ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΣΤΑ

«Μύθος και Ιστορία, υπόθεση και παράδοση, χίμαιρα και επιστήμη, συνθέτουν τον Όμηρο»
-Βίκτωρ Ουγκώ

Ειλικρινά, δεν γνωρίζω άλλη τόσο ξεχωριστή περίπτωση, περίπτωση λαού και χώρας, όπου ένας συγγραφέας με τα έργα του γίνεται ο βασικός πυρήνας της συλλογικής αφήγησης αυτού του λαού, γίνεται ο πνευματικός ιστός για όλη την ιστορική διαδρομή αυτής της χώρας.

Δεν γνωρίζω αν μπορεί να έχει υπάρξει άλλη μορφή, σαν εκείνη την θεία μορφή του Ομήρου. Αλλά τα έργα του Ομήρου δεν είναι μόνο το νήμα μιας ιστορικής πορείας λαού και γλώσσας, γραμμάτων και αφήγησης, είναι και βασικό πεδίο, αναφοράς και λειτουργίας της εκπαίδευσης όλων των Ελλήνων, είναι ουσιώδη σύμβολα της κλασσικής παιδείας και των κλασσικών γραμμάτων.

Ο Όμηρος είναι το πιο ισχυρό πεδίο αναφοράς όλων των Ελλήνων διαχρονικά – πέραν εκείνου της γλώσσας μας – από την αρχαιότητα έως το άγνωστο μέλλον, πράγμα που αποτελεί μια πολύ αξιόλογη ιδιαιτερότητα.

Αναρωτιέμαι πραγματικά, αν ξέρουμε πόσο τυχεροί είμαστε, γιατί όλο αυτό έχει έναν φοβερό συμβολισμό, δηλαδή να ξέρεις ότι όλοι οι Έλληνες του παρελθόντος και του μέλλοντος συναντιούνται πνευματικά σε έναν κοινό τόπο αναφοράς από όπου αντλούν την ίδια αφήγηση, τα ίδια διδάγματα, την ίδια στοχαστική περιπλάνηση.

Η αξιολόγηση αυτού του στοιχείου, είναι ιδιαίτερα σημαντική και αποτελεί διαχρονικό πεδίο μελέτης, της όλης ακτινοβολίας του Ομηρικού έργου.

Σε όλη την κλασσική παιδεία η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχόμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις εορταστικές εκδηλώσεις.

Εμβληματικά έπη λοιπόν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που δημιουργούν εποχές, που τέμνουν εποχές, που υπερβαίνουν εποχές και καιρούς.

Σχεδόν 1200 χρόνια κράτησε η εξελικτική πορεία του αρχαιοελληνικού κόσμου ξεκινώντας από το κεφαλόβρυσο του Ομήρου, που είχε μέσα του όλον τον πλούτο της προϊστορίας, ως του τελευταίους εθνικούς διανοουμένους της ελληνορωμαϊκής εποχής.

Κανένας μορφωμένος άνθρωπος, δεν νιώθει ολοκληρωμένος πνευματικά αν δεν σκύψει πάνω στη γραφή του Ομήρου. Κανένας ποιητής δεν θα σηκώσει την πένα του στο ταξίδι της έμπνευσης χωρίς να μελετήσει όλο το σημασιολογικό φορτίο των ηρωικών εποχών.

Το Βυζάντιο θα συνεχίσει την πολυστρωματική αφήγηση του Ομηρικού έργου.

Ο Συνέσιος τον 5ο αιώνα μιλάει για την ικανότητα του ανιψιού του να αποστηθίζει 50 στίχους την ημέρα, ενώ ο Ψελλός ήξερε όλη την Ιλιάδα απ’ έξω.

Ο μεγάλος ποιητής θα είναι παρών σε όλη την διάρκεια της μαύρης σκλαβιάς των Ελλήνων ως η σταθερή αξία του πολιτισμού τους. Το ίδιο σημαντικό ρόλο θα παίξουν τα έπη στην Εθνογένεση του νέου Ελληνικού κράτους και στην θεσμική εκπαίδευση. Τα Ομηρικά έπη είναι η βίβλος του Ελληνικού κόσμου και μας αποκαλύπτουν ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, είναι η επιτομή της περιπέτειας του ανθρώπου, που αναζητεί έναν σκοπό, δημιουργεί μιαν Ιθάκη, αγωνίζεται, και ο νόστος για την πατρίδα είναι η κινητήρια δύναμη για να υπερνικήσει, κάθε αντιξοότητα, κάθε εμπόδιο.

Ο πολιτισμός μας θα αναγνωρίσει τα Ομηρικά έπη ως μια από τις τρείς αρχετυπικές θεμελιώδεις γλωσσικές πράξεις του. Αυτές είναι ο Όμηρος, η Βίβλος και ο Σαίξπηρ. Αυτές οι πράξεις, μας κάνουν να μεταβαίνουμε σε έναν δημιουργικό τρόπο ανάγνωσης, μας οδηγούν στο βαθύτερο πυρήνα της ίδιας της ψυχής του Δυτικού πνεύματος, θα εστιάσουν σε πρόσωπα και σύμβολα που λειτουργούν ως αρχέτυπα και αντιλαμβανόμαστε ότι χωρίς τον Όμηρο και τον Πλάτωνα δεν θα είμαστε ίδιοι, ο λόγος μας δεν θα ήταν ίδιος, ο πολιτισμός μας δεν θα ήταν αυτός που είναι, δηλαδή στον δρόμο του διαφωτισμού και του διαλογισμού.

Στα Ομηρικά έπη ο ποιητής, αρχίζει να εκλογικεύει τις δυνάμεις της φύσης, γίνεται η απομάγευση του ανθρώπου, της φύσης και των δυνάμεων που τον συγκροτούν. Ο άνθρωπος, σύμμαχος με τους θεούς, εξυψώνεται. Γίνεται δυνατός, θαρραλέος, ελεύθερος. Αυτό όλο θα αποτελέσει την επιτομή στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους.

Η αμφισβήτηση λοιπόν της δεσποτείας θα οδηγήσει τελικά σε νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης, πιο ελεύθερες και δημιουργικές που θα οδηγήσουν στη Δημοκρατία.

Τα Ομηρικά έπη δημιουργούν γλωσσική καλλιέργεια, μετασχηματίζουν το αξιακό μας πεδίο, και μιλούν για αρετή, γιατί η λέξη παιδεία εμφανίζεται μετά τον 5ο αιώνα π.Χ. και έτσι συμβάλλουν στην γνώση και κατανόηση της ατομικής αξίας και προβάλλουν τα χαρακτηριστικά της αριστείας.

Όταν η Ευρώπη κάνει τα πρώτα της ιστορικά και πολιτισμικά βήματα ειπώθηκε ότι «ο κόσμος γεννιέται, ο Όμηρος τραγουδάει και είναι το πτηνό αυτής της χαραυγής, έχει την ιερή αγνότητα του πρωϊνού….».

Έτσι ο Όμηρος συνδέει το τέλος του πολιτισμού της Ασίας και την αρχή του πολιτισμού της Ευρώπης.

Ο Όμηρος λοιπόν, οι αφηγήσεις του, οι ιστορίες του που έγιναν δικές μας, που δεν είχαν τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς ενός σχολικού βιβλίου, βρήκαν τρόπους να γίνουν οικείες, να τις απολαύσουμε, να μπουν στην πρώτη θέση των αριστουργημάτων των αναγνωστών και των μαθητών.

Ο θείος Όμηρος μας έκανε να γίνουμε «Αχιλλέας» και να παίρνουμε εκδίκηση από όποιον μας ζημίωνε. Ακόμα και ο χαμός του ήταν ο θρίαμβος του ανθρώπου για την αιωνιότητα.

Βιώσαμε την Οδύσσεια, τις συμφορές, ενθουσιαστήκαμε με τις σειρήνες, αντέξαμε στους πειρασμούς, μας έκαψε ο πόθος της νοσταλγίας, αγαπήσαμε ξανά το πατρικό μας και πραγματοποιήσαμε ένα μαγευτικό και διαφωτιστικό ταξίδι στον βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξης μας.

Έγινε ο θρύλος αυτός της Οδύσσειας και της Ιλιάδας σύμβολο και σημαία για την χαμένη μας παιδική αθωότητα, σηματωρός για την Οδύσσεια της ίδιας μας της ζωής.

Ο Όμηρος λοιπόν «πεπέδευκεν την Ελλάδα» και η ακτινοβολία του φωτίζει τον νεότερο διαφωτισμό, ως το μόνο βιβλίο που οδήγησε τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στην έξοδό του από τον μύθο στο λόγο.

Δεν υπάρχει έργο που να μαρτυρεί πιο εύγλωττα την αλληλεξάρτηση διαφωτισμού και μύθου από το έργο του Ομήρου, ως το θεμελιώδες κείμενο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Στον Όμηρο το έπος και ο μύθος, η μορφή και το περιεχόμενο δεν διαχωρίζονται για να εναντιωθούν το ένα στο άλλο, αλλά αντιπαραβάλλονται και διευκρινίζονται αμοιβαία γι’ αυτό και ο Pope ονόμασε τον Όμηρο ως τον μοναδικό καθρέφτη του αρχαίου κόσμου και ο Joachin Latacz, τον θεώρησε ως ένα μεγάλο ποιητή και ως έναν δάσκαλο ζωής.

Αυτό λοιπόν είναι το μεγαλείο αυτού του λαού ή καλύτερα το μεγαλείο του Ελληνικού πνεύματος που έκαναν τα έπη παιδαγωγική τέχνη και που οι θεοί και οι ήρωες που κατοικούν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια παρέχουν πρότυπα για τις μέλλουσες γενιές και είναι όργανα μιας αρτιφανούς παιδείας που συνδέει την ηρωική έμπνευση με την ηθικοπλαστική πρόθεση.

Ο Johann Joachim Winckelmann ένας από τους πιο διάσημους λόγιους του 18ου αιώνα που είχε πάθος για την αρχαία ελληνική γραμματεία και την μελέτη των ομηρικών επών και που ο Γκαίτε χαρακτήρισε τον αιώνα που έζησε «ως εκατονταετία του Βίνκελμαν» προκαλεί έναν πρωτόγνωρο θόρυβο με τις απόψεις του.

Στη μελέτη του «Σκέψεις για την μίμηση των ελληνικών έργων στην ζωγραφική και γλυπτική», ανακηρύσσει τα ελληνικά αγάλματα ως το υψηλότερο ιδανικό της τέχνης, διαφοροποιώντας τον εαυτό του από τον κλασικισμό των Γάλλων και Ιταλών συγχρόνων του που προσανατολίζονταν κατά βάση στην Ρωμαϊκή αρχαιότητα και έτσι θεμελιώνει την γερμανική ελληνολατρία, που στην εποχή της ήταν πραγματική επανάσταση.

Τότε διατύπωσε και την άποψη που θα γίνει σύνθημα της κλασσικής περιόδου της Βαϊμάρης γύρω από τον Goethe τον Schiller και Herder ότι τα αρχαία γλυπτά όπως το σύμπλεγμα του Λαοκόωντος διαθέτουν «ευγενική απλότητα και γαλήνιο μεγαλείο».

Η ρύση αυτή σήμαινε απόρριψη του ύφους του μπαρόκ και του ροκοκό, σήμαινε την θεμελίωση ενός πνευματικού παρελθόντος για τον Γερμανικό λαό, στηριγμένο στην διανοητική καθαρότητα της αρχαίας Ελλάδας.

Ο Βίνκελμαν λοιπόν συνέβαλλε τα μάλα στην πνευματική ιστορία της νεότερης Ευρώπης.

Όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη και ανακάλυψε τους θησαυρούς της βιβλιοθήκης του Βατικανού της Πομπηίας και της Ηράκλειας προέκυψε το κεφαλαιώδες έργο του «Η Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητας», εισάγοντας για πρώτη φορά και την διαίρεση των καλλιτεχνικών περιόδων σε φάσεις ανάπτυξης, ωριμότητας και παρακμής, καθώς επίσης μετά από αυτό διετέλεσε έφορος πολλών φημισμένων ακαδημιών του καιρού του. Όταν πέθανε, δολοφονημένος, ο δολοφόνος του ανέφερε κατά την ανάκριση ότι είχε βρει στην βαλίτσα του ένα βιβλίο γραμμένο «σε μια παράξενη γλώσσα». Ήταν τα έπη του Ομήρου.

Η απεικόνιση των επών του Ομήρου στην αρχαία αγγειογραφία άρχισε πολύ πριν τον 9ο αιώνα π.Χ. Τίποτε δεν είναι βέβαια συμπτωματικό, ούτε βέβαια αντίστοιχα και στην ποίηση εκείνης της εποχής.

Γλώσσα του είναι η Ιωνική διάλεκτος με ένα πλουσιότατο λεκτικό, με την συνύπαρξη βραχέων φωνηέντων με ιδιαίτερη προτίμηση την παρατακτική και ο λόγος του επηρέασε όλους τους μεγάλους από τον Βιργίλιο, τον Δάντη και τον Ρακίνα, μέχρι τον Σαίξπηρ, τον Τέννυσον και τον Καζαντζάκη.

Οι πελώριοι ναοί της αρχαϊκής εποχής, όπως ο ναός της Ήρας, τα ταφικά αγγεία, όπως και οι κρατήρες και οι αμφορείς του Διπύλου στην δυτική πλευρά του Αθηναϊκού τείχους, γνωστού ως Θριάσιαι ή Κεραμεικού Πύλαι, βρήκαν στον Όμηρο τα θέματα της κατασκευής τους και της απεικόνισης τους.

Τα σύμβολα που χρησιμοποίησε ο Όμηρος στα έπη του τα οποία απεικονίστηκαν, πέρα από τις σκηνές των επών, όπως η γλαύξ που έγινε το ιερό πουλί της θεάς Αθηνάς και σύμβολο της σοφίας ο αετός, ιερό πουλί του υπέρτατου Δία που θεωρείται το τελειότερο των πτηνών, ο υψιπετής αετός που θεωρήθηκε αρχικά το ουράνιο ηλιακό σύμβολο και a posteriori, φορέας του θεϊκού όπλου του Δία του κεραυνού και το γεράκι ιερό πουλί του Απόλλωνα, που περιγράφονται στα Ομηρικά έπη, έχουν την τιμητική τους στην αγγειογραφία και την ζωγραφική της αρχαίας Ελλάδας και των αποικιών της.

Μήπως δεξιό οιωνό δεν παρακαλεί ο Πρίαμος να του στείλει ο Δίας, όταν αποφάσισε να πάει στην σκηνή του Αχιλλέα με πλούσια λύτρα και να ζητήσει το νεκρό σώμα του γιού του; Παρακαλεί τον Δία δε να τον αντιμετωπίσει ο Αχιλλέας ο φονιάς του γιού του με συμπάθεια και αγάπη, γι’ αυτό χρειάζεται να του δοθεί η έγκριση του Δία με το δεξιό πέταγμα του θεϊκού πουλιού.

«Ω 308-321»:

Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε δός μ᾽ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν, πέμψον δ᾽ οἰωνὸν ταχὺν ἄγγελον, ὅς τε σοὶ αὐτῷ φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον, δεξιόν, ὄφρά μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴω Δαναῶν ταχυπώλων. ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεὺς αὐτίκα δ᾽ αἰετὸν ἧκε τελειότατον πετεηνῶν μόρφνον θηρητῆρ᾽ ὃν καὶ περκνὸν καλέουσιν. ὅσση δ᾽ ὑψορόφοιο θύρη θαλάμοιο τέτυκται ἀνέρος ἀφνειοῖο ἐῢ κληῖσ᾽ ἀραρυῖα, τόσσ᾽ ἄρα τοῦ ἑκάτερθεν ἔσαν πτερά· εἴσατο δέ σφιδεξιὸς ἀΐξας διὰ ἄστεος· οἳ δὲ ἰδόντες γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.

Μεταφραση:

«Πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, που κυβερνάς την Ίδα, σαν έρθω στου Αχιλλέα, συμπόνεση κι αγάπη να ‘βρω δωσ᾿ μου’ και για σημάδι στείλε γρήγορο μαντάτορά σου, τ᾿ όρνιο. το πιο ακριβό σου, με τη δύναμη την πιο τρανή, να μου ‘ρθει δεξιά μεριά, που ως πια τα ματιά μου το ιδούν, για τα καράβια των Δαναών να φύγω ξέθαρρος των γοργαλογατάδων.» Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος τον άκουσε που ευκήθη, κι αϊτό του στέλνει, απ᾿ τα πετούμενα το πιο που φανερώνει το θέλημα του, μαύρο κι άρπαγο – το λένε και μαυρόρνιο – κι όσο φαρδιά είναι τα πορτόφυλλα, τα στεριά, τα δεμένα, σε σπίτι μέσα αψηλοτάβανο βαρβάτου νοικοκύρη, τόσο απλώνονταν κι οι φτερούγες του᾿ κι από το κάστρο απάνω δεξιά μεριά χιμώντας φάνηκε᾿ κι εκείνοι, σαν τον είδαν, πήραν χαρά τρανή, κι εγλύκαναν μέσα ολονώ τα σπλάχνα».

Έτσι λοιπόν, έχουμε σταθεί πολλές φορές εκστατικοί σε πολλούς πίνακες ξένων κυρίως καλλιτεχνών, εμπνευσμένους από τις περιπέτειες του Οδυσσέα, του Αχιλλέα, τους έρωτες και τις μεταμορφώσεις του Δία, την Αφροδίτη, τον Πάρη, τον Άδωνη, την Αθηνά, το αισθησιακό κυνήγι της Άρτεμης και άλλους πολλούς πίνακες που έχουν φιλοτεχνήσει, με θέματα θεούς, ημίθεους και ήρωες της μυθολογίας και της ιστορίας μας που γοητεύει και συναρπάζει. Ποιες είναι λοιπόν οι φιλολογικές αναφορές, οι εικόνες εκείνες που έγραψαν ιστορία στον χώρο της τέχνης;

Τα ονόματα που μας έρχονται στο νού είναι εκείνα του Ομήρου, του Οβίδιου, του Βιργίλιου που περιέγραφαν έναν ονειρικό κόσμο, τον κόσμο της κλασσικής αρχαιότητας.

Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου δεν διασώθηκαν μόνο σαν προφορική παράδοση, αλλά υπήρχαν και σαν κείμενα από τον 8ο αιώνα και μετά. Επηρέασαν δε, και την αρχαία Ελληνική αγγειογραφία καθώς και την Ευρωπαϊκή τέχνη, όπως επίσης τα έργα του Οβίδιου για την δημιουργία του κόσμου, ενώ ο Βιργίλιος τέλος που έζησε τον 1ο μ.Χ. αιώνα με την περίφημη Αινειάδα του, το σημαντικότερο έργο ίσως της Λατινικής λογοτεχνίας, που θεωρήθηκε ως ισότιμο της Ιλιάδας με σημαντικές αναφορές στην μυθολογία και το δωδεκάθεο, εξίσου ήταν πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες και τους ζωγράφους και η αναγέννηση αγκαλιάζει το μυθολογικό παρελθόν, μαζί με την ανακάλυψη της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα.

Αυτή είναι η εποχή που οι καλλιτέχνες αναζητούσαν τις ρίζες τους στην αρχαιότητα. Η δε κοινωνία αλλάζει, γίνεται κοσμική, μπαίνουν τα θεμέλια του αστικού πολιτισμού που επηρεάζει την καθημερινή ζωή.

Την ίδια εποχή, επιχειρείται μια επαναπροσέγγιση στον κλασσικό κόσμο. Οι θεοί και οι ήρωες εμφανίζονται ντυμένοι με ενδύματα της κλασσικής αρχαιότητας, η γυμνοί, όπως παριστάνονταν στα αρχαία αγάλματα. Τις πιο πολλές φορές οι καλλιτέχνες έχουν ως πρότυπα, έργα τέχνης , όπως γλυπτά, ανάγλυφα, αναθηματικές πλάκες.

Υπάρχουν επίσης εξαιρετικά δείγματα της Φλαμανδικής και της Ολλανδικής ζωγραφικής του 16ου και του 17ου αιώνα που απεικονίζουν θεούς και ήρωες, της μυθολογίας, σκηνές, όπως τις περιγράφει ο Όμηρος.

Για να κατανοήσουμε όμως αυτή την τέχνη θα πρέπει να θυμηθούμε ότι στα τέλη του 16ου αιώνα εντείνεται η μάχη μεταξύ καθολικισμού και προτεσταντισμού που λήγει με την ήττα του δεύτερου.

Ο προτεσταντισμός όμως αποκτά το δικό του προπύργιο στις κάτω χώρες. Το 1602 ιδρύεται η περίφημη προτεσταντική δημοκρατία της Ολλανδίας, που εκτός των άλλων, εκμεταλλεύεται εμπορικά τους νέους δρόμους προς την Ανατολή.

Το χρηματιστήριο του Άμστερνταμ (1609) προσφέρει τον χώρο, όπου έμποροι καλλιτέχνες, τεχνίτες, αγρότες επενδύουν τα χρήματά τους και αποκτούν το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης.

Έτσι δημιουργείται η νέα τάξη των φιλότεχνων και των χορηγών που παραγγέλνουν έργα, όχι μόνον για τις προσωπικές τους συλλογές αλλά και για την διακόσμηση δημοσίων κτιρίων.

Μια άλλη παράμετρος της εποχής εκείνης είναι η αμφισβήτηση των παραδόσεων στην θρησκεία και την τέχνη που διευρύνει τα όρια της γνώσης.

Η επιστημονική έρευνα που απαγορευόταν από τον καθολικισμό δεν υφίσταται περιορισμούς στην νέα Ολλανδική Δημοκρατία.

Οι διαλέξεις πάνω στην ανατομία από τους λέκτορες των συντεχνιών των χειρουργών του Άμστερνταμ αποτυπώνονταν στους επίσημους πίνακες που γίνονταν σε αυτές.

Το ανθρώπινο σώμα αποκτά την πραγματική του διάσταση την όχι μόνο επιστημονική, αλλά την αισθητική και την αισθησιακή που αποτυπώθηκε σε έργα με Έλληνες θεούς, με ήρωες σκηνές από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και τους μύθους της.

Έτσι γίνεται η θαυμαστή συνάντηση παγανισμού και χριστιανισμού, όπου η νοσταλγία της αρχαιότητας, η νοσταλγία της χρυσής εποχής, οδηγεί στην Restitutio antiquitatis και τελικά στην Renovatio, στην Αναγέννηση, και ξεκινά στην Ιταλία από την εποχή του Πετράρχη και του Δάντη στην αρχή του 14ου αιώνα, από τότε που αρχίζει του Ουμανιστικό κίνημα, που κυριαρχεί και καλύπτει όλες τις εκδηλώσεις πολιτισμού.

Στον Όμηρο ο όρος μύθος σημαίνει λέξη. Οι μύθοι του, είναι τα λόγια ενός θεού ή ήρωα, συναποτελούν δηλαδή την προφορική ομιλία του και ειδικότερα την αφήγησή του. Ο όρος αυτός για τους αρχαίους δεν σήμαινε αναγκαστικά το αντίθετο της αλήθειας δηλαδή το ψεύδος. Ο μύθος ως αφήγηση απευθυνόταν σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα και γινόταν αποδεκτός. Σε μια προεγγράμματη κοινωνία και στη συνέχεια σε μια πρώιμα εγγράμματη όπως ήταν η ελληνική από τον 11ο αιώνα εώς τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. η γένεση και διάδοση του μύθου ήταν προφορική. Ο Πλάτων στον Τίμαιο διασώζει κάποιες τέτοιες αληθοφανείς λεπτομέρειες με τον προφορικό μηχανισμό της μυθοποιίας.

Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε η κανονιστική έννοια του μύθου, όπως για παράδειγμα σχετικά με τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα, αλλά πολυάριθμες, άπειρες εκδοχές, που η κάθε μία ήταν ένας μύθος, η οποία σταθμιζόταν από το ακροατήριο της πρώιμης πόλης-κράτους.

Η θρησκεία και η μυθολογία ακολουθούσαν ξεχωριστή πορεία. Φορείς και δημιουργοί της διαδικασίας ήταν οι πλανόδιοι αοιδοί.

Η πρώτη σωζόμενη μαρτυρία των ελληνικών μύθων εμπεριέχεται στις δύο εξαμετρικές συνθέσεις του κατεξοχήν Ποιητή των Ελλήνων, οι οποίες ήταν αντικείμενο ακρόασης και ζωντανής παράστασης από αοιδούς και αργότερα ραψωδούς. Σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, τα έπη έγιναν κείμενα και διαβάζονταν.

Παραδόξως, όπως υποστήριξε ο Antony Snodgrass, το ποσοστό των αμιγώς ομηρικών μύθων, οι οποίοι απεικονίστηκαν κυρίως στην αγγειοπλαστική από το 700 εως το 600 π.Χ., είναι δυσανάλογα μικρό, αν αναλογιστούμε το κύρος του ποιητή.

Σε λίγες περιπτώσεις οι ζωγράφοι της περιόδου εκείνης, ζωγράφισαν στα αγγεία τα ομηρικά έπη, τα οποία συναγωνίζονταν σοβινιστικές εκδοχές του μύθου ή ήσσονος σημασίας έπη όπως η μικρή Ιλιάς ή τα Κύπρια Έπη. Η ζωγραφική πραγματευόταν την προσποιητή τρέλα του Οδυσσέα, τη θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα και άλλα.

Δινόταν βάση λοιπόν στη σύνθεση της εικόνας «composition» και όχι η πιστή απόδοση, ενθάρρυνε λοιπόν το πειραματικό στάδιο της δημιουργίας με εύπλαστους μύθους και η κάθε απεικόνιση ήταν αφετηρία για την δημιουργία άλλων μύθων.

Από τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ο Όμηρος καθιερώνεται σαφέστερα ως πηγή έμπνευσης για μυθολογικές παραστάσεις στα αγγεία. Σταδιακά, ιδίως από την ελληνιστική περίοδο και εξής, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ως παγιωμένα κείμενα τροφοδοτούσαν τους καλλιτέχνες με μυθολογικό υλικό και αποτέλεσαν την κυριότερη πηγή έμπνευσης για τους Ευρωπαίους ζωγράφους, από τον μεσαίωνα έως το τέλος του 18ου αιώνα, που καταπιάστηκαν με μυθολογικά θέματα.

Για μας τους Έλληνες τα Ομηρικά έπη είναι τα ευαγγέλια της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανήσυχο ελληνικό πνεύμα χωρίς την κατά περιόδους και καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής προσφυγή στην ανάγνωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ότι υπάρχει βιβλιοθήκη ταπεινή ή φιλόδοξη χωρίς να έχει αρκετές εκδόσεις, είτε της πρωτότυπης γραφής, είτε των μεταφράσεων, είτε των μελετών αυτών των αθάνατων και κορυφαίων για την ιστορία της ανθρωπότητας, έργων.

Αυτή η συνεχής προσφυγή είναι μια απόλυτη ψυχική ανάγκη, μιας σπουδή του στην ελευθερία πνεύματος, ένα καθήκον απέναντι στην ταυτότητά μας. Αρκεί να αναστοχαστούμε σε ένα απλό ερώτημα. Πώς θα ήταν η ελληνικότητά μας χωρίς τον Όμηρο; Πώς θα ήταν η τέχνη του αρχαίου και δυτικού πολιτισμού χωρίς την έμπνευση που της δόθηκε από τα Ομηρικά έπη την Ιλιάδα και την Οδύσσεια;

Ας κλείσουμε με το ποίημα του Κ. Καβάφη «Ιθάκη»:

«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου να ‘χεις την Ιθάκη.Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν».

ΟΜΗΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ:

Η Ελένη της Τροίας (Evelyn de Morgan, 1898, De Morgan Centre)

Ο έρωτας του Πάρι και της Ελένης (Jacques-Louis David, 1788, Λούβρο, Παρίσι)

Η αρπαγή της Ελένης από τον Πάρι (μέσα 18ου αι., τοιχογραφία από βίλα της Βενετίας)

Η κρίση του Πάρι (Peter Paul Rubens, 1632-1635, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο)

Η κρίση του Πάρι (Sandro Botticelli, 1485, Galleria Gini)

Η θυσία της Ιφιγένειας (Giovanni Battista Tiepolo, 1757, Villa Valmarana)

Η θυσία της Ιφιγένειας (François Perrier, 1832-3, Musée des Beaux-Arts de Dijon)

Ο Φιλοκτήτης τραυματίας (Jean Germain Drouais,
1788, Fine and Decorative Arts Museum of Chartre)

Η εκπαίδευση του Αχιλλέα από τον Κένταυρο Χείρωνα (Eugène Delacroix περ. 1862, Getty Museum)

Η μήνις του Αχιλλέα α (Peter Paul Rubens, 1630-5, Museum Boijmans Van Beuningen)

Η μήνις του Αχιλλέα β (François-Léon Benouville, 1847, Musée Fabre, Μονπελιέ)

Ο Αχιλλέας υποδέχεται τους πρεσβευτές του Αγαμέμνονα (Gottlieb Schick, 1801, ιδιωτική συλλογή)
Πάτροκλος (Jacques-Louis David, 1780, Musée Thomas-Henry)

Μάχη Ελλήνων και Τρώων για το σώμα του νεκρού Πάτροκλου (Antoine Wiertz, 19ος αι., Musée des beaux-arts de Liège)

Η ταφή του Πατρόκλου (Jacques-Louis David, 1779, National Gallery of Ireland)

Έκτορας και Ανδρομάχη (Sergey Petrovich Postnikov, 1863)

Ο Αχιλλέας, θριαμβευτής μετά τη νίκη του επί του Έκτορα, σέρνει το νεκρό Τρώα με το άρμα του γύρω από τα τείχη της Τροίας (τοιχογραφία από το Αχίλλειον της Κέρκυρας)

Ο Πρίαμος παρακαλεί τον Αχιλλέα να του δώσει το σώμα του νεκρού Έκτορα για να τον θάψει (Alexander Andreyevich Ivanov, 1824)

Η Θέτις θρηνεί για τον θάνατο του Αχιλλέα (Henry Fuseli, 1780, Art Institute of Chicago)

Η κατασκευή του Δούρειου Ίππου (Giovanni Domenico Tiepolo, περ. 1760, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο)

Οι Τρώες σέρνουν τον Δούρειο Ίππο μέσα στην πόλη (Giovanni Domenico Tiepolo, 1773, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο)

Η πτώση και η πυρπόληση της Τροίας (Johann Georg Trautmann, 1759/62)

Η πτώση και η πυρπόληση της Τροίας (Adam Elsheimer, 1600/1, Alte Pinakothek)

Η φυγή του Αινεία από την Τροία (Federico Barocci, 1598, Galleria Borghese)

Ο Αινείας εξιστορεί στη Διδώ τα σχετικά με την πτώση της Τροίας (Pierre-Narcisse Guérin, 1815, Musée des Beaux-Arts de Bordeaux)

Η Κλυταιμνήστρα ετοιμάζεται να δολοφονήσει τον Αγαμέμνονα με υποκίνηση του Αίγισθου (Pierre-Narcisse Guérin, 1817, Λούβρο)

Θυμωμένος Αίας ο Τελαμώνιος με τη σύζυγό του Τέκμησα και τον γιο του Ευρυσάκη (Asmus Jakob Carstens, 1791)

Οδυσσέας και Πολύφημος (Arnold Böcklin, 19ος αι.)

Ο Οδυσσέας ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη (Henry Fuseli, 1794/6, Aargauer Kunsthaus)

Ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων (Claude Lorrain, 1646, Λούβρο)

* Πρώτη δημοσίευση στο B&S 21/1/20

Books and Style

Books and Style