ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΙΩΤΑ ΚΛΟΥΤΣΟΥΝΗ

Καθόταν σ’ένα βράχο εδώ και ώρα.
Και κοίταζε τα χρώματα της θάλασσας στο παιχνίδισμα του φεγγαριού.
Πίσω της το εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα.
Της ζέσταινε την καρδιά της που πονούσε.
Κι εκείνη κοίταζε κάθε λίγο το ρολόι της.
Κι αναπολούσε τις στιγμές τους.
Κι εκείνες σαν κεχριμπαρένιες χάντρες κομπολογιού περνούσαν μια μια μπροστά της.
Στα μάτια της δάκρυα στάθηκαν αιχμάλωτα μη μπορώντας να ξεχυθούν στο πρόσωπό της.
Έβγαλε μια κραυγή και τυλίχτηκε στα γόνατά της.
Μαχαίρια σουβλερά τρυπούσαν κάθε ίνα του κορμιού της.
Ένιωθε έρμαια της καρδιάς της.
Το μυαλό της πάντα ήξερε να το κουμαντάρει.
Μα τη ρημάδα την καρδιά της ποτέ.
Και βυθιζόταν πάλι στις σκέψεις της.
Και κοίταζε το ρολόι της.
Και με το βλέμμα της έψαχνε τα χνάρια του.
Μα τι χαζή…
Έψαχνε γύρω της.
Ενώ μέσα της οι πατημασιές του έκαναν τσάρκα.
Και πάλι ήθελε να φωνάξει…
Και να κλάψει ήθελε…
Μα μόνο ένας λυγμός πνιγμένος μ’ αναφιλητά έβγαινε απ’ τα χείλη της.
Κι η θάλασσα χτυπούσε στα βράχια λέγοντάς της: «σώπα… σώπα».
Μα τι ατέλειωτη που μοιάζει η νύχτα απόψε.
Κι άλλοτε πέρναγαν σαν το νερό οι στιγμές.
Κι εκείνα τα φιλιά του αφήναν αποτύπωμα.
Να μη σβηστεί από τη μνήμη της ποτέ.
Κι όλο να σφίγγει με τα χέρια το κορμί της.
Να κλείνει τα μάτια της και να ονειροπολεί.
Ν’ ακούει τα γέλια τους…
Τα «σ’ αγαπώ» τους…
Κι ύστερα πάλι να φεύγει από το χθες.
Τώρα έχει πάψει να την νοιάζει η ώρα πια.
Μετράει τ’ αστέρια στον ουρανό κι εκείνα ασημοσκονισμένα της κλείνουν το μάτι.
Και το κορμί της τρέμει κι εκείνη φωνάζει όσο πιό δυνατά μπορεί.
Πάμε πάλι.
Οι δυο μας αυτή τη φορά.

Books and Style

Books and Style