ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ – ΛΙΑΝΟΥ,
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ / ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Ο χείμαρρος έντυσε στα σάβανα τα μαύρα
ανθρώπους που πριν αιώνες
ίσως να είχε δέσει η μοίρα σε σκοτεινά κιτάπια
Το κύμα ορμητικά μπήκε σε όνειρα
και σε φωτιές αγάπης
τις έσβησε
σαν ένας νέος Θεός του νερού απότομος
εκδικητικός

Πάνω στον ευλογημένο ύπνο
και στων ονείρων τα ταξίδια
ξύπνησε η ψυχή αναζητώντας
ένα χάδι,
ένα νεύμα γλυκό
μια κουβέντα παρηγοριάς
μα το δρεπάνι του θανάτου
κρατούσε τον ίσκιο τους
και έκοψε και θέρισε
τους σπόρους που έσπειραν
από γενιά προηγούμενη θνητή
κακιά
που γεννήθηκε μέσα σε κραυγές απόγνωσης
και απελπισίας
λουσμένη από δάκρυα μαύρα
και εγωιστικές τσέπες
που έκαναν συμβόλαια θανάτου με
προικοθήρες του τσιμέντου
με χρυσόδοντες λαφυροκυνηγούς
αυτά τα στρέμματα του νεοπλουτισμού
έγιναν ταφόπλακες για τους μη έχοντες
για του μη κρατούντες

Ο Θεός μου είναι αυτός που αγαπάει τα παιδιά του
κρατώντας λουλούδια στα χέρια
και χαμόγελα παιδικά
έστειλε τους Αγγέλους του να δώσει ευχές αγάπης και ευτυχίας
σε ανθρώπους ακρωτηριασμένους από τη δυστυχία της στιγμής

Ο Καπετάνιος φαίνεται σε φουρτούνες της μαύρης θάλασσας
στης φουρτουνιασμένης τη χαροκαμένη γη
ποιος φάνηκε σωστός;
Πώς;
γρόσια χρυσά και αργύρια σταυρώνουν τους πτωχούς
λέγοντας ιστορίες
κάλπικος ήταν ο λόγος τους
πάνω από διαμελισμένα ξύλινα κουφάρια
ακόμη και μια εύφορη γη
όταν ο τόπος βιαστεί
θα βγάλει Φρανκενστάιν

Books and Style

Books and Style