ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Σχετικό με την καταστροφή της Σμύρνης το 1402 από τον Ταμερλάνο (Τιμούρ)

Το έδαφος της Σμύρνης σείεται, τρομακτικοί θόρυβοι όμοιοι με θηρία της κόλασης σπέρνουν τον τρόμο. Τα τείχη της πόλης ανατινάσσονται υποσκαμμένα από τα Ταταρικά στίφη του Τιμούρ και, πέφτοντας με εφιαλτικό κρότο, σκοτώνουν εκατοτάδες πολίτες. Υστερικοί αλαλαγμοί και ποδοβολητά αλόγων ηχούν, οι Τάταροι ορμούν σαν κεραυνοί σε αίθριο ουρανό πάνω από τα συντρίμια και ισοπεδώνουν την εμβρόντητη πόλη. Πέτρες είχαν ήδη ριχτεί στο στενότερο στόμιο του λιμανιού για να αποκλείσουν την παραμικρότερη βοήθεια. Οι λιγοστοί Ιωαννίτες Ιππότες, έχοντας υποτιμήσει τον Μογγόλο Χαν, φεύγουν με βιάση με τα πλοία τους για τη Ρόδο. Στην παραλία έχουν κατέβει έντρομοι και οι κάτοικοι της πόλης. Οι ικεσίες και τα απελπισμένα τους ξεφωνητά αφήνουν αδιάφορους τους Ιππότες, οι οποίοι τους εγκαταλείπουν στο έλεος αυτού του φοβερού θηρίου.
Κανείς δεν γλιτώνει. Αιχμαλωτισμένοι και δεμένοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, σύρονται με βία μπροστά στον τύραννο, ο οποίος κάθεται πάνω σε αναπαυτικά μαξιλάρια, περιτριγυρισμένος από τους λίγους στενούς συνεργάτες του. Η διαταγή του είναι να σφαχτούν όλοι, εκεί, μπροστά τους ένας ένας, ώστε το θέαμα και η απόλαυση να κρατήσουν περισσότερο. Γιατί η κολασμένη, μαύρη ψυχή του χαίρεται, τρέφεται με το μαρτύριο των ανθρώπων.
……
Όλοι ολοφύρονται και χτυπιούνται απελπισμένοι. Τα ρούχα τους είναι κιόλας μισοσχισμένα από την άγρια μεταχείριση των απίστων.
Οι αποκεφαλισμοί αρχίζουν. Ο τρόμος βουβαίνει το πλήθος. Ουρλιάζουν μόνο κάθε φορά αυτοί που βλέπουν ν’ αποκεφαλίζεται ένας δικός τους, για ν’ ακουστούν συγχρόνως με δυσκολία τα ψιθυρίσματα των προσευχών για την ανάπαυση των ψυχών τους. Οι πιο πιστοί ζητούν συγχώρηση από τους διπλανούς τους. Το «σ’ αγαπώ» ηχεί τραγικά δίπλα στο «συγχωρημένος να είσαι». Οι μελλοθάνατοι πλησιάζουν με αρκετά σταθερό βήμα· κάποιοι από αυτούς δείχνουν μια περίεργη, για τον άσπλαχνο δυνάστη, αξιοπρέπεια.
……
Ήταν ψηλός, άγριος και αποκρουστικός. Το αριστερό του χέρι ήταν αχρηστευμένο και έλειπαν δύο δάχτυλα, ενώ κούτσαινε άσχημα από το αριστερό του πόδι. Όλη αυτή τη ζημιά την είχε πάθει στα είκοσι πέντε του χρόνια, πέφτοντας από το άλογό του, χτυπημένος άσχημα από εχθρικά βέλη που τού διέλυσαν τους τένοντες. Το δεξί του μάτι το είχε χάσει σε κάποια άλλη μάχη. Όλα τα τέρατα της γης αποφάσισαν να τού χαρίσουν από ένα χαρακτηριστικό, με αποτέλεσμα μια φοβερά αποκρουστική όψη, ικανή να προκαλέσει τρόμο και μόνο με τη θέα της.
……
Οι αποκεφαλισμοί συνεχίστηκαν ανελέητα. Ένα απαίσιο και αποτρόπαιο έργο συντελέστηκε όταν ξημέρωσε. Με διαταγή του Τιμούρ μαζεύτηκαν όλα τα κομμένα κεφάλια και φτιάχτηκε ένα τείχος. Ήταν αδύνατο να το βλέπει άνθρωπος χωρίς να βγάλει τα σωθικά του ή να χάσει τις αισθήσεις του. Το ψηλό τείχος είχε φτιαχτεί εναλλάξ από κεφάλια και πέτρες. Πάνω από κάθε κεφάλι υπήρχε μια πέτρα και πάνω από κάθε πέτρα ένα κεφάλι. Όλα τα κεφάλια έβλεπαν στην εξωτερική πλευρά του τείχους. Όποιος περνούσε από εκεί, ερχόταν αντιμέτωπος με τις εκφράσεις οδύνης και τρόμου των αποκεφαλισμένων, δευτερόλεπτα πριν ξεψυχήσουν. Το τείχος έμεινε εκεί πολύ καιρό μέχρι να χορτάσουν όλα τα όρνια που πέρασαν από πάνω και να σαπίσει ό,τι απέμεινε αφάγωτο.

Books and Style

Books and Style