ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ

Θάψε τις ζωές…

Θάψε τις ψυχές…

Θάψε τα όνειρα…

Θάψε τους αγώνες…

Θάψε τους κόπους…

Θάψε το μέλλον μου…

Ψυχρά, αναίσχυντα, άπονα, εγκληματικά, απροκάλυπτα και προαποφασισμένα κι εγώ ας χάθηκα, ας εξαερώθηκα, ας έσβησα μέσα στα καζάνια της κόλασης της φωτιάς μέχρι να τελειώσει το μαρτύριο μου και να πεθάνω σαν μάρτυρας.

Κι ύστερα, σαν μνημόσυνο και υστερόγραφο στο έγκλημά μου, επειδή έτυχε να βρίσκομαι και να ζω στο Μάτι εκείνο το απομεσήμερο του λάβρου Ιούλη-ή όπου αλλού η τραγωδία παραμονεύει κι ο άνθρωπος σαν μόνη ελπίδα έχει πια του συνανθρώπου του τη βοήθεια για να σωθεί- να παίζετε παιχνίδια εξουσίας πάνω από τα καρβουνιασμένα πτώματα το δικό μου και των παιδιών μου.

Κι αν τύχει να ζητήσω το δίκιο μου;

Κι αν τύχει να απαιτήσω την αλήθεια, τι;

Θρασύτατες  απειλές χωρίς συγκάλυψη, χωρίς αιδώ, χωρίς φόβο έκθεσης.

Τους έχουν όλους του χεριού τους.

Υφιστάμενους και υπεύθυνους ανεύθυνους.

«Θα σου ανοίξομε τα καπούλια.

Με ποιον θα τα βάλεις;

Και ποιος είσαι που θα πας κόντρα;

Σε περιμένει η Σάμος, η Χίος η Σκιάθος, η Λέσβος. Κι εκεί που η φωτιά παραμονεύει κι είναι ο εφιάλτης του καλοκαιριού, εναέρια βοήθεια μη περιμένεις.

Θυμάσαι τι έγινε στα Κύθηρα και στη Μάνη;

Τα ίδια θα πάθεις με τον Τάδε και τον Δείνα.

Πόσα χρόνια θες για σύνταξη;  Τόσα χρόνια θα γυρίζεις την άγονη γραμμή για να μάθεις ποιος είναι απάνω-απάνω».

Όσο για μένα και για το σπιτάκι μου, όπου πάω να πάρω αγέρα καθαρό και να κάνω τα μπάνια μου γαία πυρί μοιχθήτω, αφού  έτυχε να είναι τριγυρισμένο με πεύκα.

Εκείνο, λέω το αυθαιρετάκι που χιλιοπλήρωσα νόμιμα και παράνομα για  να το αποκτήσω. Αυτό που το ονειρευόμουνα χρόνια και ξέρανα το σκατό μου για να το τελειώσω, ας καώ  μαζί του στην επόμενη πυρκαγιά μια κι ο άρχοντας που διάλεξα να μας υπηρετεί και να μας προστατεύει έλειπε διακοπές κι ο άλλος που είχε διαλέξει ο γείτονάς μου γιατί να μπει στον κόπο να κάνει κάτι τώρα αφού οι εκλογές είναι μακριά ακόμη;

Κι εγώ, ο αδιόρθωτος, τους χειροκροτώ, μαλώνω με τον γείτονα και τον αδερφό μου για να τους στηρίξω. Τους βάζω σε κάθε περίπτωση μπροστά-μπροστά στους «επισήμους» και τους καμαρώνω. Τους σέβομαι, ακούω τις υποσχέσεις τους, υπακούω σ’ όσα αποφασίζουν και τους πληρώνω κι από πάνω, εκείνους κι όσους τον διαδέχονται κληρονομικώ δικαιώματι.

Κι εγώ, εν τω μεταξύ, «καίγομαι»…Καίγονται και τα παιδιά μου και θα καίγονται και τα εγγόνια μου, οι κόποι και τα όνειρά μου, όσο αυτοί θα «παίζουν τα παιχνίδια εξουσίας » που εγώ του επέτρεψα.

Τώρα ποιος και τι θα μου απαντήσει πάνω σ’ αυτά;

Πρέπει ή δεν πρέπει να κάνω υπομονή και να ζω μέσα στο βόθρο τους για να αισθάνομαι ασφαλής;

Γιατί, λένε, με δική μου πρωτοβουλία κυβερνώμαι από αυτούς που διάλεξα και μου μοιάζουν γι αυτό τους προτιμώ.

Ε…λοιπόν όχι… Χίλια όχι…

Θάψτε με…

Καλύτερα θάψτε με κι εμένα και τις προτιμήσεις μου για να μην ξαναζήσει εφιάλτες και κόλαση ο γείτονάς μου που μένει ξάγρυπνος τρέμοντας μια επανάληψη, όσο οι άλλοι, οι «εκλεκτοί  εκλεγμένοι» παραθερίζουν νίπτοντας τας  χείρας τους με συνείδηση μαρμάρου.

Θάψτε με επιτέλους μαζί με τις ανοχές μου.

Books and Style

Books and Style