ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΑΛΙΚΗ ΤΣΙΑΤΑ
Καλεσμένη καλεσμένου βρέθηκα σε κάποιο σπίτι. Γιόρταζε ανήμερα των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης και οι καλεσμένοι ήταν αρκετοί. Γέλια, αστεία, πηγαδάκια, ό,τι γίνεται δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις που σμίγουν φίλοι. Συστήθηκα στους περισσότερους, χωρίς φυσικά να θυμάμαι ούτε όνομα μετά. Τι αμηχανία!
Με το παγωμένο χαμόγελο της Τζοκόντα βολεύτηκα σε μια πολυθρόνα και, δεν μπορώ να πω, οι άνθρωποι με περιποιήθηκαν. Και ποτό μου πρόσφεραν για να ευχηθώ στον εορτάζοντα και ξηρούς καρπούς και φοντανάκι. Όμως ήμουν έξω από τα νερά μου.
Το βλέμμα μου τριγυρνούσε στο χώρο. Προσπαθούσα να καταλάβω ποιος ήταν ο κουμπάρος και ποιος ο μπατζανάκης. Τότε το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το δικό του. Καθόταν στην άλλη άκρη του σαλονιού. Του χαμογέλασα αλλά εκείνος, σαν να μην το είδε, στράφηκε προς τον διπλανό του και συνέχισε τη συζήτηση που είχαν σαν να ήταν το πιο σημαντικό θέμα του κόσμου. Δεν με πλήγωσε η αδιαφορία του αλλά… ούτε ένα χαμόγελο;
Ήθελα να φύγω. Ο καλεσμένος του οποίου ήμουν καλεσμένη, είχε μπλεχτεί με τους υπόλοιπους που είχε καιρό να τους δει, συζητούσε έντονα και φαινόταν να το διασκεδάζει. Δεν βαριέσαι, μια βραδιά είναι και θα περάσει, σκέφτηκα πίνοντας άλλη μια γουλιά από το ποτό μου. Κάθε τόσο η οικοδέσποινα με ρωτούσε αν ήθελα κάτι αλλά διέκρινα ότι η ερώτηση ήταν καθαρά τυπική, για να μην φανεί αγενής. Μετά πήγαινε προς την κουζίνα για να ρίξει μια ματιά στο ταψί με το αρνάκι στο φούρνο. Το ότι θα καθόμουν στο ίδιο τραπέζι και θα έτρωγα με όλους αυτούς τους άγνωστους, με έφερε στα πρόθυρα του πανικού. Ήταν ξένοι και θα παρέμεναν, όπως έδειχναν τα πράγματα. Κάποιος στάθηκε μπροστά μου και με ρώτησε αν ήθελα ακόμα ένα ποτό. Ναι, ήθελα άλλο ένα ποτό αλλά απάντησα χαμογελαστά «όχι». Θα ζαλιζόμουνα και δεν θα ήμουνα και τόσο κόσμια εικόνα για όλους αυτούς που ούτε τα ονόματά τους δεν ήξερα.
Η οικοδέσποινα ανακοίνωσε ότι το τραπέζι ήταν έτοιμο και ότι μπορούσαμε να περάσουμε στις θέσεις μας.
«Ποια είναι η θέση μου;» τόλμησα να ρωτήσω, αλλά ποιος νοιάστηκε να μου απαντήσει; Ούτε ο καλεσμένος του οποίου ήμουν καλεσμένη που έσπευσε να καθίσει ανάμεσα στους φίλους του. Δεν λέω, ήμουνα ξένη αλλά στο κάτω-κάτω όλοι είμαστε ξένοι μέχρι να γίνουμε γνωστοί. Τελικά σήμερα έτυχε να έχω τον ανθρωποδιώχτη; Ντυμένη και στολισμένη ήμουνα όπως άρμοζε στην περίσταση χωρίς υπερβολές και το άρωμά μου μοσχομύριζε, τι στο καλό.
«Έλα να καθίσεις εδώ», μια φωνή είπε. Γύρισα και τον είδα να έχει απλωμένο το χέρι και να μου δείχνει την καρέκλα δίπλα του. Κάθισα χωρίς πολλά λόγια. Ήρθαν οι πιατέλες με τα φαγητά και έπεσαν όλοι με τα μούτρα παινεύοντας την οικοδέσποινα για τις μαγειρικές της ικανότητες. Έσπευσα κι εγώ για να προλάβω κανένα μεζέ. Σιγά μην καθόμουνα να περιμένω δείχνοντας τους καλούς μου τρόπους. Βλέποντας ότι εκείνος καθόταν με το πιάτο του άδειο, τον ρώτησα αν ήθελε να τον σερβίρω και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Ξεκίνησα να τρώω χωρίς πλέον να δίνω σημασία σε κανέναν μέχρι που ένιωσα το χέρι εκείνου στο δικό μου. Τα καστανά του μάτια είχαν καρφωθεί στα δικά μου.
«Σ’ αγαπώ», είπε απλά…
Αυτές οι δύο μικρές λέξεις με αιφνιδίασαν, σαν να τις άκουσα πρώτη φορά. Αλήθεια, πόσο καιρό είχα να τις ακούσω με αυτό τον τρόπο και πόσο ακόμα περισσότερος καιρός είχε περάσει από τότε που τις είπα για τελευταία φορά; Σαν να εξαφανίστηκαν όλοι αυτοί οι «ξένοι» από το τραπέζι και από το παράθυρο έφεγγαν εκατοντάδες πυροτεχνήματα. Πόση δύναμη κρύβουν αυτές οι δύο μικρές λέξεις. Το χαμόγελο της Τζοκόντα διαδέχτηκε ένα εγκάρδιο και γεμάτο χαρά χαμόγελο.
Όσο αυθόρμητο ήταν αυτό το «σ’ αγαπώ», τόσο αυθόρμητο ήταν και το άγγιγμά μου στο πρόσωπό του γιατί, ήταν μόλις… πέντε χρονών.