ΓΡΑΦΕΙ Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΝΟΗΤΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΠΛΕΤΑ

Σύμφωνα με την έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΙΝΕ-ΓΣΕΕ – «Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση – Ετήσια Έκθεση 2018», η ελληνική οικονομία έχει πλέον εξέλθει από το καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών ανισορροπιών, αλλά με μη βιώσιμο και μη διατηρήσιμο τρόπο.

Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι από το 2014 καταγράφεται μια αλλαγή του μείγματος της δημοσιονομικής προσαρμογής με το μεγαλύτερο μέρος αυτής να προέρχεται πλέον από το σκέλος των εσόδων.

Αξιοσημείωτο είναι ότι την περίοδο 2014-2016 η βελτίωση των δημόσιων εσόδων στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην αύξηση των έμμεσων φόρων. Σημειώνεται ότι το διάστημα Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2017 οι έμμεσοι φόροι αντιστοιχούσαν στο 56,6% των φορολογικών εσόδων του κράτους, έναντι 54% το 2016.

Διότι η Ελλάδα συνέχισε να βρίσκεται και το 2017 σε καθεστώς επιτήρησης και αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής του τρίτου ΠΟΠ και έτσι παρά το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, το πλαίσιο διαχείρισης των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας στηρίχτηκε και το 2017 σε νέο δανεισμό.

Σύμφωνα με την τελευταία κοινοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε το γ΄ τρίμηνο του 2017 στα 313,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 2,2 δισ. ευρώ έναντι του αντίστοιχου τριμήνου το 2016.

Παρατηρούμε ότι κύριος υπεύθυνος για τη διατήρηση του ποσοστού του χρέους την περίοδο 2013-2017 σε υψηλά επίπεδα, είναι η εξέλιξη του ΑΕΠ. Τα στοιχεία υποδεικνύουν την αποτυχία των εφαρμοζόμενων πολιτικών λιτότητας να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Υπογραμμίζουν επίσης την κρισιμότητα αλλαγής του υποδείγματος οικονομικής πολιτικής προκειμένου να αντιστραφεί η υφεσιακή δυναμική της λιτότητας, να διασφαλιστεί με όρους βιωσιμότητας η δημοσιονομική προσαρμογή της οικονομίας και να ανακτηθεί η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.

Το 2018, παρά τη βελτίωσή της, η κυκλική συνιστώσα του δημοσιονομικού ισοζυγίου προβλέπεται ότι θα παραμείνει αρνητική, εμποδίζοντας έτσι τη βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας. Το ίδιο θα συμβεί και τα επόμενα χρόνια, δεδομένων των υφεσιακών μέτρων που έχουν ήδη δρομολογηθεί προκειμένου να επιτευχθούν οι υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι της περιόδου 2019-2022.

Η δημιουργία πλεονασμάτων μέσω λιτότητας δεν συνιστά βιώσιμη επιλογή δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς υπονομεύει τους ενδογενείς μηχανισμούς δημιουργίας ροών ρευστότητας στην οικονομία και συνεπώς τις προοπτικές βιώσιμης μεγέθυνσης και βιώσιμων πλεονασμάτων.

Επίσης, οι δεσμεύσεις που έχει ήδη αναλάβει η χώρα ενδέχεται να υπονομεύσουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, τη χρηματοπιστωτική της ευστάθεια και συνεπώς τη δημοσιονομική της φερεγγυότητα.
Από τα ευρήματα της Έκθεσης διαπιστώνεται με ατράνταχτα στοιχεία, ότι η δημοσιονομική λιτότητα και η εφαρμογή της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης δεν έχουν οδηγήσει στην τόνωση των επενδύσεων και των εξαγωγών, όπως είχε εξαγγελθεί. Αντιθέτως, έχουν δημιουργήσει εύθραυστα δημοσιονομικά και εμπορικά πλεονάσματα σε βάρος του ισοζυγίου των νοικοκυριών, φτωχοποιώντας μεγάλη μερίδα του πληθυσμού.

Η κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας. Το γ΄ τρίμηνο του 2017 η κατανάλωση παρέμεινε στάσιμη, κυμαινόμενη όμως σε επίπεδου υψηλότερο του διαθέσιμου εισοδήματος.

Η αρνητική διαφορά μεταξύ διαθέσιμου εισοδήματος και κατανάλωσης όμως, η οποία διατηρείται από το 2012 και ύστερα, οφείλεται τόσο στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή όσο και στη χρήση συσσωρευμένων πόρων για τη χρηματοδότηση της κατανάλωσης.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την επίτευξη υψηλών δημοσιονομικών στόχων, υποδαυλίζει τη δυναμική της κατανάλωσης και τη χρηματοοικονομική ευστάθεια των νοικοκυριών αλλά και του τραπεζικού συστήματος. Οι επενδύσεις εξακολουθούν να παραμένουν καθηλωμένες σε ένα ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο παρουσιάζοντας οριακές μεταβολές.

Οι εξαγωγές αγαθών έχουν ανακάμψει σε σχέση με το 2008. Η αντικατάσταση όμως της εγχώριας παραγωγής από τις εισαγωγές έχει οδηγήσει σε μια εξίσου σημαντική αύξηση των εισαγωγών αγαθών. Παράλληλα, οι εξαγωγές υπηρεσιών υστερούν σημαντικά σε σχέση με το επίπεδο του 2008, ενώ οι εξαγωγές προϊόντων υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου αντιστοιχούν μόλις στο 4% του συνόλου των εξαγωγών.

Η εγχώρια παραγωγή βρίσκεται καθηλωμένη σε ένα στάσιμο επίπεδο, αρκετά χαμηλότερο από αυτό της προ κρίσης περιόδου.

Αναφορικά με τους κύριους κλάδους δραστηριότητας, η γεωργία είναι ο μόνος κλάδος στον οποίο παρατηρείται βελτίωση σε σχέση με το 2008.

Η εξέλιξη στη μεταποίηση είναι θετική, αλλά απέχει πολύ από το επίπεδο της ανάκαμψης.

Στασιμότητα σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο παρουσιάζουν οι κλάδοι των κατασκευών και των επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών υπηρεσιών, υστερώντας το γ΄ τρίμηνο του 2017 κατά 54% και 46% αντίστοιχα, σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2008.

Από τους υπόλοιπους κλάδους, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, ο κλάδος της πληροφορικής και της επικοινωνίας και ο κλάδος του εμπορίου, των μεταφορών και των υπηρεσιών στέγασης συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία.

Όλα αυτά οφείλονται στην έλλειψη πολιτικών που θα οδηγούσαν στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, στην απουσία των παραγωγικών επενδύσεων που θα αναβάθμιζαν το εγχώριο παραγωγικό δυναμικό.

H επίτευξη περαιτέρω υψηλών δημοσιονομικών στόχων αναμένεται να συμβάλει ακόμη πιο αρνητικά στη συνθήκη αυτή.

Και φυσικά η επίδραση καθίσταται άμεση στην αγορά εργασίας, παρά το γεγονός ότι το 2017 παρουσιάστηκε πολύ μικρή αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας – το γ΄ τρίμηνο του 2017 το «πραγματικό» σύνολο των ανέργων ανήλθε σε 1.355.620 άτομα, ποσό που αντιστοιχεί σε συνολικό ποσοστό ανεργίας 27,52%, αντί του 29,6% του αντίστοιχου γ΄ τρίμηνου του 2016.

Η κατάσταση όμως στην αγορά εργασίας παραμένει ιδιαίτερα αβέβαιη, τόσο ως προς το απόλυτο ύψος της ανεργίας όσο και ως προς το μέγεθος του προβλήματος σε ιδιαίτερες ομάδες του πληθυσμού.

Τυχόν παγίωση και εμπέδωση της υπάρχουσας κατάστασης των διευρυμένων ανισοτήτων στον τρόπο που βιώνουν τον κίνδυνο της ανεργίας ιδιαίτερες ομάδες του πληθυσμού μπορεί να οδηγήσει την αγορά εργασίας σε μόνιμο ακρωτηριασμό.

Η εργασιακή απασχόληση γενικότερα στην Ελλάδα βρίσκεται σε βαθιά κρίση.

Η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία φαίνεται να χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες συνθήκες στην αγορά εργασίας, στην Ελλάδα.

Η επέκταση των λεγόμενων ευέλικτων μορφών απασχόλησης στη χώρα ως στρατηγική μείωσης του κόστους εργασίας, σε ένα πλαίσιο απουσίας παραγωγικών επενδύσεων και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, δεν συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, γεγονός που επιδεινώνει περαιτέρω την απασχόληση και αυξάνει την ανεργία.

Η απορρύθμιση της εγχώριας αγοράς εργασίας σε συνδυασμό με τις πολιτικές λιτότητας και υπερφορολόγησης των νοικοκυριών, είχαν συνολικά ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της φτώχειας και της ανισότητας, καθώς και την επιδείνωση των όρων διαβίωσης των πολιτών.

Βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε τις πιο τραγικές συνθήκες πολιτικής και οικονομικής και ευρωπαϊκής ανεπάρκειας.

Η αδιέξοδη πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας και της υποβάθμισης της εργασίας απέτυχαν.

Τα ΜΝΗΜΟΝΙΑ κοινώς απέτυχαν.

Απέτυχαν γιατί από την αρχή της κρίσης προσάρμοσαν την οικονομική πολιτική σε μη ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς και μακροοικονομικούς στόχους. Το αφήγημα της εξωστρεφούς ανάπτυξης καλλιεργεί μόνο ψευδαισθήσεις στον βαθμό που δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την παραγωγική και θεσμική αναδόμηση της οικονομίας και τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.

Η πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια θα κριθεί από τη χάραξη πολιτικών για την αναδιάρθρωση της εγχώριας παραγωγής, την πρακτική υποστήριξη των εγχώριων επιχειρήσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, τη μείωση της κατανάλωσης εισαγόμενων αγαθών, την προστασία εργαζομένων και συνταξιούχων, την οικοδόμηση κοινωνικών δομών για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανισότητας.

Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια
Email: bletas.p1@gmail.com
Facebook/Twitter: Panagiota Bletas

Books and Style

Books and Style