ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ
Ο πολύ γνωστός σε όλους μας ηθοποιός Κώστας Σιμενός ξεκίνησε με σπουδές στις Οικονομικές και Πολιτικές επιστήμες, για να στραφεί στη συνέχεια στην υποκριτική τέχνη και στη συγγραφή. Έζησε στο Παρίσι τέσσερα χρόνια και παρότι είχε ενδείξεις για πολύ καλές προοπτικές, επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας. «Κουβαλάω μέσα μου εκείνη την περίοδο, και δεν θα κλείσει πότε για μένα αυτός ο φάκελος», αναφέρει ο ίδιος.
ΜΑΙΡΗ ΓΚΑΖΙΑΝΗ: Σπουδάσατε Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες, αλλά σπουδάσατε και την Υποκριτική Τέχνη. Τι σας ώθησε προς τη μια κατεύθυνση και τι προς την άλλη;
ΚΩΣΤΑΣ ΣΙΜΕΝΟΣ: Οι Οικονομικές και Πολιτικές επιστήμες δεν ήταν το άμεσο ενδιαφέρον μου, αν και ο τομέας της πολιτικής ως κοινωνική επιστήμη με απασχολούσε, και αποτέλεσε αργότερα αντικείμενο ανάλυσης για μένα. Όταν φοίτησα, αναζητούσα ακόμη αυτό που πραγματικά ήθελα. Για την ακρίβεια, να επιβάλω αυτό που ήθελα, διότι μέχρι ενός σημείου, η επιρροή των γύρω, σου προκαλεί μια σύγχυση. Μέσα μου χόρευαν οι εικόνες, κι ο κινηματογράφος με μάγευε. Όλο και περισσότερο ξεκαθάριζε η τάση να εκφραστώ. Κι αυτό άρχισε να εκδηλώνεται σιγά σιγά με διάφορες μορφές. Πρώτα ως ηθοποιός και στη συνέχεια γράφοντας. Αν και το γράψιμο φανερώθηκε πρώτα και πήρε ολοκληρωμένη μορφή όταν πήγα στη Γαλλία.
Μ.Γ.: Για τέσσερα χρόνια βρεθήκατε για σπουδές της δραματικής τέχνης στο Παρίσι. Πώς θυμάστε αυτά τα χρόνια;
Κ.Σ.: Στο Παρίσι πήγα για να μείνω οριστικά. Ήταν ακόμη χούντα, και όταν το γνώρισα δεν διανοήθηκα ποτέ ότι θα ξαναφύγω. Είχα βρει την πόλη μου. Με ενέπνεε, παρά τις τεράστιες δυσκολίες στην αρχή, διότι ούτε τη γλώσσα ήξερα, ούτε χρήματα είχα. Η περιπέτεια αυτή ήταν η σπουδαιότερη εμπειρία μου, και το καλύτερο σχολείο μου ως άνθρωπος και ως ηθοποιός. Έζησα πολλά όμορφα πράγματα και μου δόθηκαν μεγάλες ευκαιρίες να εξελιχθώ και να κερδίσω χρήματα, κυρίως στον τομέα του τουρισμού όπου εργαζόμουν τη μισή μέρα για να καλύπτω τα έξοδά μου. Ήταν σημαντικό για μένα που οι Γάλλοι με αποδέχτηκαν σαν έναν δικό τους, γιατί τους εντυπωσίασε η προσαρμογή μου και ο τρόπος που μάθαινα γρήγορα Γαλλικά. Αλλά και ως ηθοποιός, είχα ενδείξεις για πολύ καλές προοπτικές, αλλά όταν ήμουνα σχεδόν έτοιμος να χτυπήσω την πόρτα του χώρου με αξιώσεις, παρασύρθηκα από τη μαζική επιστροφή όλων των σημαντικών Ελλήνων, καλλιτεχνών και μη, μετά τη χούντα. Επέστρεψα ενάμισι χρόνο αργότερα, πιστεύοντας ουτοπικά ότι κάτι καλό θα ξεκίναγε στη χώρα μας. Αλλά και πάλι, δεν θα έφευγα, αν στην άκρη του μυαλού μου δεν υπήρχε η σκέψη, ότι θα κινούμε ανάμεσα σε Αθήνα και Παρίσι. Όμως, αυτό δεν έγινε, διότι οι συνθήκες δεν ήταν όπως τις υπολόγιζα. Σημασία έχει ότι κουβαλάω μέσα μου εκείνη την περίοδο, και δεν θα κλείσει πότε για μένα αυτός ο φάκελος.
Μ.Γ.: Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, πρωταγωνιστήσατε στον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση. Πόσες χαρές και πόσες λύπες έχετε εισπράξει;
Κ.Σ.: Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Αν και οι απογοητεύσεις ήταν πολύ περισσότερες, οι χαρές ήταν πιο δυνατές. Κυρίως, διότι έτυχα της αναγνώρισης και της εκτίμησης των ανθρώπων που ήθελα, με τον τρόπο που ήθελα, τόσο μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο, όσο και στο κοινό. Θα μπορούσα ένα μεγάλο διάστημα να εξασφάλιζα πολλά και να κέρδιζα πολλά αν έπαιρνα φόρα και έκανα τα πάντα… Αλλά αυτό δε μ’ ενδιέφερε. Δεν ήταν η κενοδοξία που με έκανε ηθοποιό, αλλά το να ικανοποιήσω τις ψυχικές και πνευματικές μου ανάγκες, κι αυτό είναι μια πολυτέλεια που δεν ανέχεται ο χώρος, ακόμη και το περιβάλλον σου. Πρέπει να μάθεις πρώτα να ελίσσεσαι, πριν μάθεις να παίζεις, να γράφεις ή ό,τι άλλο…
Μ.Γ.: Τι πιστεύετε για την υπάρχουσα κατάσταση γύρω από το θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο στη σημερινή περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα;
Κ.Σ.: Το θέατρο, σε πείσμα της κρίσης, έχει αξιόλογα πράγματα να επιδείξει. Πάντα είχε, διότι οφειλόταν στις προσπάθειες των ηθοποιών, σε δύσκολες περιόδους, να διατηρήσουν ζωντανό το όνειρό τους, παίζοντας με ελάχιστη ή και καθόλου αμοιβή. Άλλωστε το θέατρο είναι το σπίτι του ηθοποιού. Η τηλεόραση, κυρίως η ιδιωτική, συνεχίζει να αναπαράγει διάφορες «χαριτωμενιές» και survivor, σαν ξαναζεσταμένο φαΐ. Ένα είδος «φασόν». Με την κρίση πιστέψαμε ότι θα γινόταν ένα «ξεκαθάρισμα», αλλά γρήγορα φάνηκε πως είναι μια ουτοπική επιθυμία να επαφίεσαι στη λογική στη χώρα μας. Πού και πού ξεχωρίζει κάτι. Η κρατική τηλεόραση, η οποία θα έπρεπε να πάρει τα ηνία και να κάνει αξιόλογες δραματοποιημένες παραγωγές δίνοντας δουλειά και στον καλλιτεχνικό κλάδο που μαστίζεται από την ανεργία, μόνο «προσκλήσεις ενδιαφέροντος» για προτάσεις προκηρύσσει, και μετά τις πετάει στο καλάθι, ενώ ακούμε συχνά τα ίδια και τα ίδια ονόματα να παίζουν στο παρασκήνιο. Πρέπει να λέμε αλήθειες αν θέλουμε κάτι να αλλάξει. Εδώ και χρόνια το καλλιτεχνικό πρόγραμμα συρρικνώθηκε σχεδόν στο 0%, και μόνο επαναλήψεις έχουμε. Φταίνε πολλά, κι ο ίδιος ο κλάδος που δεν διεκδίκησε δια του σωματείου το μερίδιο που δικαιούται στο πρόγραμμα της ΕΡΤ.
Ο κινηματογράφος είναι μια πολύ σπουδαία υπόθεση, που είχε αγνοηθεί και είχε αφεθεί στην τύχη του, ενώ το κέντρο εξυπηρετούσε ημέτερους. Πρέπει να δοθούν ισχυρά κίνητρα και να υπάρξουν αναπτυξιακά κριτήρια για να βγούμε από τη θεματική εσωστρέφεια. Να σπάσουμε τα σύνορα, τώρα που και οι επιτυχίες του Γιώργου Λάνθιμου δίνουν μια αισιοδοξία, αλλά όχι μιμούμενοι αυτόν. Ευτυχώς, κάτι πάει να κινηθεί στο τομέα των ξένων παραγωγών, γιατί έχουμε χάσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια από τις εμμονές της γραφειοκρατίας και της φορολογίας. Αν καταλάβαιναν οι κυβερνώντες πόσο επικερδής για τη χώρα είναι ο τομέας αυτός αλλά και γενικά ο πολιτισμός, θα ήταν στις πρώτες προτεραιότητες, κι όχι μόνο στα λόγια. Απλά, δεν έχουν αντιληφθεί την ουσία αυτής της υπόθεσης και νομίζουν ότι είναι ένα περιττό έξοδο. Αν πληρώνεις πανηγύρια, ναι είναι…
Μ.Γ.: Γράφετε μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά και τηλεοπτικά σενάρια. Τι σας ώθησε προς τη συγγραφή;
Κ.Σ.: Μια εσωτερική ανάγκη να περιγράψω αυτό που γεννούσε η φαντασία μου από παιδί, και έβγαινε ως εικόνα. Ακόμη και μια αντίδραση στην υποκρισία που μας περιστοιχίζει. Αργότερα, οι εικόνες άρχισαν να γίνονται ιδέες και ιστορίες που ήθελαν να εκφράσουν κι ένα τρόπο σκέψης. Έτσι, έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα στο Παρίσι, και μετά εδώ, το πρώτο θεατρικό μου έργο που πήρε κρατικό βραβείο. Η συνέχεια περιείχε όλα αυτά που αναφέρετε, αλλά και άρθρα σε εφημερίδες και μπλογκ, όπως και διασκευές από τη Μυθολογία.
Μ.Γ.: Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο σας «Καταφύγιο στη βροχή». Ο τίτλος είναι πραγματικός ή συμβολικός;
Κ.Σ.: Και τα δύο. Παίρνει αφορμή από ένα γεγονός της αφήγησης, για να επεκταθεί στον συμβολισμό που ήθελα να δώσω, και που το ίδιο το μυθιστόρημα εμπεριέχει. Ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται όσο προχωράει η ιστορία και φτάνει στο τέλος. Ο συμβολισμός υπάρχει και στην αποτυπωμένη φράση των τίτλων «Σκέψη μου αχαλίνωτη, κιβωτός της ψυχής μου».
Μ.Γ.: Ο ήρωας του βιβλίου σας είναι συγγραφέας. Κατά πόσο έχετε ταυτιστεί μαζί του ή εκείνος μαζί σας;
Κ.Σ.: Κατά ένα μέρος, μπορώ να πω ότι υπάρχει αυτή η αμφίδρομη σχέση, αλλά όχι με την έννοια της ταύτισης, κυρίως της επιρροής. Άλλωστε, όλοι σχεδόν οι συγγραφείς εκφράζουν μέσα από τους ήρωές τους τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν αυτοί τον κόσμο. Και είναι ένα πόνημα που προκύπτει μετά από βαθιά ανάλυση, ανάλογη με τις αντιλήψεις και την ικανότητα του συγγραφέα, να πει πράγματα, κι όχι απλά να αφηγηθεί επιθυμίες.
Μ.Γ.: Ποια δική σας συγγραφική συνήθεια «δανείστηκε» ο ήρωάς σας;
Κ.Σ.: Δεν θα την έλεγα ακριβώς «συνήθεια», αλλά περισσότερο στάση ζωής ή φιλοσοφία. Για τους πολλούς η φιλοσοφία είναι μια σπαζοκεφαλιά που ανήκει στο χώρο της θεωρίας και δεν τους αφορά, αλλά δεν έχουν καταλάβει ότι είναι η πιο ρεαλιστική στάση απέναντι στην ουσία της ζωής, που αλλοιώνεται καθημερινά σκόπιμα για να είναι ελεγχόμενη. Ως συγγραφική συνήθεια, θα ανέφερα στην προκειμένη τη μοναχικότητα και την ανεξαρτησία.
Μ.Γ.: Ο ήρωάς σας, Ανταίος, εμπνέεται από μια γυναίκα και γράφει ένα μυθιστόρημα. Εσάς, τι σας ενέπνευσε την ιστορία του βιβλίου;
Κ.Σ.: Κάθε βιβλίο μπορεί να είναι ένας ύμνος, μια καταγγελία, μια διαμαρτυρία, ένα ταξίδι ή και όλα μαζί… Στο μυαλό μου υπάρχει πάντα η πεποίθηση πως ο έρωτας είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σκλαβώσει ή να ελευθερώσει, κάνοντας επανάσταση σε κάθε μορφή ανθρώπινης καταπίεσης και βίας. Όπως κι ο φόβος είναι το αλάνθαστο μέσο καθολικής επιβολής στον άνθρωπο. Αυτό ήθελα να δείξω, και μέσα σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκε η ιστορία, και τα πρόσωπα. Κι όσο προχωρούσα, τόσο βάθαινα μέσα τους.
Μ.Γ.: Υπάρχουν βιογραφικά ή βιωματικά στοιχεία στο βιβλίο σας;
Κ.Σ.: Ως προς το μύθο και τα πρόσωπα, όχι. Ως προς τις σκέψεις και τις θέσεις των ηρώων, ναι, υπάρχουν στοιχεία από την βιωματική εμπειρία μου. Αυτό άλλωστε είναι και το υλικό του κάθε συγγραφέα. Αυτή η εμπειρία ως αιτιατό είναι που μου επιτρέπει να μπαίνω στοn ψυχισμό τους. Θα προσθέσω ότι υπάρχει και μια συνειδητή επιρροή από το Παρίσι, που έχει διαμορφώσει ένα μέρος της αισθητικής μου.
Μ.Γ.: Το ανατρεπτικό τέλος υπήρχε εξ αρχής στη σκέψη σας ή το «απαίτησαν» οι ήρωές σας;
Κ.Σ.: Όχι, δεν υπήρχε από την αρχή. Άρχισε να το γεννάει η εξέλιξη της ιστορίας και των ηρώων της μέσα σε αυτή. Κάποιες φορές ξαφνιάζει και μένα αυτό που συμβαίνει, και τότε αισθάνομαι μια ικανοποίηση, σαν κάθαρση.
Μ.Γ.: «Κι έπειτα, πώς γίνεται να ζεις μ’ αυτό που δε θέλεις, επειδή το θέλουν οι άλλοι;» ρωτάτε σ’ ένα σημείο του βιβλίου. Ποια απάντηση δίνετε εσείς;
Κ.Σ.: Την ίδια απάντηση που δίνει η παράλογη πραγματικότητα. Αυτή που έχει διαμορφωθεί έντεχνα γύρω από τον άνθρωπο, ως λογική, και τον σφίγγει σαν μέγγενη, ώστε να μην λειτουργεί με τη δική του ελεύθερη βούληση, αλλά καθ’ υπαγόρευση άλλων εξουσιών, κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτικών. Ελάχιστοι τόλμησαν να ακολουθήσoυν τη θέλησή τους αδιαφορώντας για το κόστος. Αυτοί ίσως, είναι και οι τελευταίοι ευτυχισμένοι…
Μ.Γ.: «Δεν θα μπορούσε να ξέρει τι γίνεται στην ψυχή μιας γυναίκας, όσο καλός συγγραφέας κι αν ήταν», γράφετε σε κάποιο άλλο σημείο. Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να προσεγγίσει ένας άντρας συγγραφέας την γυναικεία ψυχοσύνθεση ή αντίστοιχα μια γυναίκα συγγραφέας την αντρική;
Κ.Σ.: Είναι δύσκολο αλλά ξέρετε, οι συγγραφείς που καταφέρνουν να το προσεγγίσουν αυτό είναι εκείνοι που έχουν την ικανότητα να βαθαίνουν στον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι σαν να βαθαίνουν ταυτόχρονα και στους άλλους, γυναίκες και άνδρες. Μετράει πολύ ο πλούτος των εμπειριών, και πόσο κανείς έχει αναπτυγμένο το διαισθητικό ένστικτό του, σε συνδυασμό με την αντίληψή του για τα πράγματα. Πόσο ανοιχτός είναι να δεχτεί και να εξετάσει αυτά που το «εγώ» του απορρίπτει. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι σαν μια πληγή που ρέει συνεχώς. Κατά τεκμήριο, η γυναίκα είναι πιο πολύπλοκη αλλά και πιο ευάλωτη στην ανάγνωση της αντιφατικότητας της φύσης της. Συχνά αυτή η αντιφατικότητα εξαπατά και την ίδια, εκτός από τον άλλον.
Μ.Γ.: «Η έντονη σχέση τους, χωρίς αύριο, γίνεται σιγά σιγά μοιραία, σχεδόν μεταφυσική. Το φινάλε τους περιμένει δραματικό. Θα αντέξουν;» ρωτάτε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Σύμφωνα με τις καταστάσεις και τα γεγονότα, είχαν τα περιθώρια να αντέξουν;
Κ.Σ.: Η ανθρώπινη φύση έχει την αντοχή και την ικανότητα ακόμα και για την υπέρβαση, αλλά συνήθως γίνεται θύμα των αδυναμιών της. Ο συγγραφέας παλεύει και με τα δύο, αλλά μπορεί να οδηγηθεί μέσα από τους χαρακτήρες και την ψυχική τους κατάσταση και πέρα από τα όρια, όπως συμβαίνει στις τραγωδίες. Να τους φτάσει, ίσως, σε ακραίες καταστάσεις για να προκαλέσει το σοκ που θα φέρει τη μεταμόρφωση.
Μ.Γ.: «Εν τέλει, ποια είναι η πραγματικότητα που μας καθορίζει;» ρωτάτε πάλι στο οπισθόφυλλο. Ποια είναι η δική σας απάντηση;
Κ.Σ.: Δεν υπάρχει οριστική απάντηση σε αυτό, και δεν θα ήθελα να προδώσω αυτή που υπονοεί η σύντομη περίληψη στο οπισθόφυλλο για τους βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος. Πιστεύω όμως ότι όλα συντελούνται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο μυαλό του ανθρώπου, πολύ πριν συμβούν.
Μ.Γ.: Αφού σας ευχαριστήσω και σας ευχηθώ καλοτάξιδο το βιβλίο σας, θα σας ζητήσω να βάλετε τον επίλογο αυτής της συνέντευξης με μια αγαπημένη σας φράση μέσα από το βιβλίο.
Κ.Σ.: Θα πω μια φράση που λέει ο Ανταίος, κάνοντας αναφορά στο παιδικό παραμύθι: «Είναι η πρώτη γοητευτική αλήθεια που ακούμε πριν τη σκοτώσουμε…». Σας ευχαριστώ πολύ.
*Το βιβλίο «Καταφύγιο στη βροχή του Κώστα Σιμενού, κυκλοφορεί από την Άνεμος εκδοτική.
Βιογραφικό
Ο Κώστας Σιμενός είναι ηθοποιός, συγγραφέας και σεναριογράφος. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου. Παρακολούθησε, επίσης, μαθήματα δραματικής τέχνης στο Παρίσι, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, πρωταγωνίστησε στο θέατρο, στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο σε πολλά αξιόλογα έργα και σειρές, Ελλήνων και ξένων συγγραφέων (Έλλιοτ, Ίψεν, Ο Νηλ, Καραγάτση, Βενέζη κ.ά.).
Το 1984 κέρδισε κρατικό βραβείο για το θεατρικό έργο του «Ένα δωμάτιο ευκαιρίας», που παίχθηκε στο θέατρο και στο κρατικό ραδιόφωνο. Έκτοτε, μέχρι σήμερα, έγραψε πολλά σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Δύο απ’ αυτά, η «Χειμερινή έξοδος» και «Οι επαγγελματίες» έγιναν τηλεοπτικές σειρές και παίχθηκαν στην ΕΡΤ και το MEGA αντίστοιχα, ενώ «Το τελευταίο 24ωρο» έγινε ταινία.
Διασκεύασε, για την Fm Records, την «Οδύσσεια» για παιδιά σε έξι τόμους καθώς και άλλους δέκα τόμους με ιστορίες ηρώων της ελληνικής μυθολογίας. Έχει αρθρογραφήσει σε εφημερίδες και blogs με θέματα κοινωνικού και πολιτιστικού περιεχομένου.