ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΜΥΡΜΙΓΓΙΔΗ

Αποκλειστικά στο Books and Style, αποσπάσματα από το βιβλίο «Παράξενες Γιορτές» του Πάνου Μυρμιγγίδη, εν αναμονή του νέου βιβλίου του, το οποίο θα εκδοθεί σύντομα.

Θέλω να σου πω εδώ και αρκετό καιρό ότι με γυροφέρνει η δυσοσμία των σκέψεων σου. Σε βλέπω και όλα τα κύτταρα της εσωτερικής μου ορατής διάπλασης σήπονται. Μα σε λατρεύω_ με αηδιάζεις όμως γιατί καταφέρνεις πάντα και ανταποκρίνεσαι σε ότι χειρότερο μπορώ να φανταστώ. Είσαι μια χρωματισμένη σιγή μέσα σε όλο το συμπαντικό μου είναι. Είσαι μια όμορφη υπόσταση που θέλω να συνυπάρχω μαζί της κάθε λεπτό. Μα κάθε φορά αποτυγχάνεις.

Σε εκείνη την συναυλία όμως χόρευες με το άπειρο, πάνλαμπρα. Με κοίταγες μαγικά. Με κράταγες.
Σε φίλησα δυνατά σαν να ήταν στερνή φορά.

Τώρα διαβαίνω ολομόναχος τον δρόμο πάνω από το μπαρ που ξεχνιούνται όλα, έχοντας αφήσει μια μικρή θύμηση πάνω στη μπάρα, δίπλα στο άδειο ποτήρι μπύρας. Ήταν η μοναδική μικρή εξαίρεση-μιας και εκεί, στ’ αλήθεια ξεχνιούνται όλα-που εκσφενδονίστηκε από το πουθενά μέσα στο κατά τα άλλα συνηθισμένο μυσταγωγικό τοπίο του μπαρ… -Ειρήνη, αν και σε ξέρω ελάχιστα μόλις λεπτά της ώρας, θα ‘θελα να σου διηγηθώ μια μικρή ιστορία που συνέβη κάποτε σε ένα διαστρικό χώρο, μεταξύ ενός ξωτικού και μιας νεράιδας.

“Ήταν μια φορά και ένα καιρό ένα ξωτικό, που εντελώς τυχαία γνώρισε μια γλυκιά νεράιδα. Όταν κοιταχτήκανε ένα πανέμορφο πολύχρωμο νεφέλωμα σχηματίστηκε πάνω στον ουρανό. Και όταν έπεσε ένα αστέρι δεν έκαναν καμία ευχή_ γιατί όπως είχε ακούσει απ’ τους παλιότερους το ξωτικό, όταν έπεφτεένα αστέρι έπρεπε μόνο να το κοιτάς. Αν έκανες ευχή τα αστέρια θα θρυμματίζονταν και ο ουρανός θα σκοτείνιαζε. Δεν είπαν κουβέντα, γιατί ήξεραν ότι η γιορτή τους κάποια στιγμή θα τελείωνε_ παρόλαυτα ο ουρανός συνέχιζε να είναι εκστατικός” –Ειρηνάκι κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία. Όλα αυτά που επακολούθησαν μέσα σε αυτή την βραχεία γιορτή είναι πραγματικά πολύ βαρετά. Και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να σου τα μεταφέρω_ άλλωστε άδειασες το ποτήρι σου πιο γρήγορα από μένα όσο μίλαγα, και ήπιες και τις δύο τελευταίες γουλιές του δικού μου, και δεν θέλω να πιω άλλο τώρα. Θα σου πω μόνο ότι η γιορτή είχε άσχημο τέλος. Καληνύχτα.

…Περπατάω αδιάφορα μέσα σε ένα γλυκό φθινοπωρινό αέρα, στον δρόμο πάνω απ το μπαρ που ως γνωστόν ξεχνιούνται όλα. Οι άκρες στους δρόμους είναι γεμάτες αυτοκίνητα. Η πόλη κοιμάται. Αχνοί θόρυβοι ακούγονται παροδικά.

Books and Style

Books and Style