ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Ένα βιβλίο πρόσκληση στον έρωτα. Κάθε σελίδα, μία μοναδική μελωδία αγάπης.

Για μια ακόμη φορά η Μαίρη Γκαζιάνη μας εντυπωσιάζει με το γράψιμό της, μας προσκαλεί με τις ερωτικές μελωδίες στα «Πλήκτρα της σιωπής» της, να την ακολουθήσουμε σε ένα μαγικό ταξίδι στο Αιγαίο. Σε εκείνες τις διάφανες αιγαιοπελαγίτικες ελύτειες μορφές, που θαρρείς πως γεννιούνται από τη θάλασσα μέσα στη θάλασσα, ταξιδεύουν «με μπουνάτσες και μποφόρια», τραγουδούν τον έρωτα και ξέρουν να γλεντούν την κάθε στιγμή αυτής της σύντομης ζωής μας.

Η συγγραφέας, πιστή στη γλυκιά εμμονή της με τον έρωτα, τον απόλυτο και ακατάλυτο έρωτα, κεντά στην ψυχή και το μυαλό μας συναισθήματα και σκέψεις, πλέκει το μύθο της, γνωρίζοντας καλά τη δύναμη της τέχνης της.

Με τη νεοδιόριστη φιλόλογο Αλέξια, ένα κορίτσι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας της Αθήνας, που αποδέχεται τον διορισμό της στο δημόσιο, αποφασισμένη να στηριχθεί στον εαυτό της, η Μαίρη μάς εισάγει από τις πρώτες σελίδες στα προβλήματα των νέων εκπαιδευτικών και τις δυσκολίες του λειτουργήματος και του έργου που καλούνται να επιτελέσουν σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας. Στις δυσκολίες προσαρμογής στο νέο περιβάλλον, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των μαθητών τους, στην υπέρβαση του ίδιου του εαυτού τους, στην ανάληψη πολυσύνθετων ρόλων, προκειμένου να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους, με μοναδικό εφόδιο την αγάπη τους για τα παιδιά και το λειτούργημά τους.

Έτσι και η δική της ηρωίδα ταξιδεύει με την αθώα και άδολη νεότητά της και τις σκέψεις και τα όνειρα στις αποσκευές της γι’ αυτό το μικρό νησάκι που πρώτη της φορά θα έβλεπε.

Ένας ανδρικός άγνωστος ώμος τη φιλοξενεί για λίγο αποκοιμισμένη πάνω στο καράβι και δυο γαλάζια μάτια αποτυπώνονται στην οθόνη του μυαλού της, καθώς αμήχανη ζητά συγγνώμη από τον γοητευτικό άνδρα. Μονάχα που δεν ξέρει ότι αυτόν τον άνδρα και με δική του πρωτοβουλία και σύμμαχό του την ευαίσθητη και γλυκιά νησιώτισσα Βαΐτσα θα συναντήσει και πάλι στο νησί, για να γίνει το καταλυτικό σημείο αναφοράς της…

Ανάμεσά τους τώρα πια τυλίχτηκαν σκιές. Και αυτές οι σκιές δεν φεύγουν

Η πλοκή ρέει, ξεκλειδώνοντας, για μας ιδιαίτερα τους εκπαιδευτικούς, μνήμες από κάποιο πραγματικό άγονο μικρό νησάκι, μια παραμεθόριο περιοχή, κάπου σε μια γωνιά της Ελλάδας. Καταφέρνει με λέξεις και εικόνες να μας συνδέσει ξανά με αυτά τα μάτια τα παιδικά, αγνά και καθάρια σαν της θάλασσας και των ποταμών τα πρασινογάλαζα νερά, μάτια που λένε τόσα όσα δεν τολμά το μικρό τους στόμα.

Μας φέρνει στο νου τα μάτια μιας κλειστής κοινωνίας που παρατηρούν διακριτικά αλλά και αδιάκριτα πολλές φορές κάθε πτυχή της προσωπικής μας ζωής, που σχολιάζουν καλοπροαίρετα και κακοπροαίρετα, που κρίνουν και επικρίνουν, δεμένοι στις προκαταλήψεις που ταλανίζουν ακόμη και τους μορφωμένους, με το δικαιολογημένο ίσως άλλοθι του παιδαγωγικού μας ρόλου και της ηθικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους.

Έτσι και η Αλέξια, μετά τις πρώτες δυσκολίες εγκατάστασης και την σταδιακή προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, κοινωνικό και εργασιακό, και κάτω από εκείνα τα αδυσώπητα μάτια, εκτελεί τα καθήκοντά της ευσυνείδητα και διδάσκει τα μαθήματα της ειδικότητάς της. Όμως η Μοίρα καραδοκεί. Και θα πέσει στην παγίδα που στήνει στο γλυκό αυτό κορίτσι που νιώθει έντονη την ανάγκη να μοιραστεί τη μεγάλη και άδολη αγάπη της ψυχής της με τους συναδέλφους, τους μαθητές και τους κατοίκους του νησιού.

Την προσοχή της θα αποσπάσει από την πρώτη στιγμή ένας μαθητής της, διαφορετικός από τους άλλους. Ο μικρός Παύλος, μοναχικός και απόμακρος μέσα στο πλήθος των παιδιών, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα οικονομικό. Το πρόβλημα βρίσκεται στην ψυχή του, από τότε που η μητέρα του πέθανε και γι’ αυτόν τον θάνατο κατηγορήθηκε ο ίδιος του ο πατέρας, ο Νικολάι, που ζει απομονωμένος στην κορυφή του λόφου. Ο διάσημος συνθέτης που με τα μαγικά του πλήκτρα μαγεύει την Αλέξια. Και ξεκινά, μαγνητισμένη από αυτή τη θεσπέσια μουσική, την ανάβαση προς το σπίτι του λόφου, για να συναντήσει τον μεγάλο έρωτα και τη Μοίρα της.

«Κανείς δεν ερωτεύεται με το όνομα, άλλη είναι η πηγή που κάνει την καρδιά να χτυπά σαν δαιμονισμένη, το μυαλό να παραλογίζεται και το σώμα να παραλύει. Ο έρωτας πιάνεται από τα μάτια για να τρυπώσει στο μυαλό και να καταλήξει στην καρδιά. Στην περίπτωση της Αλέξιας είχε πιαστεί από τα αυτιά…»

Η Αλέξια, μη γνωρίζοντας στην αρχή ποιος είναι ο Νικολάι που ερωτεύθηκε, αποφασίζει να πράξει αυτό που χιλιάδες εκπαιδευτικοί καθημερινά πράττουν. Να βοηθήσει τον μικρό μαθητή της, υποσχόμενη στον εαυτό της ότι θα τον δει να χαμογελάει, όταν πια θα φύγει από το νησί στο τέλος του έτους, έχοντας βαθιά την πεποίθηση πως η καλύτερη θεραπεία για την περίπτωσή του, για κάθε περίπτωση σαν αυτή «είναι η άδολη και ειλικρινής αγάπη».

Κυρίαρχη σ’ αυτόν τον καμβά η ερωτική ιστορία ανάμεσα στην ηρωίδα μας και τον Νικολάι. Και πάλι η Μαίρη γητεύτρα του συναισθηματικού μας κόσμου, μάς προσκαλεί να συνωμοτήσουμε και να ονειρευτούμε σε μια ιστορία που μόνο σε παραμύθια πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να συμβεί.

Να περπατήσουμε μαζί στα στενά πλακόστρωτα νησιώτικα δρομάκια, στον ανηφορικό δημόσιο δρόμο προς την κορυφή του λόφου. Στο μικρό νησί, όπου όλα γίνονται γνωστά, όλα είναι σε ένα διαρκές στόχαστρο και συνεχώς κατακριτέα, αφού αδυνατεί το απαίδευτο μυαλό να τα εξηγήσει. Η νεαρή καθηγήτρια μόνη μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον που εξελίσσεται σε εχθρικό στο τέλος προσπαθεί να μην χάσει την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό της, παλεύοντας αρχικά να κρατήσει μυστικό αυτό τον έρωτα που ήλθε να την κυριεύσει πάνοπλος μέσα από το άκουσμα της μουσικής του μελωδίας.

Άλλωστε ό,τι και να κάνει, όσο και να αντισταθεί, η Μοίρα, στην οποία φαίνεται να πιστεύει βαθιά η συγγραφέας, όπως άλλωστε και ο μέγας τραγικός μας Σοφοκλής, είναι πανίσχυρη. Η πορεία έχει προδιαγραφεί. Και όταν πια τα πράγματα παίρνουν το δρόμο τους, όταν ο έρωτας απλώνεται σε κάθε γωνιά αυτού του σπιτιού και σε κάθε κύτταρό τους, έρχεται η αλήθεια.

Και πληγωμένη αποδρά. Από εκείνον. Απ’ εκείνη. Από τη Μοίρα.

Για να ξαναγυρίσει.

Απρόσμενο το τέλος του έργου. Ανατρεπτικό.

Θυμωμένος σαν μικρό παιδί, σαν ένας μικρός μαθητής που δεν του άρεσε το τέλος της ιστορίας που του διηγήθηκες και σιωπηλά ή κραυγαλέα απαιτεί να το αλλάξεις, θέλεις κι εσύ να αρπάξεις από την Άτροπο το χρυσό της ψαλίδι και να αφήσεις το νήμα να κυλά αδιάκοπα κάτω από το αδράχτι.

Να γράψεις εσύ το δικό σου τέλος της ιστορίας και των ηρώων της.

Αλλά η Μαίρη μάς χαμογελά. Με εκείνο το βλέμμα και την ηρεμία εκείνου που ξέρει.

Γιατί η συμβίωση τώρα πια είναι καταδικασμένη.

Ιερό και σεπτό, το ακατάλυτο της δημιουργίας της ζωής σύμβολο, το «δύο» σε εκείνες τις «καρμικές αγάπες που δεν τελειώνουν ποτέ»

Η αγάπη πληγώθηκε. Η εμπιστοσύνη χάθηκε.

Ανάμεσά τους τώρα πια τυλίχτηκαν σκιές. Και αυτές οι σκιές δεν φεύγουν, παρά μονάχα αν ένας από τους δύο τις ακολουθήσει.

Και προτιμά τη φυγή. Ταυτόχρονη, μεταφυσική, απρόσμενη φυγή.

Με την ελπίδα μόνο να χαμογελά στο πρόσωπο ενός μωρού που φέρνει τη ζωή μέσα από το θάνατο. Την ελπίδα της συνέχειάς τους μέσα από τον καρπό του μεγάλου και ακατάλυτου έρωτά τους.

Και τα «Πλήκτρα της σιωπής» της γίνονται κραυγή για κάθε γυναίκα ή άνδρα που αγάπησε δυνατά αλλά δεν το έζησε. Από δικό τους ή άλλων φταίξιμο, από της Μοίρας τα σχέδια, δεν έχει σημασία. Είναι τα πλήκτρα της σιωπής κάθε ψυχής που λαχταρά να ζήσει ό,τι ονειρεύτηκε, να αγαπήσει και να αγαπηθεί με εκείνο τον έρωτα που «δεν πολλαπλασιάζεται ούτε διαιρείται», αλλά μένει απόλυτα πιστός στο άγιο «δύο».

Ιερό και σεπτό, το ακατάλυτο της δημιουργίας της ζωής σύμβολο, το «δύο» σε εκείνες τις «καρμικές αγάπες που δεν τελειώνουν ποτέ», που «στο χρόνο γυρνάνε» και ξανάρχονται σε μία άλλη ζωή, με άλλο πρόσωπο μα με την ίδια ψυχή, στο παρελθόν το παρόν και το μέλλον.

Μαίρη Γκαζιάνη, σε ευχαριστούμε για την δική σου μελωδική προσφορά στην τέχνη, για τη δική σου ευαίσθητη παρουσία. Καλοτάξιδα τα πλήκτρα και οι μελωδίες τους στις καρδιές όλων όσοι αγάπησαν και θα αγαπήσουν δυνατά και απόλυτα. Στην ίδια την αγάπη…

* Το μυθιστόρημα «Τα Πλήκτρα της Σιωπής» της Μαίρης Γκαζιάνη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια.

Books and Style

Books and Style