ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Υπάρχουν πολλά είδη μετάφρασης. Δεν επιθυμώ να αναφερθώ στην τεχνική, νομική, ιατρική και οικονομική μετάφραση που στηρίζονται σε σταθερές βάσεις με σαφώς καθορισμένες συντεταγμένες και συνισταμένες, χωρίς αυτό να τις καθιστά εύκολη δουλειά. Θα μιλήσω για την βασίλισσα της μετάφρασης, τη λογοτεχνική.
Η μεγαλύτερη πλάνη των ανθρώπων που δεν έχουν σπουδάσει μετάφραση, ή το αντικείμενό τους δεν είναι γλωσσικές και φιλολογικές σπουδές, αλλά επιχειρούν και αποτολμούν να μεταφράσουν, είναι ότι επειδή μιλούν και καταλαβαίνουν μία γλώσσα έχουν και την ικανότητα να μεταφράσουν από αυτήν. Σας εγγυώμαι ότι δε μπορούν να μεταφράσουν ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό. Ζητήστε τους να γράψουν πέντε σκέψεις τους στη γλώσσα που χρησιμοποιούν κάθε μέρα. Κατόπιν, ζητήστε τους να μεταφέρουν αυτές τις σκέψεις σε μια άλλη γλώσσα που θεωρούν ότι μιλούν καλά. Όποιος πιστέψει ότι το πέτυχε, είναι γιατί δεν έχει ιδέα από μετάφραση. Αδυνατώ να σας εξηγήσω πώς μου χρειάστηκαν μήνες για να μεταφράσω ένα ποίημα εμού της ιδίας (!) από τα γαλλικά προς τα ελληνικά. Μάλιστα. Ένα ποίημα που έγραψα εγώ η ίδια.
Φανταστείτε τώρα αυτό να πρέπει να το κάνει κανείς για το γραπτό κάποιου άλλου ανθρώπου. Να διαβάσει τις λέξεις και τις προτάσεις του, να καταφέρει να «πιάσει» το μήνυμα που αυτός ο άνθρωπος θέλει να περάσει πίσω από αυτές τις λέξεις και προτάσεις, χωρίς καμία σιγουριά ότι το μήνυμα που «έπιασε» συμπίπτει με εκείνο του συγγραφέα, και στη συνέχεια να το μεταφέρει σε μια άλλη γλώσσα. Πήδημα στο κενό με μόνο σχοινί τη γνώση. Και με μεγάλη εμπιστοσύνη στην ικανότητα αποκωδικοποίησης ενός κειμένου.
Είναι σα να θέλεις το άρωμα μιας γυναίκας να μυρίζει ακριβώς το ίδιο πάνω σε μια άλλη. Αδύνατον. Το αιώνιο ζήτημα που βασανίζει τους γλωσσολόγους και τους μεταφραστές ανέκαθεν είναι πώς να διατηρήσουν την αυτοτέλεια του μηνύματος. Μία φράση, μία λέξη, ένα «γύρισμα» της πρότασης μιλούν τη δική τους, συγκεκριμένη γλώσσα και λειτουργούν σαν ένα κλειστό κύκλωμα. Αν προκληθεί βλάβη σ’ ένα καλώδιο, είτε δε θα λειτουργήσει σωστά το κύκλωμα, είτε καθόλου. Και τι σημαίνει να λειτουργήσει σωστά το κύκλωμα; Ποια είναι αυτή η συγκεκριμένη γλώσσα; Μπορεί κανείς να περιγράψει με λέξεις τα γυρίσματα της φωνής ενός ηθοποιού πάνω στη σκηνή; Τη σημειολογία της κίνησής του;
Πώς περιγράφεται η τελειότητα αυτής της κίνησης με λέξεις; Πώς να μεταφράσεις έναν Καβάφη, έναν Χριστιανόπουλο, μια Δημουλά, έναν Πετρόπουλο;
Η αθάνατη Έλλη Λαμπέτη, σε κάποια θεατρική παράσταση, έκανε ατελείωτες πρόβες ώσπου να βρει τον τέλειο κατ’ εκείνη τρόπο να ανασηκωθεί όπως ήταν ξαπλωμένη σ’ έναν καναπέ για να σβήσει ένα κερί. Πώς περιγράφεται η τελειότητα αυτής της κίνησης με λέξεις; Πώς να μεταφράσεις έναν Καβάφη, έναν Χριστιανόπουλο, μια Δημουλά, έναν Πετρόπουλο;
Οπότε δε μιλάμε για περιγραφή ούτε για μεταφορά. Μιλάμε για δημιουργία. Ο μεταφραστής καλείται να ξαναγράψει το κείμενο. Καλείται να καταθέσει τη δική του προσωπική αποκωδικοποίησή του. Με σεβασμό στο πρωτότυπο από άποψη πολιτιστικού και πολιτισμικού περιεχομένου σύμφωνα με τον άγραφο κώδικα δεοντολογίας. Πρόκειται για μια τεράστια δημιουργική διαδικασία. Σε καμία περίπτωση αντικειμενική. Ακόμα κι αν συνεργάζεται με τον ίδιο τον συγγραφέα/ποιητή.
Να ξαναγράψεις ένα κείμενο που γράφτηκε σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, διαποτισμένο από τα ρεύματα και τις ανησυχίες της εποχής του αλλά και από τις πεποιθήσεις του δημιουργού του, και να το «φέρεις» στο σήμερα που βρίσκεσαι εσύ και η κοινωνία του αναγνωστικού κοινού που θα το υποδεχτεί, είναι τόσο συναρπαστικό όσο και δύσκολο. Αν το κείμενο έχει ήδη μεταφραστεί στο παρελθόν, έχεις κάπου να πατήσεις.
Μερικές γενιές αργότερα, κάποιος άλλος μεταφραστής, ή ίσως κι εσύ ο ίδιος που το μετέφρασες πριν από δεκαετίες, θα κληθεί(ς) να κάνει(ς) την ίδια δουλειά. Που ποτέ δε θα είναι η ίδια. Πάνω στο ίδιο κείμενο. Που ποτέ δεν είναι το ίδιο. Γιατί ο άλλος μεταφραστής δεν είναι ίδιος με σένα. Γιατί εσύ δεν είσαι ο ίδιος, ούτε η κοινωνία, ούτε ο κόσμος. Το ατέρμονο ταξίδι της γλώσσας…