ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ: CHRISTOS XENITOPOULOS

«Το Κουρτιανάκι μου», μου λέει τρυφερά η Χριστίνα Αλεξανιάν κάθε φορά που αναφέρεται στην ηρωίδα της παράστασής της, «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν», και μέσα από αυτή τη λέξη αποκαλύπτεται όλη της η αγάπη για εκείνη τη γυναίκα που την ενέπνευσε και όλη της η στοργή για το κορίτσι που στην πιο τρυφερή του ηλικία, έζησε τον ξεριζωμό από την πατρίδα του και βίωσε τον πόνο σε όλο του το μεγαλείο. Για την Ανζέλ που μέσα από την ιστορία της, σπρώχνει τη Χριστίνα να μεταμορφωθεί μαζί της και να γίνει παιδί. Ένα παιδί που παρόλο τον πόνο, έχει την μαγική ικανότητα να συνεχίζει να παίζει και να γελά.

ΓΕΡΑΚΙΝΑ ΜΠΟΥΡΙΚΑ: Χριστίνα, όποιος ξεχνάει το παρελθόν του είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει;

Γερακίνα Μπουρίκα και Χριστίνα Αλεξανιάν

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΙΑΝ: Κοίταξε. Εγώ είμαι υπέρ του να θυμόμαστε από πού ξεκινήσαμε. Όλοι. Πάνω στα λάθη του παρελθόντος χτίζουμε πάντα ένα καλύτερο μέλλον. Μέσα από τα λάθη και τη μνήμη του παρελθόντος προχωράμε. Το εννοώ πραγματικά. Η τέχνη εκτός από το να τέρψει την ψυχή του θεατή, οφείλει να επισημαίνει και τα λάθη του παρελθόντος. Όχι για να εκδικηθεί μέσα από το μέλλον το παρελθόν, αλλά για να υπογραμμίσει τα λάθη και να μην ξαναγίνουν.

Γ.Μ.: Θα σου ζητήσω αρχικά την ιστορία πίσω από την ιστορία της παράστασής σου, «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν».

Χ.Α.: Όλα ξεκίνησαν όταν η κόρη της, η Νέλλη Χανικιάν, ήρθε και με είδε στην παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη», που υποδυόμουν μια Αρμένισα μοδίστρα από την Προύσα. Μου χάρισε το βιβλίο και μου είπε: «Αυτή ήταν η μάνα μου. Η μοδίστρα από την Προύσα, η αρχόντισσα, και αυτή είναι η ζωή της που έγραψε η ίδια στα τετράδια τα δικά μας. Τα σχολικά». Όταν διάβασα το βιβλίο, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου από τη συγκίνηση. Θυμάμαι την πήρα τηλέφωνο και της είπα ότι «δεν ξέρω τι θα κάνω με αυτό το βιβλίο, κάτι όμως πρέπει να κάνω». Δεν είχα φανταστεί ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι θα γράψω κάτι, γιατί μέχρι τώρα είχα μάθει μόνο να παίζω. Ξεκίνησα λοιπόν με συνεντεύξεις από την κόρη της, με χειρόγραφα της ίδιας της Κουρτιάν, και κυρίως στηριζόμενη στο ομότιτλο βιβλίο, «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν», και το αποτέλεσμα ήταν να κάνω τελικά και τη θεατρική μεταφορά και τη σκηνοθεσία σε αυτή την παράσταση. Η προτροπή βέβαια για όλο αυτό πρέπει να σου πω πως έγινε από τη μητέρα μου. Όταν αρχικά αναρωτιόμουν «τι να κάνω, ποιον να πάρω, ποιος θα με σκηνοθετήσει», εκείνη μου είπε: «Δεν νομίζω ότι κάποιος άλλος θα το κάνει καλύτερα απ’ ό,τι εσύ. Γιατί εσένα σε έχει χτυπήσει στην καρδιά. Ξεκίνα λοιπόν και γράψε το. Τι κάθεσαι;»

Γ.Μ.: Μίλησέ μου και για την ηρωίδα σου, την Ανζέλ.

Χ.Α.: Η Ανζέλ Κουρτιάν ήταν η μία από τις τρεις κόρες μιας πλούσιας αστικής οικογένειας, περίπου το 1915. Αφότου όμως τον πατέρα τον παίρνουν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας – τα Αμελέ Ταμπουρού – η μάνα μαζί με τα τρία κοριτσάκια της τα οποία είναι δεμένα στη φούστα της, ξεκινάει το οδοιπορικό θανάτου από την Προύσα στο Αφιόν Καραχισάρ και στη συνέχεια στη Σμύρνη και γίνεται μοδίστρα για να μπορέσει να ζήσει αυτά τα παιδιά. Όταν ξεσπάει η καταστροφή της Σμύρνης, η ηρωίδα μου γίνεται πια αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής. Περιγράφει δηλαδή λεπτό προς λεπτό μέσα από τα παιδικά της μάτια τις στιγμές του διωγμού, της φωτιάς, το πώς μπήκαν στα πλοία, πώς χάθηκε η οικογένεια, πώς ξανασμίξανε στη Μυτιλήνη, πώς φτάσανε στην Κρήτη, πώς τελικά καταλήξανε στα Καμίνια κι από κει στην Κοκκινιά. Αυτό που οφείλω να τονίσω, είναι πως δεν πρόκειται για μια παράσταση που στην ουσία αφορά μόνο τους Αρμένιους και τους Μικρασιάτες ή τους Πόντιους. Αυτή η παράσταση είναι η ιστορία μιας γυναίκας που επιβίωσε μέσα σε πολέμους. Είναι ύμνος για το τσαγανό μιας γυναίκας που πατάει στα πόδια της και δοξάζει το Θεό. Μέσα σε όλο αυτό τον διωγμό αυτό είναι το μότο της κάθε που γλυτώνει. «Δόξα τω Θεώ, γλυτώσαμε και πάλι». Και αυτό ήταν που επέλεξα κι εγώ για να κλείσω το έργο. Γιατί το έργο τελειώνει το 1924, όμως εγώ συνεχίζω την ιστορία μετά μέχρι το τέλος. «Τι παίρνω μαζί μου σε αυτό το ταξίδι που φεύγω πια από τη ζωή; Ταλαιπώριες μα και καλοσύνες. Τι αφήνω πίσω μου; Τα τετράδιά μου, τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου κι ένα δόξα τω Θεώ που έλεγε πάντα η μάνα μου». Αυτό που την κράτησε αυτή τη γυναίκα ζωντανή, πιστεύω πως ήταν η πίστη της και μία βεβαιότητα ότι στο τέλος θα τα καταφέρει.

Γ.Μ.: Εσύ Χριστίνα πώς έζησες σαν παιδί;

Χ.Α.: Εγώ μεγάλωσα στη Δραπετσώνα, από Μικρασιάτες παππούδες, μεγάλωσα σε αυλή, σε γειτονιά με πολλά πάρτι, με τις πόρτες ανοιχτές γιατί ήταν όλοι άνθρωποι Μικρασιάτες εκεί και όλοι ήταν μαθημένοι στα τραπέζια με μεγάλες οικογένειες, με ξαδέρφια, με θείους και θείες. Έζησα πολύ ευχάριστα παιδικά χρόνια και είμαι ευγνώμων. Νομίζω ότι οφείλω αυτό που είμαι στο πώς μεγάλωσα, στην αγωγή που μου δώσανε, στους γονείς μου στους παππούδες μου και στο μέρος που μεγάλωσα. Για μένα ήταν υπέροχο που μεγάλωσα σε γειτονιά με μία νεραντζιά έξω από το παντζούρι μου.

Γ.Μ.: Πιστεύεις πως ο χαρακτήρας σου έχει επηρεαστεί και από τους ρόλους που έχεις ντυθεί μέχρι σήμερα;

Χ.Α.: Νομίζω ότι δίνω στοιχεία του εαυτού μου στους ρόλους μου και προσπαθώ συμπεριφορές που δεν θα είχα εγώ ποτέ να τις εντάξω μέσα στο δικό μου σώμα. Πάντα βέβαια είναι η Χριστίνα που υποδύεται τον κάθε ρόλο -δεν μπερδεύομαι (λέει γελώντας). Ξέρω ότι είμαι η Χριστίνα που υποδύομαι κάτι και είναι πάρα πολύ γοητευτικό να προσπαθήσω να παντρέψω εκφράσεις μου, σκέψεις μου και τον ψυχισμό μου με τον ψυχισμό που φαντάζομαι για το ρόλο. Είναι σαν να έχουμε μια ερωτική σχέση: του δίνω και μου δίνει. Υπάρχει ένα αλισβερίσι. Το αφήνεις, ησυχάζει για λίγο, σε θυμώνει όταν δεν το βρίσκεις, κρατάς με λίγα λόγια τους χρόνους που απαιτείται σε μία σχέση.

Γ.Μ.: Για πρώτη φορά στο έργο που παίζεις κάνεις μονόλογο. Πόσο μεγάλο ρίσκο ήταν ο μονόλογος για σένα;

Χ.Α.: Όταν όλα ήταν έτοιμα για την παράσταση, μίλησα με τον Βαγγέλη Χατζατουριάν – τον πρόεδρο του καλλιτεχνικού και πολιτιστικού οργανισμού Νέας Σμύρνης – κι εκείνος μου είπε «προχώρα, θα σε στηρίξουμε, θα είσαι η πρώτη παραγωγή που θα στηρίξει η Νέα Σμύρνη». Έτσι, όταν έγινε η πρεμιέρα πέρυσι το Σεπτέμβριο στο Άλσος της Νέας Σμύρνης με 2.700 θεατές, ομολογώ ότι φοβήθηκα. Σκεφτόμουν πως ήταν σαν να έβγαινα σε Αρένα. Ξέρεις. Αυτό το: «Παναγιά μου τι είναι όλο αυτό;» Όμως τελικά το έργο αγκαλιάστηκε από το κοινό, συγκίνησε πολύ, δημιούργησε εικόνες στον θεατή και έτσι έφυγε ο κάθε φόβος μου. Σκέψου πως κάθε φορά γίνεται μία μυσταγωγία. Ο μονόλογος γίνεται μυστικός διάλογος. Γινόμαστε ένα με το κοινό και ανταλλάσσουμε συναισθήματα.

Γ.Μ.: Η μοναξιά πολλές φορές γεννάει την τέχνη. Η τέχνη μπορεί να οδηγήσει έναν ηθοποιό στη μοναξιά;

Χ.Α.: Κοίταξε… Οι καλλιτέχνες ενώ δείχνουν ένα εξωστρεφές προφίλ, είναι άνθρωποι αρκετά εσωστρεφείς οι περισσότεροι. Ακόμη κι αν θεωρούμε ότι είναι πολύ κοινωνικοί λόγω της προβολής που έχει το επάγγελμα. Εγώ θεωρώ πως κάνεις πολύ σκάψιμο στον εαυτό σου, πρέπει να μείνεις αρκετά μόνος σου για να μπορέσεις να βρεις την άκρη σου. Προσωπικά, όταν ψάχνω τους ρόλους που παίζω, κάνω μια ενδοσκόπηση στον εαυτό μου για να δημιουργήσω και να ξεκολλήσω από το χαρτί αυτό το πράγμα που λέγεται «ρόλος». Εν προκειμένω, την Ανζέλ Κουρτιάν. Κοιμάμαι και ξυπνάω έχοντας αυτή την ηρωίδα μέσα μου οπότε μοναξιά δεν νιώθω ποτέ γιατί έχω την ηρωίδα μου μόνιμα να με συντροφεύει. Την κουβαλάω. Ακόμη κι εδώ που είμαι. Γενικότερα όμως, δεν γίνεται μέσα από την κοινωνικότητα να βρεις τα πράγματα που χρειάζεσαι. Έχεις ανάγκη από μια βαθιά ενδοσκόπηση και σίγουρα να παλέψεις με το τέρας του εαυτού σου μόνος σου, για να καταφέρεις να συμβιώσεις μαζί του.

Γ.Μ.: Ο ηθοποιός μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα από το κοινό του. Αυτό σου δημιουργεί ποτέ φόβο απέναντι στο κοινό;

Χ.Α.: Θα σου πω πως η σχέση κοινού και ηθοποιού είναι μία σχέση σουρεαλιστική. Δηλαδή, εγώ όσα χρόνια κι αν περάσουν –-νομίζω ότι όσο μεγαλώνω τόσο πιο δύσκολο μου είναι – όταν έρχεται αυτή η μαγική στιγμή που από το σκοτάδι περνάω στο φως, για μένα είναι πολύ επώδυνο. Είναι σαν να κάνω ένα μετέωρο βήμα από το σκοτάδι στο φως. Σκέψου ότι λίγο πριν βγω, πάντα είμαι καταστροφική. Είμαι από αυτούς που λένε «αχ, να πούνε τώρα ότι έγινε σεισμός να ακυρωθεί η παράσταση γιατί πρέπει να βγω εγώ» ή «πώς θα βγω να σταθώ στα πόδια μου που τρέμουν, Παναγιά μου;»! Με το που βγαίνω όμως συμβαίνει ένα μαγικό πράγμα, κάτι πιέζει τον αέρα και ξαφνικά λέω «τι ελευθερία!». Μπορεί να νιώθω απόλυτα εκτεθειμένη ψυχή τε και σώματι, αυτό όμως έχει και τη γοητεία του γιατί όταν επικοινωνώ με το κοινό και παίρνω από τη δική του ενέργεια, αυτό ακριβώς είναι που με στηρίζει στα πόδια μου. Νιώθω πραγματικά ελεύθερη.

Γ.Μ.: Για ποιο λόγο θα έδινες τα πάντα;

Χ.Α.: Για τίποτα δεν δίνω τα πάντα. Θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή γιατί ευνοήθηκα να συναντήσω στην πορεία της ζωής μου σημαντικούς ανθρώπους και να πάρω πολλά πράγματα. Και σε προσωπικό επίπεδο και σε επαγγελματικό. Δεν χρειάστηκε να θυσιάσω κάτι γιατί ήταν επιλογή μου. Δεν γράφτηκε ποτέ ως θυσία το να είμαι από το πρωί έως το βράδυ στη δουλειά και να τρέχω. Αυτό ήθελα και αυτό κάνω. Με αυτή την έννοια, δεν είναι θυσία. Θυσία είναι όταν θέλεις να κάνεις κάτι άλλο και πρέπει να πετάξεις κάτι άλλο. Έκανα έργα ρεπερτορίου στο θέατρο έτσι όπως ακριβώς ήθελα και έκανα συνεργασίες τηλεοπτικές σε αξιόλογες δουλειές που αγαπήθηκαν από το κοινό. Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών της δεδομένης κατάστασης που όλοι βιώνουμε, θα σου πω ότι είμαι ευτυχής.

Γ.Μ.: Μια σειρά που συμμετείχες και αγαπήθηκε πολύ από το κοινό ήταν το «Λόγω τιμής». Τι έχουν απογίνει οι ήρωές του;

Χ.Α.: Πολύ σύντομα θα έχετε νέα τους (μου λέει αρχικά και το χαμόγελο δεν σβήνει από τα χείλη της). Είμαστε στην τελική ευθεία του να επιστρέψουν οι ήρωες του «Λόγω τιμής». Δεν σου κρύβω πως για μένα έχει πολύ ενδιαφέρον οι ήρωες που τους αφήσαμε σε μία Ελλάδα χωρίς καν κινητό – σκέψου πως τους ήρωες τους αφήσαμε το 1997 σαν να τους κλείσαμε σε ένα κουτί – οπότε φαντάσου πώς νιώθω να δω ξανά την Μάνια – μιλάω για τον δικό μου ρόλο – που μόλις την είχαμε αφήσει παντρεμένη με τον έρωτα της ζωής της. Σκέφτομαι τι να έχει απογίνει στην Ελλάδα του σήμερα και στην κρίση που τότε δεν υπήρχε. Νομίζω ότι θα είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι. Φαντάσου τη ζωή τους είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά. Άραγε αυτά τα παιδιά στάθηκαν στα πόδια τους. Διαλυθήκανε; Διαλύθηκε αυτή η παρέα τελικά;

Γ.Μ.: Δώσε μου μία εικόνα δική σου, δέκα χρόνια μετά.

Χ.Α.: Γριά, να παίζω ακόμη την Ανζέλ Κουρτιάν (μου δηλώνει γελώντας δυνατά). Νομίζω το Κουρτιανάκι με έχει στιγματίσει και θα είναι μία μόνιμη «αποσκευή» μου. Είναι ένας ρόλος που πραγματικά έχει χτυπήσει στην καρδιά μου. Το σημαντικότερο βέβαια είναι ότι θέλω να έχω υγεία, να έχω τους αγαπημένους μου ανθρώπους και την οικογένειά μου κοντά μου και να μπορώ ακόμη να υλοποιώ τα όνειρά μου, έτσι όπως μέχρι τώρα τελικά μπορώ και κάνω, παρόλο που γίνεται με δύσκολο τρόπο και με πολύ πόνο. Σκέψου όμως ότι με αυτή την παράσταση έμαθα να έχω την ευθύνη και την υπογραφή ενός πράγματος. Από το να στήσεις αυτή την καρέκλα μέχρι το τελευταίο της φως. Ακόμη και για τις αφισοκολλήσεις και την κάθε λεπτομέρεια. Γι’ αυτό νομίζω ότι πάντα θα παίζω την Κουρτιάν. Την γέννησα και την έπλασα εξ ολοκλήρου αυτή την παράσταση και ξέρω ότι δεν θα μπορώ να την αποχωριστώ.

Γ.Μ.: Σε όλο αυτό έπαιξε σίγουρα ρόλο και η καταγωγή σου.

Χ.Α.: Σίγουρα για μένα είναι ένα ζήτημα τιμής. Διότι μέσα από αυτή την παράσταση τιμώ την μνήμη των προγόνων μου. Γιατί είμαι Αρμένισα από την πλευρά του πατέρα μου και από την Σινασό της Καππαδοκίας από την πλευρά της μητέρας μου. Ήταν μια πολύ προσωπική υπόθεση για μένα λοιπόν. Δούλεψα πεντέμισι μήνες χτενίζοντας, γράφοντας, σβήνοντας. Οι πρόβες σκέψου έγιναν στη βεράντα του σπιτιού μου με πρώτο θεατή τη μαμά μου (συμπληρώνει γελώντας).

Γ.Μ.: Θέλω κλείνοντας, να μου μιλήσεις για τα μελλοντικά σου ταξίδια με την παράσταση «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν» και ό,τι άλλο σχεδιάζεις.

Χ.Α.: Να σου πω αρχικά πως με τον Κώστα Καρασαβίδη, τον βοηθό μου, έχουμε κάνει πλέον 51 παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα. Ο Κώστας είναι ένας πολύ καλός φίλος και θεατρολόγος και ταξιδεύουμε μαζί αυτή την παράσταση. Σκέψου πως είναι ένας άνθρωπος με διδακτορικό που ασχολήθηκε με το έργο μου και έγινε βοηθός μου αρχικά γιατί εγώ δεν γράφω σε γραφομηχανή. Μου έλεγε «δίνε μου τα χειρόγραφά σου να στα καθαρογράφω» (συμπληρώνει γελώντας). Επίσης, έχω τη χαρά να έχω μαζί μου τη Μαρία Σπυριδωνίδου, μία μικρή Αρμένισα – πάει ακόμη Γ΄ Λυκείου – που «ντύνει» με την καταπληκτική φωνή της την παράσταση με αρμένικα και μικρασιάτικα τραγούδια. Τώρα ετοιμάζουμε βαλίτσες για Κρήτη πάλι. Στις 23 Ιουλίου θα είμαστε στη Φορτέτζα στο Ρέθυμνο και στις 26 Ιουλίου στην Πύλη Βηθλεέμ στο Ηράκλειο. Μετά στις 4 Αυγούστου στο ανοιχτό θέατρο Σοχού στο νομό Θεσσαλονίκης, με την προτροπή και την αγκαλιά του δήμου Λαγκαδά. Στις 6 Αυγούστου θα βρισκόμαστε στο δήμο Βόλβης στο ανοιχτό θέατρο Ασπροβάλτας. Και θα σου πω πως ήδη έχω προγραμματίσει ανήμερα της γενοκτονίας των Αρμενίων 24 Απριλίου, η παράσταση να παιχτεί στο Παρίσι. Αυτό για μένα είναι πολύ τιμητικό γιατί εκεί είναι η μεγαλύτερη παροικία Αρμενίων παγκοσμίως. Εκεί βέβαια η παράσταση θα είναι με υπέρτιτλο. Επίσης μιλάω με την Χρυσάνθη Λαιμού στο Λονδίνο, για να ταξιδέψει και εκεί η παράσταση με αγγλικό υπέρτιτλο και έχουν γίνει ήδη οι πρώτες επαφές με Βρυξέλλες όπως σίγουρα θέλω να βρεθούμε και στην Αμερική όπου εκεί είναι πολύ μεγάλος ο Αρμενισμός αλλά και ο απόδημος Ελληνισμός.Μαζί με όλα αυτά τα σχέδια το καλοκαίρι ξεκινάω και πρόβες για την «Λωξάντρα», στο θέατρο Βεάκη, σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη και παραγωγή των αδερφών Τάγαρη. Οι παραστάσεις αυτές θα γίνονται από Τετάρτη μέχρι Κυριακή και έτσι το Δευτερότριτο θα συνεχίσω να ταξιδεύω το «Κουρτιανάκι μου». Η παράσταση τελεί υπό την αιγίδα της Αρμενικής πρεσβείας.

 

Books and Style

Books and Style