ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Το κόκκινο φουστάνι έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο. Περπάταγε και σταματούσε. Παραπάταγε και παραμιλούσε. Το κοίταζα και το θαύμαζα. Τόσο κόκκινο… Τόσο γυαλιστερό… Τόσο… μεταξωτό… Σαν αυλαία θεάτρου έτοιμη ν’ ανοίξει και να φανερώσει καινούργιους κόσμους…

Πλησίασε κοντά μου. Έκανε μια στροφή. Ο αέρας που σήκωσε, μου γαργάλισε τα ρουθούνια. Κρατάω από μεγάλο σόι βλέπετε. Πάππου προς πάππου… αριστοκράτισσα, ενοχλούμαι από κάθε μικρομόριο σκόνης που κουβαλάει το φύσημα παντός είδους αέρα. Φταρνίστηκα… Το πορφυρό όνειρο ενοχλήθηκε και βγήκε απ’ το δωμάτιο βιαστικά, σα να το κυνηγούσαν χίλιοι διαβόλοι μαζί, αφήνοντας πίσω του αναμμένες λαμπαδίτσες τις αναλαμπές του. Ησυχία απλώθηκε γύρω. Ένας γλυκός ύπνος, μου χαμογέλασε προκλητικά και μού ‘γνεψε… έλα, πάμε. Ξάπλωσα αναπαυτικά, έκλεισα τα μάτια μου και το ‘σκασα μαζί του.

Οι μισάνοιχτες γρίλιες, άφησαν μια παρεούλα αχτιδούλες να μπουν στο δωμάτιο. Ξύπνησα. Χοροπηδούσαν οι αφιλότιμες σαν τρελές πέρα δώθε κι έδιωχναν με τη λάμψη τους τον θείο Μορφέα και το λυτρωτικό άρμα του. Προσπάθησα να τις συνεφέρω. Μάταια… Γελούσανε, αστράφτανε, άλλαζαν χρώματα και χτένιζαν τα μακριά μαλλιά τους με κάτι χρυσαφένιες χτένες που θα θαμπώνανε και τον πιο ανοιχτομάτη. Πόσο μάλλον τον θείο Μορφέα… Για να τις αποφύγω, τους γύρισα την πλάτη και ξανάκλεισα τα μάτια.

Το κόκκινο φουστάνι μπήκε με φούρια στο δωμάτιο και τράβηξε τα παραθυρόφυλλα. Οι μικρές αχτιδούλες πανικόβλητες έτρεξαν να βγουν έξω. Μία δεν πρόλαβε. Ζαλίστηκε κι έπεσε. Άκουσα έναν μικρό κραδασμό… Τόσο μικρό, που σχεδόν πέρασε απαρατήρητος. Ήταν η καρδούλα της που έσπασε σαν γυάλινη ουτοπία. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Την επόμενη στιγμή, το ’χα κιόλας ξεχάσει. Στο κάτω  κάτω, ήταν μονάχα μια λιλιπούτεια ασήμαντη αχτιδούλα, από κείνες που κάθε δευτερόλεπτο ξεψυχούν όταν μείνουν στο σκοτάδι… Γύρισα πλευρό για να ‘μαι έτοιμη για τον επόμενό μου ύπνο, τον τέταρτο κατά σειρά απ’ το πρωί. Αδιόρθωτη τεμπέλα. Άτομο της ξάπλας εκ γενετής. Το βλέμμα μου έπεσε στο τζάκι. Άναβε κι έτρωγε αχόρταγα κούτσουρα, που τρίζανε μελωδικά σε κάθε πυρωμένο φιλί της φουντωμένης φωτιάς… Βυθίστηκα σε ύπνο γλυκύτατο…

Η πόρτα άνοιξε ξανά… Ξύπνησα έτοιμη να στολίσω με μπινελίκια όποιον ξεβόλευε απρεπώς το ραχάτι μου… Αυτή τη φορά, το κόκκινο φουστάνι δεν ήταν μόνο του. Το συνόδευε ένα καφέ πανταλόνι που κατέληγε σε κάτι υπέροχα μπλε παπούτσια. Ξέρετε… ερωτεύομαι πού και πού παπούτσια, μαύρα, μπλε, κόκκινα, σκαρπίνια, αθλητικά, ακόμη και παντόφλες αν είναι γοητευτικές και προπαντός… ανδροπρεπείς… Τα τέσσερα πόδια περπάτησαν στ’ άσπρα πλακάκια κι έκαναν στάση στον βαθύ καναπέ που βρισκόταν στην άλλη γωνιά του δωματίου. Άκουγα χαμηλές ομιλίες που σε λίγο σταμάτησαν. Το γουργουρητό στο αριστοκρατικό μου στομάχι διέκοψε τις σκέψεις μου.

Πεινούσα… Σύνηθες φαινόμενο για μια λιχούδα σαν και μένα… Κατεβαίνοντας να τσιμπήσω κάτι, πλησίασα τα τέσσερα πόδια, που τώρα παρουσίαζαν ένα πολύ περίεργο θέαμα. Δεν ξεχώριζες το καφέ πανταλόνι απ’ το κόκκινο φουστάνι και τα μπλε, γοητευτικά παπούτσια απ’ τις μαύρες γόβες… Ξαφνικά, οι μαύρες γόβες έδωσαν μια με την κοφτερή μύτη τους στο καφέ πανταλόνι και το ξέραναν. Τα μπλε παπούτσια σηκώθηκαν κι άρχισαν να βηματίζουν πάνω κάτω στα πλακάκια… Πνιχτοί ήχοι ακούγονταν, ίσως βρισιές, ίσως κάτι άλλο… πού να καταλάβω η βαριόμοιρη…
«Πρώτα χαριεντίζονται κι’ ύστερα τσακώνονται μέχρι… θανάτου». κουτσομπόλεψα…
Ήξερα βέβαια πως γίνονται αυτά ανάμεσα σε γόβες διαφόρων ειδών, πέδιλα, μπότες, αθλητικά, σκαρπίνια… Το ‘χω δει πολλές φορές να συμβαίνει στις διάφορες εξορμήσεις μου ανά τον κόσμο! Είμαι, συν τοις άλλοις και περπατημένο κορίτσι, πώς να το κάνουμε! Οι μαύρες γόβες βέβαια ούτε που το φαντάζονται… Ξεπορτίζω τα βράδια κρυφά, όπως κάνουν όλες οι κυρίες που σέβονται τον εαυτό τους, γυρίζω στη βάση μου λίγο πριν σκάσει μύτη ο ήλιος κι όταν με ψάχνουν, με βρίσκουν να υποκρίνομαι την κοιμισμένη και την αθώα…

Έχω δει πολλά με τα τσακίρικα ματάκια μου στα αμαρτωλά βράδια της αλητείας μου κι έγινα… τσακμάκι αναμμένο στην εξυπνάδα και την καπατσοσύνη Αναπολώντας και φιλοσοφώντας, πλησίασα σε απόσταση αναπνοής το περίεργο σύμπλεγμα. Η μία απ’ τις μαύρες γόβες κουνήθηκε και μου τράβηξε μια γερή κλωτσιά! Ένας δυνατός πόνος με σούβλισε.

Έπνιξα την κραυγή που ανέβηκε στα χείλη μου, έδωσα τόπο στην οργή που με πλημμύρισε και κατέβηκα τις σκάλες…
Τ’ ασπρόμαυρα γυαλιστερά πλακάκια στο πάτωμα της κουζίνας, δρόσισαν τις φλογισμένες μου πατούσες. Μ’ αρέσει να περπατώ ξυπόλυτη, για να νοιώθω πως γειώνομαι με το χώμα που με γέννησε και να λευτερώνομαι απ’ τα άγχη και τις ανασφάλειές μου… Έφαγα, ηρέμησα, κι έκανα να βγω… Η φόρα μου, κόπηκε απότομα! Μια διαπεραστική κραυγή τάραξε την απόλυτη σιωπή, σαν βότσαλο που πέφτει σε ακύμαντη θάλασσα! Ακινητοποιήθηκα… Την κραυγή ακολούθησε ένας γδούπος. Αυτό που αντίκρισα, μ’ έκανε να παγώσω… Ένα ανθρώπινο κορμί που έμοιαζε περισσότερο με τσουβάλι γεμάτο πατάτες, κατρακύλησε τις σκάλες και ξαπλώθηκε φαρδύ πλατύ στο χαλί του χολ!

Μετά το πρώτο σοκ, πλησίασα στις μύτες των ποδιών μου, λες και φοβόμουν μην το ξυπνήσω. Απ’ το στόμα του έτρεχε αίμα. Αίμα; Μόλις το συνειδητοποίησα, έκανα πίσω κι’ άρχισα να τρέχω σαν τρελή. Κρύφτηκα στο αγαπημένο μου λημέρι, όσο τουλάχιστον μπορούσε να με κρύψει ένας διθέσιος καναπές με κρόσσια στο τελείωμά του και περίμενα με κομμένη την ανάσα την εξέλιξη της απρόβλεπτης κατάστασης. Σε λίγο, το κόκκινο φουστάνι κατέβηκε αργά τις σκάλες. Τότε πρόσεξα πως δεν είχε τη συνηθισμένη του όψη. Ήταν τσαλακωμένο και τίγκα λεκέδες από αίμα, που με δυσκολία ξεχώριζες μέσα στο βαθιά πορφυρό φόντο του. Πανικοβλήθηκα!

Κρύφτηκα ακόμα πιο βαθιά κάτω από τον καναπέ μου. Θα μου πείτε, πώς κατάλαβα πως οι λεκέδες ήταν από αίμα… Το ’παμε και το ξανάπαμε διάολε… Ο νους μου απέχει παρασάγγας από… χαζοβιόλας νου! Σκέφτηκα λοιπόν πως η αξιότιμος συγκάτοικός μου, δεν μπορεί να ’κοβε ντομάτες για σαλάτα σε κοτζάμ κρεβατοκάμαρα… Έπειτα, υπήρχε κι ο άνθρωπος που ήταν ξαπλωμένος στον πάτο της σκάλας. Πόση διαύγεια πνεύματος! Τι τεκμηριωμένα συμπεράσματα! Τύφλα να ‘χεις Σέρλοκ Χόλμς!

Ξαφνικά μια βαριά κουρτίνα κάλυψε τα μάτια μου! Τυφλώθηκα! «Τι ’ναι αυτό;» αναρωτήθηκα… Όραμα, όνειρο, ο δρόμος για την κόλαση ή μπας και κατάλαβε η πονηρή πως πήρα χαμπάρι τις πομπές της και με κλείδωσε κάπου να πεθάνω της πείνας; «Μπα αποκλείεται…» μονολόγησα για να παρηγορηθώ… Δεν πρέπει να επιχειρηματολογώ τόσο ντεντεκτιβικά και ν’ ανχώνομαι… Μπορεί να ξαπλώνω πάνω σε σωρούς από αστυνομικά μυθιστορήματα, μα δεν τα διαβάζω κιόλας, αν και θα έπρεπε για να πλουτίσω περισσότερο τις ήδη πλουσιότατες γνώσεις μου! Μπροστά μου ο Αϊνστάιν φαντάζει… αναλβάβητος! Ουφ, άρχισα πάλι τα εγκώμια. Ας με σταματήσει κάποιος. Τέλος πάντων… Ας κάνω κάτι άλλο να ξεχαστώ… Δεν πρέπει να με τρομάζω με το παραμικρό, τόσο που μ’ αγαπάω… Με μια αποφασιστική κίνηση, παραμέρισα το κόκκινο ματωμένο παραπέτασμα. Κόκκινο; Ματωμένο; Μα βέβαια… Η μυστηριώδης κουρτίνα, που μου κάλυψε τα μάτια ήταν το περιβόητο κόκκινο φουστάνι. Δεν υπήρχε ουδεμία αμφιβολία περί τούτου! Ριγμένο πάνω στον καναπέ που ’χε γίνει η κρυψώνα μου… ερήμωνε δίχως τη συγκάτοικό μου μέσα του. Σε λίγο, εντόπισα και τις μαύρες γόβες. Ήταν καθισμένες στον απέναντι καναπέ, σκεπασμένες από ένα μπεζ φουστάνι με ροζ λουλουδάκια… Το μπεζ φουστάνι σηκώθηκε, οι μαύρες γόβες προχώρησαν μερικά αβέβαια βήματα και στάθηκαν ακριβώς δίπλα στο ξαπλωμένο σώμα, που τελείωνε στα… δυό μου γνώριμα, γοητευτικά μπλε παπούτσια! Τόμπολα!

Το μπεζ φουστάνι με τα ροζ λουλουδάκια, έκανε έναν ελιγμό, διπλώθηκε στα δύο, άγγιξε τον ξαπλωμένο άνθρωπο κι οι μαύρες γόβες περπάτησαν αργά προς την εξώπορτα. Μόνο που αυτή τη φορά, το σώμα σερνότανε, ενώ το μπεζ φουστάνι περπατούσε με κόπο… Η πόρτα άνοιξε και ξανάκλεισε. Μιά ανατριχιαστική ησυχία, κατέλαβε το δωμάτιο… Κάποια στιγμή το πόμολο της πόρτας κινήθηκε και φάνηκε το μπεζ φουστάνι που τώρα είχε το μαύρο του το χάλι. Τα ροζ λουλουδάκια έμοιαζαν καταμαραμένα, έτσι ανακατεμένα που ήταν με λάσπες και βρωμιές… Ήταν σκισμένο απ’ τη μια μεριά και κρεμόταν στο πάτωμα, ενώ οι μαύρες γόβες το πατούσαν. Η αριστερή έχασε την ισορροπία της. Μιά βαριά βρισιά ακούστηκε. «Σκούρα τα πράγματα…», σκέφτηκα η ατσίδα! Αλλά μέχρι να περιαυτολογήσω πάλι και να σας αραδιάσω παινέματα για την υπεραξία του κοφτερότατου νου μου, το δωμάτιο απέκτησε κι’ άλλον φιλοξενούμενο. Ένα μαύρο πανταλόνι που τελείωνε σ’ ένα ζευγάρι λουστρινένια παπούτσια. Έκατσε στον καναπέ δίπλα στο ταλαιπωρημένο μπεζ φουστάνι κι’ αρχίσανε μιά κουβέντα με λέξεις που ρίχνανε γροθιές η μιά στην άλλη… Κοινώς… μαλώνανε σαν το σκύλο με τη γάτα! Άκουσα πολλά και κατάλαβα λίγα, μα τα συμπεράσματά μου ήταν βαρύγδουπα και σοβαρότατα, όπως πάντα! Το κουβάρι του μυστηρίου ξεδιπλώθηκε! Φωτίστηκε η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού! Γιατί τελικά, τί άλλο μπορεί να σήμαινε ο ξαπλωμένος καταγής γεμάτος αίματα άνθρωπος, παρά το ό, τι ήταν το θύμα ενός στυγερού φόνου; Και τον είχε διαπράξει η επί πολλών χρόνων συγκάτοικός μου! Τίνι τρόπω, εξ’ αμελείας ή εκ προμελέτης, θα σας γελάσω…

Εξυπνούλα, εξυπνούλα, μα κάποια στιγμή κουράζεται το χαρισματικό μυαλουδάκι μου και κόβει τούφες…
Το ζευγαράκι του καναπέ, ενώθηκε σε μια περιπαθή περίπτυξη. Το λουστρίνι στα μαύρα παπούτσια άρχισε να γυαλίζει τόσο που με τύφλωσε πάλι. «Ε, ρε… κατάσταση. Τύφλωμα στο τύφλωμα, θα καταντήσω… αόματη» διαμαρτυρήθηκα… Τα βαριά μου ματοτσίνορα χαμήλωσαν, φυλακίζοντας τον ουρανό των ματιών μου.
«Α, εδώ μέσα γίνονται πράματα και θάματα» μουρμούρισα… «Για να πάω πιο κοντά να δω καλύτερα…»
Τι το ‘θελα.. Αφού δεν βάζω μυαλό με την πρώτη καλά να πάθω… Την έφαγα πάλι την κλωτσιά μου κι ηρέμησα. Καλά λένε πως ό,τι γυρεύει ο καθένας βρίσκει… Τρελαμένη απ’ τον πόνο, ξανακρύφτηκα κάτω απ’ τον καναπέ μου. Το βασανισμένο μου κορμάκι πονούσε για αρκετή ώρα. Οι μαύρες γόβες και ειδικά η δεξιά με το μεταλλικό σημάδι στη μύτη, είχαν αρχίσει να μου δίνουν στα νεύρα. Ένα κύμα μίσους με πλημμύρισε.

Σκέφτηκα πως έπρεπε επιτέλους να πάρω εκδίκηση για κάθε κλωτσιά που με σημάδευε. Για κάθε βρισιά που μου τσαλάκωνε τον εγωισμό.
Από κείνη την πολυτάραχη μέρα, δεν ξέρω πόσος καιρός ακριβώς πέρασε. Το μόνο που ξέρω είναι πως οι μαύρες μισητές ψηλοτάκουνες γόβες έδειχναν όλο και πιο ταραγμένες, όλο και πιο ανήσυχες και πηγαινοέρχονταν νευρικά στο δωμάτιο, που ήταν πνιγμένο στον καπνό και μύριζε απαίσια. Ένα μαύρο φουστάνι, ένα κίτρινο φουστάνι, ένα πράσινο φουστάνι ανέμιζαν πάνω- κάτω κι’ έσκιζαν τον πυκνό καπνό, θορυβόδικα. Άλλαζε η καλή σου, σα να πήγαινε σε δεξίωση κάθε μέρα! Κοκέτα και στον… πανικό της, τρομάρα της! Ποτέ όμως δεν ξανάδα το λαμπερό κόκκινο φουστάνι… Το ματωμένο κόκκινο φουστάνι. Πού νά’ χε κρύψει άραγε η κακούργα το μόνο πειστήριο του εγκλήματός της; Σαν άλλος Ηρακλής Πουαρό, βάλθηκα να ψάχνω απ’ άκρη σ’ άκρη το σπίτι για να το βρω. Μετά από πολλές προσπάθειες και τα συνηθισμένα μπινελίκια που αμολάει το στόμα μου σε στριμόκολες καταστάσεις ωσάν και τούτη… το βρήκα κι έβγαλα μια κραυγή που τράκαρε στην οροφή και με βρήκε κατακούτελα! Ζαλίστηκα… «Έλα τώρα…» σκέφτηκα «Αν τα φτύσεις, κάηκες… Κι εσύ θες να κάψεις τη φόνισσα!».

Πήρα μια βαθιά ανάσα κι έβαλα τα πολύ δυνατά μου! Το κόκκινο φουστάνι ήταν κρυμμένο σε κάποιο μπαούλο στο πατάρι, ποτισμένο ακόμα με το αίμα των άτυχων μπλε παπουτσιών! Το μπαούλο… για καλή μου τύχη εστερείτο καπακίου! Μάλλον, θα το ’χε σπάσει η αφεντιά της σε κάποιο ξέσπασμα της μανίας της! Ένα κομμάτι ύφασμα μονάχα με χώριζε απ’ το αντικείμενο του πόθου μου! Το τράβηξα κι ο χαμένος θησαυρός έλαμψε δια της μαρτυρίας του μπρος τα μάτια μου! Αφού η περιέργειά μου ικανοποιήθηκε, κατέβηκα τις σκάλες και κρύφτηκα στο γνωστό μου καταφύγιο. Καιρός είναι είπα να ξεκουράσω λίγο τα ταλαιπωρημένα μου μέλη και να κοιμηθώ τον ύπνο του δικαίου.
Πρέπει νά’ τανε μαύρα μεσάνυχτα και βάλε όταν ξύπνησα, γιατί είδα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου… το φεγγάρι να καμαρώνει μεσούρανα. Μού’ κλεισε όλο αυθάδεια το μάτι και με στράβωσε πάλι! Αναρρωτήθηκα γιατί είχανε βαλθεί να με νευριάζουνε ήλιος και φεγγάρι με το δυνατό φως τους; Τι στο καλό… Ξέρανε καλά πως μ’ ενοχλεί… Φιγούρα κάνανε; Έδωσα τόπο στην οργή. Τι άλλο μπορούσα να κάνω… Κανείς ποτέ δεν τα ’βαλε ούτε με το φεγγάρι ούτε με τον ήλιο. Ποιά είμ’ εγώ που θα τα πριζώσω με τις παραξενιές μου; Προσπάθησα ν’ αποκοιμηθώ.

Ένας δυνατός θόρυβος μ’ έκανε να πεταχτώ επάνω πανικόβλητη! Ποδοβολητό σαν από ένα μεγάλο κοπάδι Βίσονες ακούστηκε στις σκάλες! Το πάτωμα έτριξε ανατριχιαστικά! Το σπίτι άρχισε να τρέμει συθέμελα! «Σεισμός…» σκέφτηκα. Εφτά Ρίχτερ και βάλε! Το κορμί μου σ’ ετοιμότητα κι η καρδούλα μου σ’ εγρήγορση… περίμεναν να καταλάβουν την αιτία του ξαφνικού χαλασμού…

Η πόρτα άνοιξε. Μιά ντουζίνα πόδια μπούκαραν στο δωμάτιο! Χειρότερο κι από σεισμό! Σκορπίστηκαν τριγύρω. Άλλα θρονιάστηκαν στις πολυθρόνες κι’ άλλα στο μεγάλο κρεβάτι που δέσποζε επιβλητικό στη μέση της κάμαρας. Ζωηρές ομιλίες, που μετά από λίγο μεταλλάχτηκαν σε δυνατές φωνές, μου γάζωσαν τ’ αυτιά! Καινούργιες δονήσεις τράνταξαν το χώρο! Ανάμεσα στους νεοφερμένους ήταν κι’ οι γνωστές και μη εξαιρεταίες μαύρες γόβες και τα τεράστια μαύρα λουστρίνια. Τον τελευταίο καιρό είχαν γίνει αχώριστοι φίλοι και με κλωτσούσανε παρέα, που κακό χρόνο να έχουνε… Πέρασε αρκετή ώρα, ώσπου να ξεκουμπιστούν και να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου. Αλλά ως χαρισματικό άτομο που είπαμε πως είμαι, αντελήφθην πως η πρωτοφανής μάζωξη είχε σχέση με τον φόνο. Κι ήμουν η μοναδική αυτόπτης μάρτυς! Εγώ και μόνον εγώ, θα μπορούσα να ξεσκεπάσω τους ενόχους. Όμως, κρυβόμουν και δεν το τολμούσα η δειλή… Ώσπου, συνέβη το εξής υπέροχο! Ερωτεύτηκα! Θα μου πείτε, ένας έρωτας φαντάζει ξένο σώμα στην υπόθεσή μας. Μη βιάζεστε.

Όλα στη ζωή είναι αλυσίδα. Κάθε γεγονός που συμβαίνει είναι κι ένας κρίκος που ενώνει τα προηγούμενα με τα επόμενα. Θα σας πω λοιπόν τον πόνο μου για να ξαλαφρώσω. Τα μυστικά που πλακώνουν σαν πέτρες την καρδιά, άμα μείνουν πολύν καιρό μέσα σου, σε ζαβλακώνουν κι’ άντε μετά να συνέλθεις… Ερωτεύτηκα ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, όμορφα, καλογυμνασμένα… υγιέστατα. Με βάρεσε κατακούτελα! Μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι!

Κάποια μέρα γκρίζα και σκοτεινή, Γενάρης ήτανε θαρρώ, τα αντικείμενα του πόθου μου μπήκαν βιαστικά στο δωμάτιο. Τα συνόδευε ένα ακαταμάχητο στενό μπλου τζιν. Συναντήθηκαν με τις μαύρες γόβες κι αντάλλαξαν φιλιά και χάδια που μ’ έκαναν να ζηλέψω πολύ. «Μα τί είδους γυναίκα είναι τούτη κι’ αλλάζει τους άντρες σαν τα φουστάνια της;», αναρωτήθηκα… Τώρα είχα έναν ακόμη λόγο για να μισώ την αδίσταχτη συγκάτοικό μου! Όσο για τον έρωτα μέσα μου, καλά κρατούσε. Μάλιστα, θέριευε κιόλας μέρα τη μέρα. Κόλλησα δίπλα στα αγαπημένα μου αθλητικά παπούτσια κι’ επιστράτευσα όλη μου τη γοητεία για να τραβήξω την προσοχή τους. Δεν μου έδιναν σημασία. Μ’ αγνοούσαν πλήρως και συνεχώς! Τα κοίταζα όλο παράπονο, μα δεν το ’βαζα κάτω… Ήμουν αποφασισμένη να προσπαθώ μιά ζωή για την κατάχτηση του απόρθητου φρουρίου, που μου ’λαχε κι έκανε τη ζωή μου άνω κάτω. Μ’ άλλα λόγια… μέχρι τελικής πτώσεως των δυνάμεων και της υπομονής μου. Είχα γίνει ρεζίλι εν ολίγοις… Όσο για τις μαύρες γόβες, πάλι με κλωτσούσανε. Το κορμί μου πονούσε αφόρητα… Έτσι, η ιδέα της εκδίκησης ωρίμασε μέσα μου σαν καρπός έτοιμος για συγκομιδή.

Ήταν μιά νύχτα βροχερή. Οι αστραπές αυλάκωναν τον μαύρο ουρανό κι’ οι βροντές μ’ έκαναν να νοιώθω πως βρίσκομαι στα Καρπάθια…

Περίμενα πως από στιγμή σε στιγμή θα παρουσιαστεί μπροστά μου ένας αφηνιασμένος Δράκουλας και θα μου πιει το αίμα. Αντί όμως για το Δράκουλα, ξανάρθαν οι Βίσονες… ωχ συγγνώμη τα πολλά πόδια ήθελα να πω, τάραξαν ακόμα μια φορά το χουζούρι και την ησυχία μου κι’ ανέκριναν ξανά τις μαύρες γόβες. Κρύφτηκα, κρυφάκουσα – κουσούρι σε εξέλιξη – και για πρώτη φορά κατάλαβα τι ήθελε να κάνει το μοχθηρό πλάσμα που καθόταν στον καναπέ με το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο κι’ αράδιαζε ψέματα με τόση ευκολία. Προσπαθούσε να ενοχοποιήσει για το φόνο τον άντρα που φορούσε τα λατρεμένα μου αθλητικά παπούτσια κι’ αυτή να βγει λάδι. Ο δε τυπάς με τα μαύρα λουστρίνια υποστήριζε πως εκείνη την καταραμένη νύχτα, την είχανε περάσει μαζί. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου! Την πλησίασα με αποφασιστικότητα, στάθηκα δίπλα της άφοβα.

«Τα ξέρω όλα!» φώναξα μ’ όλη μου τη δύναμη! Δεν μ’ άκουσε. Συνέχισε να λέει τα δικά της, βάζοντας στη διήγησή της και λίγο πιπεράκι παραπάνω, για να τη νοστιμέψει κομμάτι και να γίνει πιο πειστική. Οι μαύρες γόβες, με κοίταζαν και γελούσαν ειρωνικά, αγκαλιασμένες με τα μαύρα λουστρίνια. Σήκωσα το κεφάλι και πυροβόλησα τη συγκάτοικό μου με το ρεβόλβερ της ματιάς μου, κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να της ξυπνήσω τις μάλλον ανύπαρχτες τύψεις της. Δεν πήρε στα σοβαρά την προειδοποίησή μου. Η δεξιά γόβα με το μεταλλικό σημάδι στη μύτη σηκώθηκε απειλητικά και με κλώτσησε ξανά, εκτελώντας μάλλον εντολές του αδίσταχτου θηλυκού που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τη σκαπουλάρει! Το μυτερό τακούνι χώθηκε σαν στιλέτο στο κορμί μου και μ’ έκανε να σφαδάζω απ’ τους πόνους! «Ως εδώ και μη παρέκει…» ούρλιαξα κι ας μη με κατάλαβε κανείς και πήρα τη μεγάλη απόφαση να εκδικηθώ!

Μ’ ένα σάλτο πήδηξα στη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι. Την ανέβηκα σε χρόνο μηδέν και βρέθηκα στη μικρή αποθήκη με το παλιό μπαούλο. Σκαρφάλωσα πάνω του και τράβηξα από μέσα το ματωμένο κόκκινο φουστάνι! Έσυρα το μοναδικό πειστήριο του εγκλήματος μέχρι το κεφαλόσκαλο και τ’ άφησα να κατρακυλήσει και ν’ απλωθεί στα σκαλοπάτια. Κανένας δεν το πρόσεξε. Τότε κι’ εγώ – κι εδώ δέχομαι συγχαρητήρια – έσπρωξα ένα μεγάλο κινέζικο βάζο που στόλιζε μια γωνιά του κεφαλόσκαλου… Έγινε χίλια κομμάτια! Με τον θόρυβο που προκάλεσε, βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της παράξενης ομήγυρης! Κρύφτηκα για να παρακολουθήσω τη συνέχεια από μακριά και προπαντός… ασφαλής…

Αυτός που ήταν πιο κοντά στη σκάλα, ανέβηκε τα δυό πρώτα σκαλοπάτια, για ν’ ανακαλύψει τον αίτιο της ζημιάς κι’ όπως ήταν φυσικό… πρόσεξε το κόκκινο φουστάνι. Έσκυψε, το μάζεψε και κατευθύνθηκε προς την οικοδέσποινα, πού’ χε γίνει κίτρινη σαν λεμόνι απ’ το φόβο της. Αντέδρασε ακαριαία!  Άρπαξε απ’ τα χέρια του το πειστήριο του εγκλήματός της κι’ άνοιξε την πόρτα, κάνοντας μια ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει. Ένα γκρι πανταλόνι που συνοδευόταν από ένα ζευγάρι μπορντώ καλογυαλισμένα παπούτσια, έκλεισε το δρόμο στις απεχθείς μαύρες γόβες, που τώρα τρέκλιζαν με τό’ να τακούνι σπασμένο προς μεγάλη μου ευχαρίστηση! Το κόκκινο φουστάνι έπεσε στο πάτωμα και ξεδιπλώθηκε. Το θέαμα που παρουσίασε, ζωγραφισμένο με το ξεραμένο αίμα του θύματος, τα μαρτύρησε όλα. Δε χρειάστηκαν άλλες εξηγήσεις. Εκείνο το βροχερό βράδυ, οι μαύρες γόβες, πού’ χαν δολοφονήσει άπονα τα άτυχα, γοητευτικά μπλε παπούτσια οδηγήθηκαν τη φυλακή! Το σπίτι σφραγίστηκε κι’ εγώ πήρα τους δρόμους να βρω καταφύγιο να ξεχειμωνιάσω. Τα βήματά μου μ’ οδήγησαν σε μια μικρή αυλίτσα, όχι πολύ μακριά απ’ τον τόπο του εγκλήματος και της τιμωρίας. Ανάμεσα σε δυό τριανταφυλλιές, είδα αραγμένα τα λατρεμένα μου αθλητικά παπούτσια! Εδώ είμαστε είπα, και πάρκαρα δίπλα τους, αφού… ως άκρως ζηλόφθονος νεαρά κυρία που είμαι, τα ’βαλα να μ’ ορκιστούν πρώτα πως δεν θα μ’ απατήσουν ξανά. Πέρασα καλά μαζί τους. Γίναμε ομάδα δυνατή, ανίκητη! Η ισχύς εν τη ενώσει που λένε… Όσο για το κρυμμένο μου αστυνομικό δαιμόνιο… άνθισε και καρποφόρησε κοντά του! Βρέθηκα στον έβδομο ουρανό. Άλλαξα… Μέλωσα… Ημέρεψα τόσο, που μια νύχτα κοίταξα ψηλά και γύρεψα το φεγγάρι να του μιλήσω και να συμφιλιωθώ μαζί του. Δέχτηκε πρόθυμα τη συγγνώμη μου… Ύστερα, πήρε ένα ύφος αυστηρό και τρυφερό μαζί. Ύφος μάνας που μαλώνει το παιδί της για το καλό του.

«Δεν ντρέπεσαι, ασυλλόγιστο κορίτσι;», είπε… «Δεν ξέρεις πως η εκδίκηση δεν είναι χριστιανική πράξη;»
«Δεν είμαι χριστιανή…», του απάντησα. «Δεν ανήκω σε καμιά θρησκεία. Μία μικρή – μικρή -, τρισχαριτωμένη γατούλα είμαι μόνο! Νιάου…»

ΤΕΛΟΣ

Books and Style

Books and Style