ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Φίλες και φίλοι,

Στο ταξίδι μας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κάνουμε μια στάση, με μια αναφορά στην μορφή της φιλοσόφου και μαθηματικού Υπατίας, ίσως της πρώτης γυναίκας που έχασε με αποτρόπαιο τρόπο τη ζωή της για τις ιδέες, τα πιστεύω της και την πίστη στην επιστήμη της.

Είναι δύσκολο να χωρέσω σε μια μικρή ανάρτηση το μεγαλείο της ύπαρξης αυτής της θαυμαστής γυναίκας, αλλά θα το επιχειρήσω, εστιάζοντας σε κάποια σημαντικά θέματα της ζωής της.

Η Υπατία (370-415) γεννήθηκε και πέθανε στην Αλεξάνδρεια. Ήταν κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα, υπεύθυνου για την εκπαίδευσή της και τα ταξίδια της σε Ιταλία και Αθήνα, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και μαθήτευσε κοντά στον Ιεροκλή. Όταν επέστρεψε στον τόπο της δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά, αποτέλεσε πόλο έλξης για τους διανοούμενους της εποχής και σχολίασε τα έργα του Διόφαντου( «Αριθμητική») και του Απολλώνιου( «Κώνος»). Πολυγραφότατη, δυστυχώς δεν σώθηκαν τα έργα της, παρά μόνον οι αναφορές άλλων σ’ αυτά.

Έγινε γνωστή ως σεβαστή και επιφανής δασκάλα, λογία, χαρισματική και αγαπητή στους μαθητές της, ωστόσο, ο τραγικός της θάνατος την κατέστησε αθάνατη. Η πλέον αξιόπιστη πηγή για τις συνθήκες του θανάτου της είναι ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, ο οποίος έγραψε γι’ αυτό 25 χρόνια αργότερα. Ας δούμε σε τι κυκεώνα βρέθηκε η Υπατία:

Μίσος και ένταση μεταξύ εβραίων και χριστιανών της Αλεξάνδρειας βασιλεύει, ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος και ο έπαρχος Ορέστης είναι στα πράγματα και βρίσκονται σε μια συνεχή ανατιπαράθεση. Πεντακόσιοι μοναχοί καταφθάνουν στην πόλη και στέκουν στο πλευρό του Κυρίλλου, κατηγορούν τον Ορέστη για ειδωλολατρεία, αν και είναι χριστιανός, εκθέτοντάς τον σε τρομερό κίνδυνο, αφού αψηφά τον νόμο του Θεοδοσίου εναντίον της παλιάς θρησκείας.

Η Υπατία είναι βοηθός του Ορέστη. Όταν, λοιπόν, ένας μοναχός πεθαίνει επειδή είχε πετάξει μια πέτρα στον Ορέστη, σύσσωμος ο χριστιανικός πληθυσμός στρέφεται εναντίον της Υπατίας. Με βαριές κατηγορίες μαγείας και ειδωλολατρισμού, την πιάνουν σε δημόσιο χώρο, την γδύνουν και τη σέρνουν ως τον Καθεδρικό Ναό. Εκεί, ορμούν πάνω της και τη σκοτώνουν, γδέρνοντας το σώμα της με όστρακα και διαμελίζοντάς το με πρωτοφανή μανία, για να κάψουν τα απομεινάρια της στο Κυνάριον.

Να πώς περιγράφει ο Σωκράτης ο Σχολαστικός τον φόνο της:

«Όλοι οι άνθρωποι την σεβόταν και την θαύμαζαν για την απλή ταπεινοφροσύνη του μυαλού της. Ωστόσο, πολλοί με πείσμα την ζήλευαν και επειδή συχνά συναντούσε και είχε μεγάλη οικειότητα με τον Ορέστη, ο λαός την κατηγόρησε ότι αυτή ήταν η αιτία που ο Επίσκοπος και ο Ορέστης δεν γινόταν φίλοι. Με λίγα λόγια, ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της γυρνώντας από κάπου. Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν».

Το αποτέλεσμα ήταν να τραπούν σε φυγή πολλοί Αλεξανδρινοί λόγιοι και να σημάνει η έναρξη της πνευματικής παρακμής της Αλεξάνδρειας.

Books and Style

Books and Style