ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΠΑΣΤΑ

Έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες

Και καπετάνιο Χιώτη λέει το λαϊκό άσμα 

Τα Καρδάμυλα, ο Βροντάδος της Χίου και οι Οινούσσες γεννούν ναυτικούς, καπεταναίους, μηχανικούς και εφοπλιστές Ανθρώπους που το πνεύμα τους, το κοινωνικό τους έργο και η αγάπη τους για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, τιμούν την Ελλάδα και το ιστορικό της παρελθόν, που συναντά αέναα το παρόν και το μέλλον.

Εδώ, σε αυτό το αρχιπέλαγο, σύμπλεγμα θαλασσών, πολυσχιδών ακτών και χιλιάδων νήσων που στεφανώνονται από το λαμπερό Αιγαίο φως, τον ήλιο και τον καταγάλανο ουρανό είναι το σταυροδρόμι, αιώνες τώρα, του πολιτισμού και της γνώσης της Ανατολής και της Δύσης.

Άνθρωπος και θάλασσα

Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα πότε οι άνθρωποι άρχισαν να ταξιδεύουν στην ανοικτή θάλασσα και αυτό δεν θα απαντηθεί ποτέ με βεβαιότητα.

Ένας μεγάλος ιστιοπλόος και πρωτοπόρος της ναυτικής πειραματικής αρχαιολογίας, ο Thor Heyerdalh έγραψε πολύ ορθά «Ο άνθρωπος έμαθε να χρησιμοποιεί ένα κουπί και ένα πανί προτού καβαλήσει τη ράχη ενός ζώου και κατασκευάσει μία σέλα».

Το ταξίδι του ανθρώπου στη θάλασσα, πάνω στο κύμα ξεκίνησε πιθανότατα 700.000 χρόνια από σήμερα κατά την πρώιμη Παλαιολιθική περίοδο.

Η διάσχιση του συντομότερου θαλάσσιου δρόμου μεταξύ Αφρικής και Ευρώπης, των στενών του Γιβραλτάρ, τοποθετείται πλέον 200.000-500.000 χρόνια πριν τη σημερινή εποχή. Ενώ μία ακόμα παλαιότερη χρονολογία έχει προταθεί για το πέρασμα του Βερίγγειου πορθμού.

Είναι πιθανόν ότι είναι ένα από τα πρώιμα μέσα μεταφοράς του ανθρώπου που αποκαλούμε «homo erectus» κατά την μετακίνησή του στις λίμνες, τα ποτάμια και τους υδάτινους δρόμους της ξηράς, ήταν κάποιες πρωτόγονες σχεδίες.

Οτιδήποτε μπορούσε να επιπλεύσει και διέθετε επαρκή πλευστότητα ώστε να κρατήσει τον άνθρωπο πάνω από το νερό ήταν αρκετό να επανενώσει τους ανθρώπους των πρώιμων κοινωνιών που είχαν σκορπιστεί από μια πλημμύρα. Τέτοια πλεούμενα χρησιμοποιούνταν επίσης για το ψάρεμα και μπορούσαν να κατασκευαστούν με απλά λίθινα εργαλεία της εποχής.

Όλα ξεκίνησαν με τον άνθρωπο που καβάλησε τον κορμό ενός δέντρου που επέπλεε, έπειτα ο κορμός καθαρίστηκε από τα κλαδιά του και μετά με φωτιά και με τη βοήθεια ενός θαλασσινού όστρακου που χρησιμοποιούνταν σαν σκεπάρνι ο κορμός έγινε κοίλος. Έτσι εφευρέθηκε το σκαφτό μόνοξυλο πρόγονος του κανό. Το μονόξυλο ήταν ένας νεωτερισμός, ένα βήμα μπροστά για τη ναυπηγική τεχνολογία.

Το μονόξυλο είναι λοιπόν ελληνική λέξη που χρησιμοποιείται παντού σε διάφορα τοπωνύμια, ακόμα και στην Παλαιοκαστρίτσα, στην βορειοδυτική Κέρκυρα.

Στη γαλλική γλώσσα ο όρος monoxyle και ο ιταλικός monossile προέρχονται από την ελληνική λέξη. Πρώιμα προϊστορικά παραδείγματα μολύβδινων ομοιωμάτων μονόξυλων του Αιγαίου προέρχονται από τη Νάξο και βρίσκονται σήμερα στο Ashmolean Museum της Οξφόρδης.

Αντίθετα με άλλα μέρη του κόσμου, όπου μόνο με την εθνογραφία κάνουμε υποθέσεις για τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στο νερό, η Ανατολική Μεσόγειος, λίκνο πολλών πολιτισμών διασώζει μαρτυρίες των πρώτων προσπαθειών του ανθρώπου να μετακινηθεί στους υδάτινους δρόμους. Πολύ πριν από την εφεύρεση της γραφής, υπάρχουν απεικονίσεις σκαφών από λίμνες, ποταμούς, θάλασσες και σε βραχογραφίες και σε χαράγματα. Η ζωγραφική σε αγγεία, ανάγλυφα, αγάλματα και τρισδιάστατα ομοιώματα πλοίων ήρθαν πολύ αργότερα και μας δίνουν μια πιο σωστή ιδέα της προόδου της ναυπηγικής και της πρώιμης ναυσιπλοΐας.

Από την παλαιολιθική και τη Μεσολιθική περίοδο δεν υπάρχουν γραπτές πηγές ή απεικονίσεις, ούτε ιδιαίτερα αρχαιολογικά ευρήματα που μπορούν να μας βοηθήσουν στην γνώση και την κατανόηση του είδους των πλοίων και τις μεθόδους κατασκευής τους.

Όμως, έχουμε κάποια στοιχεία από την Ύστερη Νεολιθική περίοδο με ορισμένες βραχογραφίες και χαράγματα που απεικονίζουν πλοία, αργότερα, στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Επίσης παραστάσεις πλοίων έχουν παρατηρηθεί σε κεραμικά αγγεία, ενώ υπάρχουν και πήλινα ομοιώματα. Πολλές μαρτυρίες με το διάβα των αιώνων έχουν φτάσει στα χέρια μελετητών, όπως τοιχογραφίες, λεπτεπίλεπτες αγγειογραφίες, γλυπτά σε χαμηλό η υψηλό ανάγλυφο, πλοία αποτυπωμένα σε σφραγίδες, αργότερα δε και σε νομίσματα, εξαιρετικά ομοιώματα φτιαγμένα από πηλό, ξύλο, μέταλλο και ένας μεγάλος αριθμός γραπτών πηγών που παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες.

Πάντως, ένα είναι σίγουρο. Το πρώτο ταξίδι έχει καταγραφεί στις Κυκλάδες στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου γύρω στο 11.000 π.Χ.

Σε αυτό το ταξίδι μεταφέρθηκε οψιδιανός από την Μήλο στο σπήλαιο Φράγχθι στην ανατολική Πελοπόννησο.

Αυτό σημαίνει περίπου 75 μίλια ναυτικού ταξιδιού στην ανοιχτή θάλασσα.

Δεν είναι καθόλου περίεργο που αυτό το ταξίδι πραγματοποιήθηκε στο Αιγαίο γιατί η θάλασσά μας είναι γεμάτη νησιά, νησίδες και βραχονησίδες και με μια δαντελωτή ακτή που εναλλάσσει ακρωτήρια και κάβους με κόλπους, όρμους και μικρά λιμάνια, ιδανικό σκηνικό για τη θαλάσσια κινητικότητα.

Οι κάτοικοι εκεί στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου, που αργότερα θα αποκαλούνταν Έλληνες, για τις ανάγκες τους και την περιέργεια τους, κατασκεύασαν αρχικά σχεδίες και βάρκες και αργότερα όμορφα και εξαιρετικά πλοία πολύ αποτελεσματικά.

Όταν αυτό το ταξίδι πραγματοποιήθηκε πειραματικά το 1989, με ένα πρωτόγονο σκάφος που φτιαχνόταν πιθανόν για χιλιετίες στο νησί της Κέρκυρας και αποκαλείται τώρα «Κερκυραϊκή Παπυρέλλα», χρειάστηκε περίπου μια εβδομάδα από τη Λαυρεωτική να φτάσει στην Μήλο με μέση ταχύτητα 2 κόμβων, κωπηλατώντας την ημέρα και αναπαυόμενοι τη νύχτα, με έξι κωπηλάτες, όπως έχει καταγραφεί από την εθνογραφική έρευνα.

Τα ελάχιστα στοιχεία της νεολιθικής περιόδου βρέθηκαν το 1992 στο Δισπηλιό, στη λίμνη της Καστοριάς, στην Μακεδονία. Ήταν ένα λιμναίο σκάφος μονόξυλο μήκους 3,30m που αποκαλύφθηκε σε σχετικά καλή κατάσταση μέσα στη λάσπη της λίμνης.

Βραχογραφίες στην κορυφή του Αρωνιού στη Νάξο αναπαριστούν πλοία πάνω στα οποία απεικονίζονται δύο ανθρώπινες μορφές, ενώ στο δεύτερο πλοίο ένα βοοειδές και μία αίγα.

Στην εποχή του Σιδήρου, στη Γεωμετρική περίοδο εμφανίζονται οι πολυήρεις με πληθώρα κουπιών και μια καινοτομία, το έμβολο, ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο όπλο που αποτελεί στο εξής τμήμα κάθε πλοίου που επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στον πόλεμο.

Αυτά τα πλοία απεικονίζονται συχνά με πάνω από μία σειρά κωπηλατών. Οι καλύτερες απεικονίσεις στην πρώϊμη γεωμετρική περίοδο χρονολογούνται στον 8ο π.Χ. αιώνα.

Παράδειγμα, ένας κρατήρας από τη Θήβα που χρονολογείται στα 735-710 π.Χ. και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό μουσείο.

Απεικονίζεται ένα μεγάλο πλοίο με τρία επίπεδα κωπηλατών, που είναι το πρώτο παράδειγμα μιας τριήρους.

Θα επισημάνουμε ότι αυτή ήταν η περίοδος που ο Β’ ελληνικός αποικισμός έφτασε στο απόγειο του (8ος– 6ος αι. π.Χ.) και οι θαλάσσιοι δρόμοι διέτρεχαν όλη τη Μεσόγειο και την Μαύρη θάλασσα.

Τα ελληνικά πλοία ξεκινώντας από τα λιμάνια της ηπειρωτικής χώρας, τα νησιά, τις ακτές της μικράς Ασίας στη Μαύρη θάλασσα, την Μεγάλη Ελλάδα, στις ελληνικές αποικίες της νότιας Γαλλίας, συνεχίζοντας δυτικά μέχρι τις Στήλες του Ηρακλέους και ακόμα παραπέρα.

Έφτασαν επίσης στις Βόρειες θάλασσες, τις Κασσιτερίδες νήσους (Βρεττανικά νησιά). Τα πλοία αυτά πέρα από τα εμπορεύματα στα αμπάρια τους και επιβάτες στα καταστρώματα, μετέφεραν επίσης την κουλτούρα, τη γνώση, και τα ιδανικά του ελληνικού πολιτισμού.

Από τα τέλη του 6ου αιώνα μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. έχουμε στη διάθεσή μας αριστουργήματα της εικονογραφίας των πλοίων στην αγγειογραφία, το ανάγλυφο και την αγαλματοποιία που έχει διασωθεί, παρέχοντας πληροφορίες και πολύτιμες λεπτομέρειες για την κατασκευή τους, το σκαρί τους, το κατάρτι, τα πανιά, την εξάρτηση και τη διακόσμησή τους.

Ένα από τα αριστουργήματα που χρονολογείται το 570 π.Χ. είναι η περίφημη απεικόνιση πλοίου, το λεγόμενο ‘‘Αγγείο Francois’’. Τα ονόματα του αγγειογράφου και του κεραμοποιού αυτού του μεγάλου έργου τέχνης γνωστοποιούνται από μία επιγραφή: Κλειτίας και Εγώτιμος.

Άλλη μια περίφημη αγγειογραφία που φιλοτεχνήθηκε το 520-530 π.Χ. είναι η ερυθρόμορφη κύλικα του Εξηκία που φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Μονάχου, γνωστή ως η κύλικα του Διονύσου, που δείχνει τον θεό Διόνυσο να ταξιδεύει σε ένα πανέμορφο πλοίο πολεμικό, όπως φαίνεται από το έμβολο.

Το πανί του πλοίου είναι λευκό και τετράγωνο, ένα κλήμα με βαριά τσαμπιά σταφύλια τυλίγεται γύρω απ’το κατάρτι και την αντένα του πλοίου, ενώ δελφίνια παίζουν γύρω του πηδώντας πάνω από τα νερά του Αιγαίου πελάγους.

Άλλα αγγεία απεικονίζουν τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, αυτόν δεμένο στο κατάρτι του πλοίου του, λόγω της επιμονής του να γνωρίσει το μελωδικό και ταυτόχρονα δαιμονικό τραγούδι των Σειρήνων.

Τα κουπιά, ο μηχανισμός διεύθυνσης του πλοίου με εμφανή τα κουπιά της πρύμνης, οι οφθαλμοί ζωγραφισμένοι ως αποτροπαϊκά σύμβολα στην πλώρη, το μαϊναρισμένο πανί, τα ξάρτια, η εξάρτηση του πλοίου, το έμβολο, η κουπαστή, όλα απεικονίζονται με ακρίβεια και ρεαλιστικό τρόπο, προβάλλοντας τις εκπληκτικές ικανότητές του Έλληνα Αειναύτη στους αιώνες.

Books and Style

Books and Style