση ήταν μεγαλύτερη από αυτό που νόμιζε και, χάνοντας συνεχώς ύψος, κατάφερε να προσγειωθεί στη νεραντζιά του πεζοδρομίου. Τι ρεζιλίκι, τι απογοήτευση! Τώρα είχε χάσει την αγαπημένη του αλλά και το όμορφο σπίτι του με όλα τα κομφόρ. Άκουσε την Φλάφη να γελάει κοροϊδευτικά και τον έπιασε τρέλα.

Καθισμένος σ’ ένα κλαρί, προσπαθούσε να πάρει ανάσα και τότε του ήρθε η ιδέα. Άρχισε να τραγουδάει με δύναμη, τόση δύναμη που μόνο η απόγνωση μπορούσε να του δώσει, και αυτό που ήλπιζε, έγινε. Ο καλός του κύριος που είδε το κλουβί άδειο, άκουσε το κελάηδισμά του και βγήκε από το σπίτι να τον αναζητήσει. Αφού για λίγο περιπλανήθηκε πάνω-κάτω στο πεζοδρόμιο, τον είδε και τον πλησίασε. Ο Μουντιάλ, για άλλη μια φορά, αφέθηκε στα ασφαλή του χέρια που τον οδήγησαν πίσω, στο σπίτι του.

Τέτοια ευτυχία δεν είχε αισθανθεί ξανά. Πάλι στο καθαρό του σπίτι, με το φαγάκι του και το νερό του, την μπανιέρα του και το μαρουλόφυλλό του. Τι την ήθελε την ελευθερία, αφού τα φτερά του δεν είχαν δύναμη, δεν άντεχαν;

«Μια χαρά είμαι στη σκλαβιά μου», σκέφτηκε. «Πού να τρέχω τώρα μόνο και μόνο επειδή μου το ζήτησε μια ξανθιά κανάρα…». Έκανε το μπάνιο του, έφαγε και κούρνιασε χορτάτος στο κλαρί του κλουβιού του να κοιμηθεί.

Συμπέρασμα: Η ελευθερία θέλει δυνατά φτερά.

Books and Style

Books and Style