ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΝΑΣΣΗ

Αφιερωμένο στο Γερμανό, γνωστό και στην Ελλάδα, συγγραφέα Φρανκ Μάγερ, ο οποίος έγραψε για τα εγκλήματα των συμπατριωτών του στην Ελλάδα, έμεινε ορφανός από πατέρα και υπηρέτησε πιστά την Αλήθεια και μόνο. Ο Μάγερ έχασε τη ζωή του σε τροχαίο στη Γερμανία το 2009.

Tώρα που οι μνήμες αμβλύνθηκαν, τώρα που τα μικρά σπουργίτια έπαψε πια να τα τρομάζει ο ήχος των πολυβόλων, τώρα είναι καιρός να δούμε τα γεγονότα από την άλλη σκοπιά. Αυτή του ανθρώπου…

Ο ΟΥΦΤΣΙΕΡ (αξιωματικός) ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΦΡΑΝΚ

«Αγωνίζομαι να βρω μια απάντηση και σκέφτομαι όλα τα απελπισμένα μεταπολεμικά χρόνια χωρίς τον πατέρα, την αιώνια ελπίδα της επιστροφής του και ξαφνικά θυμάμαι αυτό το όνειρο: Ανεβαίνω σε ένα βουνό, στο οποίο βόσκουν ειρηνικά κάποια πρόβατα. Πάνω στην κορφή του βουνού βρίσκεται ένας ξύλινος σταυρός.

Είμαι ένα μικρό παιδάκι. Φοράω κοντό παντελόνι με τιράντες, ένα κοντομάνικο, πολύχρωμο πουκάμισο και σανδάλια. Είναι καλοκαίρι. Βλέπω μόνο την πλάτη, αλλά εγώ είμαι αυτός που μου έχει γυρίσει την πλάτη.

Δίπλα μου προχωράει ένας άντρας. Είναι μεγαλόσωμος και μου εμπνέει εμπιστοσύνη, ασφάλεια και ένα καταπληκτικό συναίσθημα ικανοποίησης. Και απ’ αυτόν βλέπω μόνον την πλάτη, αλλά ξέρω ποιος είναι. Φορά ένα γκριζωπό κουστούμι. Προχωρούμε κατευθείαν μέσα στον ανατέλλοντα ήλιο, αλλά δε φοβάμαι τις λαμπερές ακτίνες του και μπορώ ατιμώρητα να τις κοιτώ.

Εύχομαι να με πάρει από το χέρι, αλλά δεν το κάνει.

Ξυπνώ και αρχίζω να κλαίω…»

Μ’ αυτά τα λόγια ο Γερμανός επιχειρηματίας και συγγραφέας Χέρμαν Φρανκ Μάγερ (Herman Frank Meyer) εκφράζει στο βιβλίο του «Η Αναζήτηση. Ανθρώπινα πεπρωμένα στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941- ’44», την απελπισία του για το θάνατο του πατέρα του, Χέρμαν Μαγερ (Herman Meyer), αξιωματικού επιμελητείας του γερμανικού στρατού Κατοχής, στη Στερεά Ελλάδα. Ο Χέρμαν Μάγερ ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα και πιστός εθνικοσοσιαλιστής, ο οποίος συνελήφθη από τους αντάρτες του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, στη διάρκεια της αποστολής του και της εντολής που του δόθηκε να επισκευάσει τη γέφυρα του Γοργοπόταμου, που είχαν ανατινάξει οι ενωμένοι αντάρτες, υπό την καθοδήγηση των Άγγλων Μάγερς (Mayers) και Γουντχάουζ (Woodhaus).

Υπήρχε ρητή διαταγή να μην ανταλλάσσονται αντάρτες, ενώ από την άλλη να μην κρατούν οι αντάρτες αιχμαλώτους

Εκινείτο μεταξύ Πλατυστόμου και Λιδορικίου για να μεταφέρει ξυλεία και τροφή στους 260 άνδρες του λόχου που εργάζονταν καθημερινά 24 ώρες, για να τελειώσουν το σημαντικό έργο τους, αφού είχε αποκοπεί ο κυριότερος δρόμος ανεφοδιασμού προς την Ανατολική Μεσόγειο.

Ήταν αξιωματικός επιμελητείας και υπεύθυνος για τη διατροφή, το ρουχισμό, τη μισθοδοσία και τη γενικότερη διοίκηση του 117ου λόχου.

Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1942 έγινε 39 χρονών.

Ήταν δάσκαλος με ιδέες παιδαγωγικής προχωρημένες για την εποχή του και με στάση ανθρώπινη προς όλους – ακόμη και τους Εβραίους – αντίθετος με την αυταρχική συμπεριφορά των συναδέλφων του και υπέρμαχος ενός πιο δημοκρατικού σχολείου.

Συνελήφθη από τέσσερις ΕΛΑΣίτες που σταμάτησαν το μαύρο Φόλκσβάγκεν του στο δρόμο Λαμίας-Καρπενησίου και εκτελέστηκε τον Απρίλιο του ’43 μαζί με 33 άλλους συμπολεμιστές του και μία γυναίκα από τη Βιέννη, διερμηνέα, πιστοί ως το τέλος στον Αδόλφο Χίτλερ και την ιδεολογία τους.

Όλοι μαζί, λίγο πριν ηχήσουν τα όπλα των ανταρτών, φώναξαν για τελευταία φορά «Ζήτω ο Χίτλερ».

Ο πατέρας του μπορούσε να σώσει τη ζωή του, όταν οι αντάρτες του ζήτησαν να μεταβεί στη Λαμία και να διαπραγματευτεί με τους ανωτέρους του την ανταλλαγή των αιχμαλώτων Γερμανών με συλληφθέντες από τους Γερμανούς αντάρτες. Ο Μάγερ γνώριζε καλά πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αφού υπήρχε ρητή διαταγή να μην ανταλλάσσονται αντάρτες, ενώ από την άλλη να μην κρατούν οι αντάρτες αιχμαλώτους. Ήταν αδύνατο πρακτικά κάτι τέτοιο και για τις δύο πλευρές.

Ο Γερμανός αξιωματικός Χέρμαν Μάγερ γνώριζε καλά τις διαταγές που ίσχυαν από την πλευρά των δικών του. Θα είχε την ευκαιρία όμως έτσι, με το πρόσχημα αυτής της διαπραγμάτευσης, να φύγει και να σωθεί.

Φρανκ Μάγερ και Αλίκη Νάσση

Δεν το έπραξε. Ο Γερμανός αξιωματικός έμεινε μαζί με τους συντρόφους του και άφησε την τελευταία του πνοή σε τούτο τον τόπο που οι υπόλοιποι συμπατριώτες του αιματοκύλισαν, στο πλαίσιο της επεκτατικής τους πολιτικής.

Με τη διαφορά ότι ο Χέρμαν Μάγερ – ο καπετάνιος, όπως οι κάτοικοι της περιοχής τον αποκαλούσαν – καμία σχέση δεν είχε με αυτή τη νοοτροπία και ως δάσκαλος στο επάγγελμα, είχε κάποτε γράψει: «Όποιος δάσκαλος κάνει μόνο το καθήκον του, δεν κάνει τίποτε», πιστεύοντας ακράδαντα ότι αυτό που επιτελούσε δεν ήταν επάγγελμα, αλλά λειτούργημα. Και το ίδιο ασυμβίβαστα είχε αποφασίσει τώρα να πεθάνει μαζί με τους συντρόφους του και να μην δείξει, ως Γερμανός αξιωματικός, τον παραμικρό φόβο και αδυναμία.

«Κάντε ό,τι θέλετε», πέταξε καταπρόσωπο στον Άρη, εγκαταλείποντας έτσι τον εαυτό του και τους συντρόφους του στην τύχη τους. Και βέβαια δεν σκέφτηκε στιγμή, όπως προειπώθηκε, να εκμεταλλευτεί την πρόταση του αρχηγού του ΕΛΑΣ να πάει στη Λαμία για διαπραγματεύσεις και να σωθεί ο ίδιος.

Υπήρξε δε αγαπητός και στους Έλληνες της περιοχής για την καλή συμπεριφορά απέναντί τους. «Ο πατέρας σου ήταν ιδιαίτερα αγαπητός», είπαν στον Φρανκ Μάγερ κάποιοι κάτοικοι της περιοχής που τον γνώριζαν καλά. «Όταν είχαμε προβλήματα με τους Ιταλούς που μας έκλεβαν γουρούνια ή μας λήστευαν, σ’ αυτόν πηγαίναμε, στον «Ούφτσιερ», όπως τον λέγαμε, για να βρούμε το δίκιο μας˙ και εκείνος είχε πάντα ένα καλό λόγο να πει για μας στο στρατηγείο στη Λαμία. Συχνά κατάφερνε να διορθώνονται οι αδικίες που μας γινόταν».

Το μόνο που έκανε ήταν το καθήκον του να επισκευάσει μια γέφυρα, ακολουθώντας τις εντολές των ανωτέρων του, όπως και χιλιάδες άλλοι Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες που συμφωνούσαν αλλά και διαφωνούσαν με τις επιλογές και την πολιτική των κυβερνώντων τις χώρες τους.

Την ώρα που τον οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης, εκείνος είχε το κουράγιο να χαϊδέψει το κεφάλι ενός από τα παιδιά της περιοχής που συνόδευαν γεμάτα παιδική περιέργεια και αθωότητα τους μελλοθάνατους, χωρίς να υποψιάζονται πόσο βαθιές θα ήταν οι πληγές στις παιδικές ψυχές τους ως σήμερα, από το θέαμα που σε λίγο θα αντίκριζαν.

Έτσι και οι 34 Γερμανοί και η θαρραλέα Βιεννέζα γυναίκα, Γκέρτρουντ Ράντβαιν, διερμηνέας των Γερμανών, οδηγήθηκαν γυμνοί στον τόπο της εκτέλεσης, μέσα στο παγωμένο πρωινό, και μερικοί από αυτούς αφέθηκαν να πεθάνουν αργά και βασανιστικά μέσα στον φρεσκοανοιγμένο λάκκο τους, αφού διατηρούσαν την πνευματική τους ικανότητα, αλλά πέθαιναν από την ακατάσχετη αιμορραγία.

Μία σφαίρα θα είχε δώσει τέλος σ’ αυτό το μαρτύριο.

Μία ακόμη σφαίρα από εκείνες που ρίχτηκαν ανελέητα σ’ αυτόν τον πόλεμο…

«Κανείς δεν παραπονιόταν, κανείς δεν έλεγε κάτι. Ήταν φρικτό. Εμείς τα παιδιά τρέχαμε δεξιά κι αριστερά δίπλα στους Γερμανούς. Από τους μεγαλύτερους του χωριού λίγοι ακολουθούσαν, αλλά εμείς τα παιδιά ήμασταν περίεργα και μας είχαν επιτρέψει να ακολουθήσουμε. Οι αντάρτες δεν ενοχλούνταν από την παρουσία μας», διηγείται ο Γιώργος Κωτσόβολος στο γιο του Γερμανού καπετάνιου.

Την ώρα που τον οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης, εκείνος είχε το κουράγιο να χαϊδέψει το κεφάλι ενός από τα παιδιά της περιοχής

«Πηγαίναμε στους Γερμανούς αιχμαλώτους στο σχολείο αμύγδαλα και πότε-πότε και κανένα τσιγάρο. Οι σκοποί δεν είχαν αντίρρηση. Καθώς οι Γερμανοί οδηγούνταν στο νεκροταφείο, εμείς τρέχαμε δίπλα τους. Είχαν χάσει πια κάθε ελπίδα. Παντού βρίσκονταν άνδρες με όπλα στα χέρια. Εγώ έτρεχα δίπλα στον καπετάνιο. Εκείνος μου χαμογέλασε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Ηταν ο πρώτος στη σειρά. Το άλλο του χέρι ήταν δεμένο με εκείνο της γυναίκας. Με αναγνώρισε, γιατί με είχε ξαναδεί στο σχολείο, όταν πήγαινα φουντούκια στους φυλακισμένους».

«Αγαπούσε τα παιδιά. Ήταν δάσκαλος», απάντησε ο Φρανκ συγκινημένος.

Και οι άνθρωποι που αγαπούν τα παιδιά, που βρίσκουν το κουράγιο να χαϊδέψουν τα παιδικά τους κεφαλάκια, λίγο πριν η σφαίρα ενός όπλου σταματήσει για πάντα τη ζωή τους, αξίζει άραγε να πεθαίνουν μ’ αυτόν τον τρόπο;

Μα, το δίκιο του αμυνόμενου, θα απαντήσει κάποιος. Το δικαίωμα να διαφεντεύει τον τόπο του. Να τιμωρεί κάθε εισβολέα.

Ναι, αλλά και το φυσικό δικαίωμα της ζωής; Το δικαίωμα του αιχμαλώτου; Η ελληνική λεβεντιά; Η μεγαλοψυχία; Το έλεος που οι προγονοί μας μάς κληροδότησαν; Χαμένα κι εκείνα στη δίνη ενός πολέμου που άφησε χιλιάδες ορφανά και μανάδες απαρηγόρητες σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.

Ο «Ούφτσιερ» εκείνη τη στιγμή που θώπευε με τρυφερότητα το μικρό Ελληνόπουλο που έτρεχε δίπλα του, χωρίς να υποψιάζεται πόσες πληγές θα άνοιγε στην ψυχή του το θέαμα που σε λίγο θα αντίκριζε, και του χάρισε το τελευταίο χαμόγελό του, μέσα στο μυαλό του δεν είχε πια τη λανθασμένη ιδεολογία του και τον αρχηγό του.

Είχε την εικόνα του μικρού του Φρανκ, του Στέπκε και τη Χελγκαλάιν του, εκεί στη Γερμανία. Το δακρυσμένο πρόσωπο της γυναίκας του. Το μέλλον τους χωρίς αυτόν. Χωρίς τη στοργική του σκιά. Την ασφάλεια που τους έδινε το μεγάλο του χέρι…

«Αυτός ο θάνατος δόθηκε με την ομοβροντία του αντάρτικου αποσπάσματος στους κτηνώδεις εισβολείς. Έπεσαν όλοι προς τα πίσω, ενώ ο χιτλεροφασίστας αξιωματικός, μόνο αυτός, έπεσε προς τα μπρος, αφού η σφαίρα, όπως το επιθυμούσε, τον είχε βρει στην καρδιά», έγραψε το 1975 ο καπετάν Θωμάς που συμμετείχε στο εκτελεστικό απόσπασμα του ΕΛΑΣ. Σύμφωνα πάντα με την αφήγησή του, ο Γερμανός αξιωματικός τον προκαλούσε πριν, ζητώντας του αυτόν να τον σημαδέψει κατευθείαν στην καρδιά.

Δύο απ’ αυτούς, ίσως, γιατί κάποιοι απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα δεν τους πυροβόλησαν σκόπιμα, κατόπιν προσυνεννοήσεως, βγήκαν από το λάκκο που είχαν πέσει οι νεκροί σύντροφοί τους και έφτασαν στα γειτονικά χωριά, όπου και εμπιστεύτηκαν έναν βοσκό ο ένας, που τον παρέδωσε μαζί με τη γυναίκα του στους αντάρτες, για να τον ξαναεκτελέσουν, με επιτυχία αυτή τη φορά, και τον παπά του χωριού ο δεύτερος, που κι εκείνος έπραξε το ίδιο, λησμονώντας τις επιταγές του δικού του Θεού της Αγάπης. Και φυσικά είχε και ο δεύτερος δραπέτης του θανάτου Γερμανός στρατιώτης, την ίδια τύχη με το σύντροφό του.

Πολύ χειρότερα συνέβαιναν από την πλευρά των κατακτητών και είναι γνωστά τα όσα εγκλήματα διαπράχτηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη

Πολύ χειρότερα συνέβαιναν, ασφαλώς, από την πλευρά των κατακτητών και είναι γνωστά τα όσα εγκλήματα διαπράχτηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τη θανάτωση εκατομμυρίων Εβραίων, χιλιάδων Ρομά, τις ομαδικές εκτελέσεις αμάχων στη χώρα μας και στην Ήπειρο, με κορυφαίο το Κομμένο της Άρτας, όπου 317 κάτοικοι κάθε ηλικίας και φύλου, ακόμη και νεογέννητα βρέφη αλλά και έμβρυα, θανατώθηκαν από τους Γερμανούς που νόμισαν ότι το μικρό αυτό χωριό συνεργαζόταν με τους αντάρτες.

Ο συγγραφέας Μάγερ γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του «Αναζήτηση, ανθρώπινα πεπρωμένα στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-’44», ότι σε ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τη χώρα του, απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο η παλαιότερη γενιά προσπάθησε να κρύψει την αλήθεια για τον πόλεμο αυτό από τους νεότερους. Συμπληρώνει ακόμη ότι, παρόλο που ο πατέρας του υπήρξε μέλος ενός βδελυρού καθεστώτος, του είναι αδύνατο να μην λυπάται ακόμη και σήμερα για το θάνατό του. Σκοπός του όμως δεν είναι να υπερασπιστεί τα πιστεύω του και τη συμπεριφορά του, χωρίς αυτό να μειώνει τη λύπη του γι’ αυτό που συνέβη σ’ αυτόν και τους συγκρατούμενούς του.

Και είναι πέρα για πέρα ανθρώπινο αυτό που ο Γερμανός συγγραφέας αισθάνεται. Πέρα για πέρα αληθινό και συγκινητικό, όσο τα δάκρυα που στάλαξαν στα μάγουλά του, όταν στην οικία μου, μετά τις επισκέψεις μας στα χωριά του Φαναρίου Πρέβεζας και την Κρυοπηγή Ζαλόγγου, για τη συνάντηση με βιώσαντες τα γεγονότα κατοίκους, του ανέγνωσα το αφιέρωμα στον πατέρα του.

Το μόνο που μου είπε με πίκρα, μόλις τελείωσα, ήταν: «Es hat kein Sinn, Frideriki, es hat kein Sinn…» (Δεν έχει νόημα, Φρειδερίκη, δεν έχει κανένα νόημα…)

Κι όμως, Φρανκ Μάγερ, έχει. Και νόημα και σκοπό.

Η ανθρωπιά και το έλεος που μας δίδαξαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι και για το οποίο είχαν οι Αθηναίοι και βωμό του Ελέου ιδρύσει στην πόλη τους, θεοποιώντας την έννοια αυτή, έχουν πάντα νόημα. Αξία διαχρονική.

Και αυτός είναι και ο λόγος που γράφτηκε αυτό το αφιέρωμα στο Γερμανό αξιωματικό, τον κατακτητή που δεν έπαψε στιγμή να παραμένει άνθρωπος και μέσα σε εκείνον τον ανελέητο πόλεμο. Που δίδαξε, ακόμη κι αν υπήρξε θύτης. Που σεβάστηκε τη δική του Πατρίδα και το χρέος του προς αυτήν, ακόμη κι αν διαφωνούσε με τους ανωτέρους του. Όπως ακριβώς και ο Σωκράτης, 23 αιώνες πριν. Που ήπιε το κώνειο, παρόλο που οι συμπολίτες του έκαναν λάθος.

Έχει, Φρανκ Μάγερ, σκοπό και νόημα ετούτο το αφιέρωμα στο δικό σου πατέρα. Σε έναν από εκείνους που άφησαν την τελευταία τους πνοή στον τόπο που ήλθαν να υποτάξουν. Που πλήρωσαν με το αίμα τους τα λάθη και την αλαζονεία των αρχηγών τους. Ακριβώς όπως πληρώσαμε κι εμείς, αιώνες τώρα, τα δικά μας λάθη. Τη σαλακωνεία των δικών μας αρχηγών. Στη μεγάλη Επανάσταση του γένους. Στη Μικρασία. Στον εμφύλιο. Στη μεταπολίτευση. Ακόμη και τώρα. Και ποιος ξέρει για πόσο ακόμη…

«Ο πατέρας μου ήταν κατακτητής. Ήλθε εδώ για να σας υποδουλώσει. Τι περίμενε πως θα του συμβεί; Ήταν φυσικό και αναμενόμενο αυτό που έγινε, αφού έπεσε στα χέρια των ανταρτών», επέμενε ο Φρανκ, σκουπίζοντας τα δάκρυά του, τα οποία, όπως με διαβεβαίωσε η γλυκύτατη σύντροφός του Λίζελ, πάντοτε κυλούν από τα μάτια του, όταν αναφέρεται σε κείνον. Και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Κι ας έχει πλέον τα δικά του παιδιά.

Ο Φρανκ Μάγερ πονά και είναι φυσικό. Έχουν δε εκείνα τα δάκρυα την ίδια γεύση με αυτά που τρέχουν από τα γέρικα μάτια των συντοπιτών μας, σαν φέρνουν στη μνήμη τους αυτά τα γεγονότα. Το ίδιο παράπονο. Την ίδια πίκρα…

«Δεν έχει νόημα, Φρειδερίκη, δεν έχει κανένα νόημα…»

Ο Φρανκ Μάγερ δεν έπαψε να περιμένει τον πατέρα του να γυρίσει από τον πόλεμο. Όταν τον έχασε, ήταν μόλις δυόμισι χρονών. Έζησε ορφανός με τη μητέρα του Έρικα, την αδελφή του Χέλγκα (Χέλγκαλάιν), 4 χρονών, και το μικρότερο αδελφό του Χέλμουτ (Στέπκε), 5 μηνών .

Για την κηδεία του, που έγινε το 1971, ο Μάγερ γράφει γεμάτος συγκίνηση:«Κανένα κομμάτι στο αρμόνιο, καμιά ομιλία προς τιμή του, κανένας φίλος του, κανένα παράσημο, κανένας σύντροφος που θα έλεγε: «Χέρμαν Μάγερ, υπηρέτησες πιστά την Πατρίδα σου», καμιά ορχήστρα που θα έπαιζε το «είχα ένα σύντροφο», μόνο εμείς. Δεν ήταν απαραίτητο να τον μεταφέρουν τέσσερις άνδρες, γιατί ήταν πολύ ελαφρύς (σ.σ. Ο Μάγερ πήρε τα οστά του πατέρα του πολλά χρόνια αργότερα και τα μετέφερε στην πατρίδα του). Παρατήρησα πως ο φύλακας του νεκροταφείου κρύφτηκε γεμάτος περιέργεια πίσω από μια φρεσκοκομμένη ιτιά.

Τέτοια κηδεία δεν είχε σίγουρα ξαναδεί. Τοποθετήσαμε το φέρετρο πάνω σε δυο χοντρά σχοινιά και αρχίσαμε να το κατεβάζουμε στο σκαμμένο με επιμέλεια λάκκο. Το χώμα ήταν γκριζόμαυρο και ανακατεμένο. Παρά την υγρασία του χώματος, το φέρετρο χτύπησε στις γωνίες και γλίστρησε προς τα κάτω. Τυπικό χώμα ρεικιάς. Τελείως διαφορετικό από το καστανέρυθρο, σταθερό χώμα της Κολοκυθιάς» (χωριό εκτέλεσης του πατέρα του).

Ο Φρανκ Μάγερ επισκέφτηκε ο ίδιος τον καπετάν Τάσο, τον άνθρωπο που συνέλαβε τον πατέρα του και έδωσε τη διαταγή για την εκτέλεσή του. Επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο Δήμος Τσώκας ή Φώτης Παρνασιώτης, εκείνη την εποχή. Τον βρήκε στο σπίτι του στην Αθήνα και δεν του φανέρωσε ευθύς εξ αρχής την ταυτότητά του. Όταν τελικά του αποκαλύφθηκε, εκείνος εξοργίστηκε, νομίζοντας ότι η επίσκεψη του γιου του Γερμανού καπετάνιου στο σπίτι του είχε ύπουλο και εκδικητικό σκοπό.

Ο Φρανκ Μάγερ, λίγο πριν του γυρίσει για πάντα την πλάτη, του είπε αυτά τα λόγια: «Έπρεπε απλά να σας γνωρίσω. Αυτή είναι η αλήθεια. Με το γεγονός αυτό πρέπει να ζήσετε εσείς, όπως κι εγώ. Και οι δυο μας πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτό το γεγονός»…

*Στο παραπάνω άρθρο περιλαμβάνονται αποσπάσματα από το βιβλίο της Αλίκης Νάσση «Τα Κατοχικά. Φανάρι Πρέβεζας».

*Φωτογραφία: Ο συγγραφέας Φρανκ Μάγερ στο σπίτι της Αλίκης Νάσση, το 2004.

Books and Style

Books and Style