ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ

Το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Δύο χαρούμενα πρόσωπα την ρώτησαν με μια φωνή «να τα πούμε;», και χωρίς να περιμένουν απάντηση άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα των Χριστουγέννων που τα συνόδευαν τα τρίγωνα που κρατούσαν στα χεράκια τους.

Χαμογελαστή, τα άφησε να πουν μέχρι τον τελευταίο στίχο και τους έδωσε μερικά κέρματα. Εκείνα χαρούμενα, φώναξαν «και του χρόνου» και έτρεξαν στην πόρτα του διπλανού διαμερίσματος.

Γύρισε στην κουζίνα της και συνέχισε τις προετοιμασίες για το δείπνο, σιγοτραγουδώντας κι αυτή κάπου κάπου τα κάλαντα. Σημαντική μέρα, σήμερα. Εκείνος της είχε πει ότι θα γύριζε από το ταξίδι του μόνο και μόνο για να είναι κοντά της αυτή την ξεχωριστή βραδιά.

Ετοίμασε το τραπέζι με το κεντητό λινό τραπεζομάντιλο. Έβγαλε από το ντουλάπι το καλό σερβίτσιο, τα μαχαιροπίρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια. Μερικά κλαράκια γκι και κεριά στα ασημένια κηροπήγια, συμπλήρωσαν την γιορτινή ατμόσφαιρα. Άναψε τα φωτάκια στο δέντρο. Στο φως τους, οι μπάλες άρχισαν να αντανακλούν ονειρικά τα αντικείμενα του σαλονιού. Ένα τελευταίο βλέμμα στον χώρο, την διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν τέλεια. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να βιαστεί να ετοιμαστεί.

Έκανε μπάνιο και φόρεσε το πράσινο βελούδινο φουστάνι της. Έπιασε τα μαλλιά της ψηλά – όπως άρεσαν σε εκείνον – με αστραφτερά χτενάκια και έβαλε αρκετό από το άρωμα που της είχε φέρει από ένα ταξίδι του στο Παρίσι. Κοίταξε το ρολόι. «Σε λίγο θα είναι εδώ», σκέφτηκε και έριξε μια τελευταία ματιά γεμάτη ικανοποίηση, στον καθρέφτη πριν βγει από το δωμάτιο.

Προχώρησε στο σαλόνι, έβαλε τα αγαπημένα της χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο στερεοφωνικό και άναψε τα κεριά που είχε από πριν σκορπίσει σε διάφορα σημεία του δωματίου. Ναι, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ γιορτινή.

Κοίταξε ξανά το ρολόι. Ίσως να είχε βρει κίνηση στους δρόμους, φυσικό για μια τέτοια μέρα. Έβαλε λίγο κρασί σε ένα ποτήρι και στάθηκε στην μπαλκονόπορτα. Θα μπορούσε να δει το αυτοκίνητό του να σταματάει μπροστά στο σπίτι της. Κοίταξε τα απέναντι διαμερίσματα. Όλα φωταγωγημένα και πίσω από κάποιες κουρτίνες διέκρινε ανθρώπους να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται ή να κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και να γελούν. Γιατί αργούσε; Έπιασε στα χέρια της το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο του κινητού του. Κλειστό. Ίσως λόγω της ημέρας, η πτήση του να είχε καθυστερήσει.

«Ξέρεις, αυτό είναι το τελευταίο μπουκάλι από το κρασί που έφτιαξε ο πατέρας μου πριν πεθάνει. Θα μου κάνεις παρέα να το πιούμε μαζί απόψε;»

Γέμισε ξανά το ποτήρι της και ακούμπησε πάλι στην μπαλκονόπορτα για να χαζέψει τα απέναντι φωτισμένα παράθυρα. Το πρόσωπό της τώρα δεν χαμογελούσε.

Ένα ανεπαίσθητο χτύπημα στην πόρτα την έκανε να αναπηδήσει. «Αυτός είναι, γιατί δεν πρόσεξα το αυτοκίνητό του στο δρόμο;» σκέφτηκε, τρέχοντας προς την πόρτα. Την άνοιξε διάπλατα όλο χαρά. Στο κατώφλι στεκόταν η Ανδριάννα, η κοπελιά από τη Ρουμανία που μένει μόνη της στον τέταρτο. Πέρα από μια «καλημέρα» στο ασανσέρ, δεν είχαν ποτέ ανταλλάξει άλλες κουβέντες. Κρατούσε πάντα το βλέμμα χαμηλωμένο και ήταν συνεσταλμένη. Με την ίδια συστολή, στεκόταν τώρα μπροστά της, κρατώντας στο χέρι ένα πλαστικό μπουκάλι.

«Περιμένεις κόσμο;», ρώτησε μόλις την είδε ντυμένη γιορτινά και το τραπέζι στρωμένο.
«Όχι», απάντησε εκείνη με ένα πικρό χαμόγελο. «Δεν περιμένω κανέναν. Πέρνα μέσα».

Παραμέρισε, και η Ανδριάννα πέρασε στο σαλόνι με δειλά βήματα.
«Ξέρεις, αυτό είναι το τελευταίο μπουκάλι από το κρασί που έφτιαξε ο πατέρας μου πριν πεθάνει. Θα μου κάνεις παρέα να το πιούμε μαζί απόψε;» Την κοίταξε με έκπληξη. Ένιωσε ότι αυτό που έκανε η Ανδριάννα ήταν μεγάλη τιμή και την αγκάλιασε.
«Έλα, κάθισε, έχω πολύ ωραίο μεζέ για να το συνοδέψουμε», της είπε και έτρεξε προς την κουζίνα να φέρει τις πιατέλες με τα φαγητά.

Τα ποτήρια γέμισαν ξανά και ξανά με το ξεχωριστό κρασί της Ανδριάννας. Αναμνήσεις άρχισαν να σκεπάζουν το τραπέζι, με κάποια συγκίνηση κάθε τόσο. Γέλια από προηγούμενα Χριστούγεννα με τα αγαπημένα πρόσωπα. Ιστορίες από τη Ρουμανία. Και όλα συνοδεύονταν κάθε τόσο από μια ευχή, καθώς ύψωναν τα ποτήρια. «Καλά Χριστούγεννα».

Όταν, κοντά στο χάραμα πια, η Ανδριάνα έφυγε, εκείνη κατάλαβε ότι ούτε μια στιγμή δεν της έλειψε εκείνος. Το κρασί που έφερε η Ανδριάννα, ήταν πράγματι ξεχωριστό και ήταν η σπονδή για μια νέα φιλία.

Καλά Χριστούγεννα, Ανδριάννα!

Books and Style

Books and Style